Σε καταγγελίες   προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τηβεβήλωση των ναών στα κατεχόμεναπροχώρησε  ο Κύπριος Ευρωβουλευτής Κώστας Μαυρίδης (ΔΗΚΟ-S&D). Οι καταγγελίες αφορούν  στην κατεχόμενη εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Λευκόνοικο και στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στη Μύρτου, μετά την αποκατάστασή τους με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.

Αναφορικά με την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ο κ. Μαυρίδης στηλιτεύει τη διοργάνωση παζαριού μέσα στην εκκλησία με έγκριση των κατοχικών αρχών. Όπως αναφέρει, «η εκκλησία αποκαταστάθηκε το 2017 με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και σώθηκε από την καταστροφή εξαιτίας της τουρκικής κατοχής, επιστρέφοντας στην αρχική της χρήση και επιτρέποντας έτσι στους Ελληνοκύπριους να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ωστόσο, μόνο μία φορά το κατοχικό καθεστώς επέτρεψε να τελεστεί λειτουργία. Το πρόσφατο συμβάν, με τη διοργάνωση παζαριού στην εκκλησία, βεβήλωσε, για άλλη μια φορά μετά την αποκατάσταση, την ιερότητα του χώρου και προκάλεσε συναισθήματα απογοήτευσης και αγανάκτησης ως κατάφωρη παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της θρησκευτικής ελευθερίας».
Σχετικά με το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, ο Κύπριος Ευρωβουλευτής καταγγέλλει την κλοπή των θυρών του μοναστηριού, το οποίο τέθηκε προς τις κατοχικές αρχές στις 18 Δεκεμβρίου. Ο κ. Μαυρίδης επισημαίνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι «δεν είναι πρώτη φορά που βάνδαλοι επιχειρούν να βεβηλώσουν το μοναστήρι μετά την αναστήλωση του (την οποία είχε καταγγείλει τότε με παρέμβασή του) και ότι παρόμοια συμβάντα βεβήλωσης έχουν υπάρξει και σε άλλες εκκλησίες στα κατεχόμενα που έχουν αποκατασταθεί με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση». Υπενθυμίζεται ότι μετά την παρέμβασή του τότε, υπήρξε αποκατάσταση των ζημιών από τους βανδαλισμούς που είχε υποστεί το μοναστήρι.

Ο Κύπριος Ευρωβουλευτής σημειώνει επίσης ότι και οι δύο εκκλησίες αποτελούν σημαντικά μνημεία της πολιτιστικής και θρησκευτικής μας κληρονομιάς και γι’ αυτό συμπεριλήφθηκαν μεταξύ των προτεραιοτήτων της Τεχνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομιά για αποκατάστασή τους. Τέλος, ζητά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή α) να διερευνήσει τα εν λόγω συμβάντα και να αξιολογήσει τυχόν ευθύνες ή κενά που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες της Επιτροπής και β) τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού που θα διασφαλίζει την προστασία των έργων στα κατεχόμενα που έλαβαν χρηματοδότηση από την ΕΕ καθώς και την αρχική τους χρήση.