Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, ομότιμου καθηγητή της Νομικής Σχολής του Παν/μίου Θράκης

 

Σύμφωνα με το Άρ. 120, παρ. 2 του Συντάγματος, ο σεβασμός στο Σύνταγμα αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων. Και πρώτιστα βέβαια των υπουργών, ως ανώτατων κρατικών λειτουργών. Συνεπώς, κάθε υπουργός, πριν εξαγγείλει ένα μέτρο στον τομέα της αρμοδιότητάς του, πρέπει να έχει βεβαιωθεί, ύστερα από σχετική έρευνα, για τη συνταγματικότητα αυτού. Αλλιώς, οφείλει να απέχει από τη λήψη του. Ενήργησε όμως με αυτόν τον τρόπο ο υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Ν. Φίλης, όταν έσπευσε να ανακοινώσει την κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία και την αντικατάστασή του από τη Θρησκειολογία;

Η εικόνα ασέβειας που έχει προβάλει μέχρι σήμερα ο κ. Φίλης σε καθετί που είναι αντίθετο στο δικό του αθεϊστικό-εθνομηδενιστικό πρότυπο (βλ. π.χ. υποβάθμιση της Γενοκτονίας των Ποντίων σε Εθνοκάθαρση, χλευασμό της Ορθοδοξίας με τις δηλώσεις του για την Αγία Βαρβάρα ή το Άγιο Φως κ.λπ.) προδίδει και την ασέβειά του στο Σύνταγμα. Επειδή όμως είναι πολύ βαρύ να κατηγορεί κάποιος έναν υπουργό για ασέβεια προς το Σύνταγμα με στοιχεία από άλλες, προηγούμενες ενέργειές του, πρέπει να σταθούμε στη συγκεκριμένη εξαγγελία του κ. Φίλη και να δούμε αν αυτή εναρμονίζεται ή όχι με τον υπέρτατο νόμο του κράτους. Τι λέει λοιπόν το Σύνταγμα για το εν λόγω ζήτημα;

 

Η καλλιέργεια της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης ως σκοπός της Παιδείας

Το Άρ. 16, παρ. 2 του Συντάγματος, μιλώντας για την Παιδεία, που τη θεωρεί μάλιστα βασική αποστολή του κράτους, προσδιορίζει ως έναν από τους σκοπούς αυτής την ανάπτυξη της «εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» των μαθητών. Γίνεται έτσι σαφές ότι το Σύνταγμα δεν αρκείται απλώς στην ηθική και πνευματική διάπλαση των νέων που πραγματοποιούν τις σπουδές τους στα σχολεία της στοιχειώδους και της μέσης εκπαίδευσης, αλλά απαιτεί επιπλέον από την Πολιτεία μέσα από τα γράμματα που θα διδάξει στους Ελληνόπαιδες να φροντίσει να τους καλλιεργήσει την «εθνική και θρησκευτική συνείδηση». Όσο κι αν οι όροι αυτοί του Συντάγματος προκαλούν αλλεργία στον εν λόγω εθνομηδενιστή και άθεο υπουργό Παιδείας, υπογραμμίζουν την αδιαμφισβήτητη βούληση του συντακτικού νομοθέτη αναφορικά με το τι είναι αυτό που πρέπει κατά βάση να καλλιεργηθεί μέσα στα ελληνικά σχολεία.

Και η μεν καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης αρδεύεται προφανώς από τα μαθήματα εκείνα, όπως είναι κατ’ εξοχήν η διδασκαλία της Ιστορίας και της Γλώσσας, που θα ποτίσουν στις ψυχές των παιδιών τον σπόρο της εθνικής τους αυτογνωσίας και θα βοηθήσουν στη συνέχεια να βλαστήσει αυτός και να αναπτυχθεί σωστά με τους χυμούς της γνώσης που τρέφει την εθνική συνείδηση. Βέβαια, η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης στα σχολεία συνοδεύεται σήμερα από πολλά «ζιζάνια», που έχουν σπείρει ορισμένοι «γενετιστές» ιστορικοί (Λιάκος, Ρεπούση, Δραγώνα κ.ά.), οι οποίοι, επεμβαίνοντας αυθαίρετα στον πυρήνα των ιστορικών γεγονότων, παράγουν μέσα από τα βιβλία τους μια γενετικά μεταλλαγμένη ιστορική γνώση, που απειλεί να «πνίξει» τα «δενδρύλλια» των σχολείων. Και τέτοια ασφαλώς ιστορική γνώση μεταδίδεται μέσα από τα βιβλία των εν λόγω «γενετιστών», όταν διδάσκουν στους μαθητές ότι οι Μακεδονομάχοι ήσαν «τζιχαντιστές» (Λιάκος), η σφαγή της Σμύρνης ήταν «συνωστισμός» (Ρεπούση) και οι σημερινοί Έλληνες είναι απόγονοι κατσαπλιάδων, που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τους αρχαίους Έλληνες (Δραγώνα, αναμηρυκάζουσα τις ανιστόρητες και εμπαθείς θεωρίες του Φαλμεράγιερ)!

