Toυ Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

 

Είναι, νομίζω αυτονόητο, ότι για να μπορέσει κάποιος να ασκήσει ορθή κριτική σε κάτι, πρέπει ασφαλώς να γνωρίζει καλά την υφή και τη λειτουργία αυτού που κρίνει. Αλλιώς υπάρχει κίνδυνος εκφοράς άστοχου λόγου, που αδικεί και τον κρινόμενο και τον κρίνοντα. Εάν τώρα υπό το πρίσμα αυτό κοιτάξουμε μία κριτική που ασκεί κάποιος στην Εκκλησία, όπου και όποτε στρέφει το βλέμμα του προς αυτήν, από την ίδια λογική αφετηρία θα ξεκινήσουμε. Θα ζητήσουμε δηλ. να γνωρίζει πρωτίστως πολύ καλά ο κρίνων, τι ακριβώς είναι η Εκκλησία και σε τι διαφέρει από τις ποικιλώνυμες θρησκείες που υπάρχουν στον κόσμο. Το τονίζω αυτό, διότι τελευταία είδαν το φως της δημοσιότητας ορισμένα άρθρα, εγκρίτων κατά τα άλλα δημοσιογράφων, οι οποίοι παίρνοντας αφορμή από κάποιες ανακοινώσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος που εφιστούν την προσοχή των πιστών σε ζητήματα «συνυφασμένα» με τον κίνδυνο διολίσθησης αυτών στον χώρο των αιρέσεων, χαρακτήρισαν οπισθοδρομικές τις σχετικές αντιλήψεις της Εκκλησίας. Δεν μπορεί, είπαν, να «αφορίζει» η Εκκλησία ως αιρετική τη «Γιόγκα», που αποτελεί διαδεδομένη μεταξύ των νέων μορφή σωματικής και πνευματικής άσκησης, ούτε να συνιστά την αποστασιοποίηση των πιστών από «ομίλους», όπως είναι οι «Ροταριανός» όμιλος και ο άλλος, συναφής με τους «Λάιονς», οι οποίοι έχουν εδώ και πολλές δεκαετίες παγιωμένη στην Ελλάδα κοινωνική δράση και φιλανθρωπική προσφορά. Και διερωτώνται: Πώς θα παίξει ουσιαστικό ρόλο η Εκκλησία στον «καινούργιο κόσμο», αν δεν βγει από το δογματικό «κουβούκλιό» της για να συναντήσει την κοινωνία εκεί που βρίσκεται, όπως εξελίσσεται; Και συμπληρώνουν: Με τέτοιες αντιλήψεις φιλοδοξεί να προσεγγίσει η Εκκλησία σήμερα τους νέους; Ουδείς, λένε, προτείνει να απαρνηθεί η Εκκλησία δόγματα και παραδόσεις και να υποκύψει στο «ρεύμα» κάθε εποχής. Ομως θα ήταν χρήσιμο να καταπιάνεται με κορυφαία ζητήματα και όχι με αυτά που εκ των πραγμάτων μέσα σε πολλές δεκαετίες αποδείχθηκαν ακίνδυνα.

Ας βάλουμε λοιπόν τα προαναφερθέντα επιχειρήματα σε μία τάξη, διότι έτσι όπως είναι διατυπωμένα, κάπου μπερδεύουν τα πράγματα, χωρίς βέβαια να αποφεύγουν τις κραυγαλέες αντιφάσεις του εκφερόμενου λόγου σε ορισμένα σημεία τους. Και ας δούμε πρώτα τι ήταν ο Χριστός, για να μπορέσουμε στη συνέχεια να κατανοήσουμε πώς λέγεται αυτό που ίδρυσε.

Σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, ο Χριστός ήταν Θεάνθρωπος. Ο Υιός του Θεού, που ήλθε στη γη και έγινε Ανθρωπος για να ελευθερώσει τον κόσμο από τα δεσμά του θανάτου που προκαλεί η αμαρτία. Δέχθηκε να πεθάνει σωματικά επάνω στον Σταυρό, ώστε με την Ανάστασή Του να ανοίξει τον «δρόμο» και για τη δική μας ανάσταση‧ εφ’ όσον βαδίσουμε και εμείς στον δικό μας Γολγοθά και Τον πιστέψουμε ως αληθινό Θεό, όπως ο ευγνώμων ληστής που σταυρώθηκε μαζί Του. Δεν χρειάζονται πολλά πράγματα γι’ αυτό. Μόνο συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας, μετάνοια και πορεία στον «δρόμο» που μας «χάραξε» Εκείνος. Από την άποψη αυτή γίνεται φανερό ότι ο Χριστός ως Θεός δεν είχε ανάγκη να φτιάξει κάποια θρησκεία για να βοηθήσει τους ανθρώπους να δουν πού βρίσκεται ο Θεός. Αυτό το κάνουν μόνον οι άνθρωποι, οι οποίοι μην έχοντας δει ποτέ τον Θεό ιδρύουν διάφορες θρησκείες και μιλούν με αυτές για τον Θεό στη βάση ορισμένης ιδεολογικής σύλληψης αυτού, όπως το έκαναν λ.χ. ο Βούδας και ο Μωάμεθ, ή παλιότερα σε εμάς οι αρχαίοι Ελληνες με το Δωδεκάθεο. Ενας αληθινός Θεός λοιπόν, λογικά δεν φτιάχνει ποτέ θρησκεία. Δεν τη χρειάζεται άλλωστε. Θα ήταν σαν να έφτιαχνε κάτι για να ταυτοποιήσει με αυτό τον Εαυτό Του. Ο Θεός έχει αυτογνωσία. Συνείδηση της ταυτότητας της Εικόνας Του με τον Εαυτό Του. Και το μόνο που κάνει είναι να αποκαλύψει το Ονομά Του και το Θέλημά Του στους ανθρώπους. Γι’ αυτό έστειλε τον Μονογενή Υιό Του στη γη.

Παρ’ όλα αυτά δεν Τον αναγνώρισαν ούτε οι ίδιοι οι Μαθητές Του ως Υιό του Θεού, όταν τους έλεγε ότι Εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε το ίδιο («Εγώ εν τω πατρί και ο Πατήρ εν εμοί»). Είναι χαρακτηριστική η στιχομυθία του Ιησού με τον Φίλιππο, ο οποίος  ζητούσε από τον Χριστό να τους δείξει τον Πατέρα, για να πεισθούν για την ταύτιση Υιού και Πατρός: «Δείξον ημίν τον Πατέρα και αρκεί ημίν». Για να του απαντήσει ο Κύριος με τη φράση: «Τοσούτον χρόνον ειμί μεθ’ υμών. Και ουκ έγνωκάς με Φίλιππε»; (Ιω ιδ΄, 8). Ο μόνος που ομολόγησε την αληθινή ιδιότητα του Χριστού ήταν ο Πέτρος, ο οποίος απαντώντας στην ερώτηση του Χριστού, πώς Τον έβλεπαν οι Μαθητές Του, είπε: «Συ ει ο Υιός του Θεού του ζώντος», για να τον αποκαλέσει αμέσως ο Ναζωραίος θεμέλιο «λίθο» του «Οικοδομήματος» της Εκκλησίας Του: «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σάρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν» (Ματθ ιστ΄, 13 επ.16). Ιδού λοιπόν, τι ίδρυσε ο Χριστός. Την Εκκλησία του Θεού. Τη σύναξη των ανθρώπων που προσκυνούν την Εικόνα του αληθινού Θεού, όπως τους την έδειξε καθαρά ο Υιός Του. Το υπερκόσμιο «οικοδόμημά» της, που το θεμελίωσε με το Τίμιο Αίμα Του ο ίδιος ο Κύριος, δεν περιέχει τίποτε άλλο εκτός από τον Νόμο του Θεού, όπως ακριβώς τον ευαγγελίσθηκε στους ανθρώπους ο απεσταλμένος για αυτόν τον λόγο Υιός Του. Την Εκκλησία μάλιστα, σε πολλά σημεία του λόγου Του ο Χριστός δεν την βλέπει μόνον ως σύναξη ζώντων (είναι αυτή που την αποκαλούμε αλλιώς «στρατευομένη Εκκλησία»), αλλά και ως σύναξη κεκοιμημένων (την οποία επίσης αποκαλούμε αλλιώς «θριαμβεύουσα Εκκλησία»).

Με αυτά τα δεδομένα γίνεται φανερό ότι όταν προσέρχεται κάποιος στο «οικοδόμημα» της Εκκλησίας ή όταν μιλάει για αυτό, έχει μόνο δύο επιλογές: Ή να το αποδεχθεί όπως είναι, ή να το απορρίψει. Δεν μπορεί να το μεταρρυθμίσει σύμφωνα με τις αντιλήψεις του, για να το κάνει συμβατό με τα «αρχιτεκτονικά» σχέδια της εποχής του ή προσβάσιμο από τις απαιτήσεις του μοντέρνου. Από την άποψη αυτή το ζήτημα του «προοδευτισμού» ή της «οπισθοδρόμησης» έχει εντελώς διαφορετική διάσταση -εντασσόμενο στον χώρο της Εκκλησίας- από εκείνη που του προσδίδουμε μέσα στη ρευστή κοινωνική πραγματικότητα.

Για όλα αυτά όμως θα χρειαστεί να μιλήσουμε στην επόμενη συνέχεια του άρθρου.