Αρχική » Μ. Γ. Βαρβούνης Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης : το ενοριακιακό πνεύμα

Μ. Γ. Βαρβούνης Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης : το ενοριακιακό πνεύμα

από christina

 

Η ενορία είναι αναμφισβήτητα η πνευματική μας οικογένεια. Και βέβαια η ανάπτυξη των ανάλογων δεσμών, η οποία στηρίζεται στην κοινή πίστη και στην κατά το δυνατόν εφαρμογή του ευαγγελικού λόγου, επί της ουσίας δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, μιας και προϋποθέτει αλλαγή του «έσω» ανθρώπου και έμπρακτη εμφάνιση και ενεργοποίηση της καλής αλλοιώσεως, αυτής που με την προσευχή, την μυστηριακή ζωή και την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος μπορεί σταδιακά, με κόπους και πνευματικούς αγώνες, να επιτευχθεί.

Δεν είναι καθόλου εύκολο να λειτουργήσει η ενορία ως οικογένεια πνευματική, και βέβαια αυτό σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τον ιερέα. Γι’ αυτό άλλωστε στις πολυάνθρωπες ενορίες των μεγάλων πόλεων δεν πρέπει κριτήριο για την ανάθεση της προϊσταμενίας να είναι το άγαμον ή μη του ιερέα, αλλά ο χρόνος και ο κόπος που αυτός έχει καταναλώσει στο «γεώργιον του Κυρίου», όπως αυτά μεταφράζονται στην εμπειρία και στην άσκησή του σε ποιμαντικά έργα. Κι έτσι συχνά βλέπουμε νεαρούς και άπειρους – ακόμη και οξύθυμους – προϊσταμένους ενοριών να αποτυγχάνουν και να διαλύουν με αυταρχισμούς και λανθασμένες συμπεριφορές όσα έχουν χτίσει με κόπους και μόχθους έγγαμοι μεν, αλλά κατά πάντα άξιοι, δοκιμασμένοι και επιτυχημένοι στην ποιμαντική τους διακονία προκάτοχοί τους ιερείς.

Γεννάται βέβαια το ερώτημα ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία θα χαρακτηρίσουμε επιτυχημένη ή μη την ιερατική και ποιμαντική διακονία. Κατ’ εμέ κριτή, αυτά είναι δύο: η μαζικότητα της συμμετοχής της ενορίας στην εκκλησιαστική και μυστηριακή ζωή και η τήρηση των βασικών κανόνων που η παράδοση της Εκκλησίας έχει θεσπίσει, ώστε να μην οδηγούμαστε σε πνευματικές «εκπτώσεις», που βέβαια στον εφάμαρτο κόσμο μας είναι θελκτικές, ακριβώς επειδή οδηγούν σε μία κατάσταση άσκησης και καλλιέργειας του «ιδίου θελήματος», πέρα από την έννοια της υπακοής και της συμμόρφωσης προς τον λόγο του Κυρίου.

Ομως και η υπακοή έχει πλαίσια και όρια εντός των οποίων ενεργείται. Οταν ζητάμε από τον πιστό ή από τον συνεφημέριο να δείξει υπακοή, αυτό πρέπει να γίνεται εφόσον είμαστε σίγουροι ότι οι κατευθύνσεις και οι επιλογές μας κινούνται μέσα στο πλαίσιο της παράδοσης της Εκκλησίας και δεν απηχούν προσωπικές και ενίοτε – φευ – αυταρχικές προσπάθειές μας για αυτοδικαίωση και επιβολή επί των άλλων. Και δυστυχώς η τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι καθόλου σπάνια, πράγμα που συχνά οδηγεί σε συγκρούσεις και διαλυτικές τάσεις, με τις οποίες μόνο ο αντίδικος χαίρεται.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι χώρος σιδηράς πειθαρχίας, δεν είναι στρατόπεδο συγκέντρωσης με τους κληρικούς σε ρόλο δεσμοφύλακα. Είναι χώρος ελευθερίας, προσωπικής σχέσης με τον Θεό και την επί γης εικόνα του, τον συνάνθρωπο, και πεδίο επίδειξης συνειδητής και όχι καταναγκαστικής υπακοής στον λόγο του Θεού. Ούτε πρέπει η ενοριακή ποιμαντική να προβάλλει την αυθεντία του κληρικού και να επισείει μέλλουσες τιμωρίες και συμφορές ως φόβητρο, γιατί τότε σταματά να είναι χώρος της κατά Χριστόν ελευθερίας, σταματά να είναι τόπος και τρόπος αγάπης και μετέρχεται κοσμικών μεθόδων και πρακτικών, που δεν έχουν σχέση με την ουσία και την αποστολή της.

Αν η ενοριακή ζωή δομηθεί και καλλιεργηθεί με βάση τις αρχές αυτές, τότε μπορεί να επιτύχει στο να δημιουργήσει ενοριακό πνεύμα και να προσελκύσει πιστούς που δεν ψάχνουν για νομοθέτες που θα τους κρίνουν – αρκετούς τέτοιους έχουν στην καθημερινότητά τους – αλλά για πατέρες που θα τους αγαπήσουν απροϋπόθετα και θα τους δείξουν έμπρακτα, με ταπεινότητα και αγάπη, τον δρόμο προς την συντριβή, τη μετάνοια και τη σωτηρία. Σε διαφορετική περίπτωση, οι πιστοί που δεν θα βρουν αυτή την αντιμετώπιση και οι οποίοι θέλουν κληρικούς που να τους αγαπούν με σεβασμό και όχι που να τους φοβούνται, θα καθίσουν σπίτια τους και οι ναοί θα συνεχίσουν να είναι ουσιαστικά άδειοι.

Κι όσοι θέλουν να επιχειρηματολογήσουν περί του αντιθέτου, ας μας πουν πρώτα πόσους πιστούς χωρά ο ναός τους και πόσους περιλαμβάνουν τα χωρικά όρια της ενορίας τους, ώστε να κάνουμε την αναγωγή και να βρούμε ποσοστά, πριν γράψουν για «λαοθάλασσες» και «κοσμοπλημμύρες» στις διαδικτυακές αναρτήσεις και ανταποκρίσεις τους. Η ενοριακή ζωή δεν πρέπει να παγιδεύεται στο τεχνητό δίλημμα «όχι πόσοι αλλά ποιοι», γιατί η επιτυχία της είναι πραγματική μόνο αν καταλήγει στο «και πάντες και πλήρεις», δηλαδή «και πολλοί και καλοί».

Σε διαφορετική περίπτωση, μόνο για παταγώδη αποτυχία μπορούμε να μιλούμε.

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