Γράφει ο π.Γεώργιος Δορμπαράκης 

 

«Στο ερώτημα κάποιου Γέροντα από τη Ρωσία: “τι να κάνω με την πληθώρα όλων αυτών των ανόητων ιδεών που ακούω;” απάντησα σύμφωνα με την πείρα της ζωής μου, όχι όσον αφορά τις λεπτομέρειες, αλλά όσον αφορά τη δομή της Εκκλησίας... Πρέπει όλοι όσοι επιστρέφουν στην Εκκλησία... να συσπειρωθούν γύρω από αυτόν τον στύλο και το εδραίωμα. Και η Εκκλησία θα βρει τον δρόμο της...» (όσιος Σωφρόνιος του Εσσεξ).

Ο όσιος Γέροντας μιλάει για την κατάσταση που επακολούθησε την πτώση του μπολσεβικισμού στη Ρωσία: μία γενικευμένη σύγχυση, μία πληθώρα απόψεων που κατά τον Ρώσο Γέροντα που ρώτησε τον όσιο ήταν ανόητες ιδέες – το τίμημα των εβδομήντα χρόνων που «ο λαός ήταν αποκομμένος από τη γνήσια διδασκαλία και την πείρα της Εκκλησίας». Για να συμπληρώσει ο όσιος Γέρων: «Εμφανίστηκαν παράδοξες απόψεις στη μεγάλη αυτή θάλασσα του ρωσικού λαού, ο οποίος αγαπά τον Χριστό, όχι όμως πάντοτε με συνετή αγάπη όπως απαιτείται». Να λοιπόν το πρόβλημα για τον όσιο Σωφρόνιο: όταν δεν έχει κανείς ουσιαστική σχέση με την Εκκλησία, τη διδασκαλία και την πνευματική πείρα της, τότε αλλοιώνονται τα κριτήρια του (πιστού) ανθρώπου. Μπορεί να διακατέχεται από αγάπη προς τον Χριστό, όχι όμως «τη συνετή αγάπη που απαιτείται».

Και ποια είναι η συνετή αυτή αγάπη, κατά τον Γέροντα; Αυτή που αποκαλύπτει ο Ιδιος ο Κύριος και περνάει μέσα από την τήρηση των αγίων Του εντολών. «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Κατά τον λόγο του οσίου: «Πρέπει να ζούμε οπωσδήποτε κατά τις εντολές του Θεού. Και με την προσπάθεια που καταβάλλει ο άνθρωπος να ζήσει σύμφωνα με τις εντολές αναγεννάται». Η συνετή λοιπόν αγάπη σώζει τον άνθρωπο, με την έννοια ότι τον φέρνει στο σημείο του συντονισμού του με τον ίδιο τον Χριστό και το Πνεύμα Του. Οι άλλες αγάπες «σκιάζονται» από τη βρωμιά των παθών μας, από τον εγωισμό μας, οπότε νομίζουμε ότι αγαπάμε τον Χριστό χωρίς να υπάρχει το κατάλληλο έδαφος στην καρδιά μας για να Τον δεχθούμε όπως πρέπει. Επομένως από την άποψη αυτή μπορεί κανείς να μιλάει για τον Χριστό, να τοποθετείται «εξ ονόματός Του», αλλά να λέει τελικώς «παραδοξότητες» και «ανόητα λόγια». Ο όσιος Γέρων μάλιστα μνημονεύει και το τι άκουσε από τους γέροντες μοναχούς, όταν έφτασε νεαρός ακόμη στο μοναστήρι του αγίου Παντελεήμονα στο Αγιον Ορος: «Οι γέροντες μοναχοί θεωρούσαν ασύνετο αυτόν που μιλούσε για πνευματικά θέματα έχοντας ζήσει λιγότερα από δέκα χρόνια στο μοναστήρι». Κι αυτό γιατί όπως εξηγεί παρακάτω, αυτός που θα μιλήσει πρέπει να έχει διέλθει όλο το φάσμα των σταδίων της πνευματικής ζωής. Διαφορετικά, «δεν πρέπει να περιμένουμε καθαρή διείσδυση στην πνευματική κατάσταση από κανέναν».

Οι τοποθετήσεις του οσίου Σωφρονίου ισχύουν βεβαίως όχι μόνο για τη μετασοβιετική Ρωσία, αλλά και για όλο τον κόσμο και τη διεθνή κατάσταση των Ορθοδόξων χριστιανών. Κι αυτό γιατί η σύγχυση που βιώνουμε πολλοί χριστιανοί δεν είναι μικρότερη. Σ’ έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται πια «πολυπολιτισμικός» (λόγω της εύκολης «ανάμειξης» διαφόρων πολιτισμών σε κάθε περιοχή) και «μετανεωτερικός» (με κύριο γνώρισμα την ελευθερία του καθένα να λέει και να κάνει ό,τι θέλει ανατρέποντας παραδοσιακές αξίες αιώνων και χιλιετιών), η μόνη σφραγίδα που μπορεί να τον χαρακτηρίσει είναι η σφραγίδα της σύγχυσης ως απώλειας κριτηρίων – «δεν πρέπει να περιμένουμε καθαρή διείσδυση στην πνευματική κατάσταση από κανέναν». Οπότε η συμβολή του αγίου Γέροντα στην κατάσταση αυτή είναι περισσότερο από καθοριστική και αναγκαία. Και τι μας προτείνει προκειμένου να καθαρίσει το μυαλό και το πνεύμα μας; Τη συσπείρωση γύρω από την Εκκλησία, «τον στύλον και το εδραίωμα της αληθείας».

Είναι η μόνη ρεαλιστική και σοφή προοπτική. Γιατί οδηγεί εκεί που διαφυλάσσεται η αλήθεια, δηλαδή ο ίδιος ο Χριστός, το φως και η ζωή. «Γι’ αυτό και εγώ υπερασπίζομαι τον θεσμό», εξηγεί ο όσιος. «Τότε, έτσι δομημένη, θα παραμείνει αιώνια η Εκκλησία (ο όσιος αναφέρεται στο ανθρώπινο της Εκκλησίας) και βαθμηδόν... θα βρει τον δρόμο της». Η ευκολία που γράφουν πολλοί για την Εκκλησία, που κρίνουν τα «κακώς κείμενά» της, που διακωμωδούν τους Ποιμένες της, που ρίχνουν αναθέματα στις (ανθρώπινες) κεφαλές της, που κρίνουν τους πάντες και τα πάντα με ελαφρότητα και επιπολαιότητα, τι άλλο αποδεικνύει παρά ότι πράγματι ισχύει αυτή η σύγχυση, ότι υπάρχει βαθύ έλλειμμα θεολογικό, κυρίως ότι υπάρχει βαθύ έλλειμμα πνευματικό – η αγάπη χωρίς τη «σύνεσή» της! Συνεπώς και για σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε ίσως, υπάρχει η ανάγκη διαφυλάξεως του θεσμού της Εκκλησίας. Να μένουμε ενωμένοι με τους ποιμένες μας, ιδίως εκεί που συνέρχονται εν Συνόδω, κάνοντας την υπακοή που εκφράζει το φρόνημα του Χριστού. Και για να υπενθυμίσουμε λόγο και πάλι του οσίου Γέροντα: «Και κάπου λάθος να κάνουν οι Ποιμένες αυτοί, θα το διορθώσει και θα το ευλογήσει ο Κύριος, ενώ τον αντιλέγοντα και ανυπάκουο θα τον αφήσει, έστω και με την «ορθή» γνώμη του, στην αρρωστημένη του θέληση!»