Εν πάση περιπτώσει, παρά τα πολλά «τοξικά απόβλητα» που εκβάλλουν στον χώρο της καλλιέργειας της εθνικής συνείδησης, άλλοτε από τους «κρουνούς» της Γλώσσας και άλλοτε από τους «οχετούς» της Ιστορίας, είναι γνωστή η πηγή της άρδευσης.

Ποια είναι όμως η πηγή που αρδεύει την καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης; Σίγουρα δεν είναι το Άρ. 13 του Συντάγματος, που καθιερώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως θα μπορούσε να ισχυριστεί εκ του πονηρού ο κ. Φίλης, για να αποσείσει τη βαριά κατηγορία της εν ψυχρώ παραβίασης του Συντάγματος. Και τούτο διότι το εν λόγω άρθρο έχει εντελώς διαφορετική εμβέλεια από την αντίστοιχη του Άρ. 16, παρ. 2 του Συντάγματος: Προστατεύει την ήδη διαμορφωμένη θρησκευτική συνείδηση κάθε πολίτη ή έστω την αυτόβουλη προσπάθειά του να διαμορφώσει θρησκευτική συνείδηση. Όχι όμως και την προσπάθεια τρίτου, δηλαδή εδώ του κράτους, να βοηθήσει τον πολίτη να διαμορφώσει τέτοια συνείδηση. Επομένως, αλλού πρέπει να αναζητηθεί η πηγή που τροφοδοτεί, κατά τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, τη θρησκευτική συνείδηση των μαθητών στα σχολεία. Και αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από εκείνη που μας προσφέρει το Άρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο μιλάει για την Ανατολική Ορθόδοξη του Χριστού Εκκλησία, όχι μόνο για να την προστατεύει ως επικρατούσα θρησκεία των Ελλήνων, αλλά και για να παίρνει από αυτήν τα στοιχεία που τρέφουν τη θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων μαθητών.

Αν ο κ. Φίλης αδυνατεί να κατανοήσει τον λόγο της ύπαρξης και της λειτουργίας των προαναφερθέντων άρθρων στο σημερινό Σύνταγμα, πρέπει να ξαναδιαβάσει πιο προσεκτικά την Ιστορία του Νεότερου Ελληνισμού.

Η λειτουργική ενότητα των Άρ. 3 και 16, παρ. 2 του Συντάγματος

Τα Άρθρα 16, παρ. 2, και 3 του Συντάγματος βρίσκονται λοιπόν σε μια αδιάσπαστη λειτουργική ενότητα ως προς το περιεχόμενο της θρησκευτικής συνείδησης που πρέπει να καλλιεργείται στα ελληνικά σχολεία, αφού το ένα, δηλαδή το Άρ. 3, προσδιορίζει το περιεχόμενο του άλλου, δηλ. του Άρ. 16, παρ. 2. Συνεπώς, η θρησκευτική συνείδηση, την οποία, σύμφωνα με το Σύνταγμα, έχει υποχρέωση το κράτος να καλλιεργεί στους μαθητές, δεν μπορεί να τροφοδοτείται από καμιά άλλη πηγή παρά μόνον από αυτή του Άρ. 3. Ούτε από τον Βούδα ούτε από τον… Κούδα, κατά τους στίχους γνωστού ασεβούς λαϊκού άσματος, που ενέπνευσε προφανώς τις θρησκειολογικές υστεροβουλίες του κ. Φίλη.

Αν ο κ. Φίλης αδυνατεί να κατανοήσει τον λόγο της ύπαρξης και της λειτουργίας των προαναφερθέντων άρθρων στο σημερινό Σύνταγμα, πρέπει να ξαναδιαβάσει πιο προσεκτικά την Ιστορία του Νεότερου Ελληνισμού. Και όχι βέβαια από τους συνεργάτες του «γενετιστές» ιστορικούς. Τότε μόνο, αν βγάλει τα γυαλιά της εμπάθειας και της προκατάληψης, θα δει καθαρά ότι η Εκκλησία ήταν αυτή που κράτησε ζωντανή τη Συνείδηση του Έθνους, αφού έδωσε τη θαλπωρή των «πτερύγων» της στον υπόδουλο Ελληνισμό την «εποχή των παγετώνων». Και τότε μόνο θα αντιληφθεί γιατί οι πρωταγωνιστές της Εθνεγερσίας δήλωσαν με υπερηφάνεια ότι έλαβαν τα άρματα «πρώτα υπέρ Πίστεως και ύστερα υπέρ Πατρίδος», καθώς επίσης γιατί ο σύγχρονος συντακτικός νομοθέτης –όπως έπραξαν αδιαλείπτως και οι προηγούμενοι σε όλα τα Συντάγματα, από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους– διατήρησε το αιωνόβιο δένδρο του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, που το πότισαν με το αίμα τους οι αείμνηστοι προπάτορές μας. Για τη φροντίδα αυτού του μοναδικού στην παγκόσμια ιστορία δένδρου, το Σύνταγμα αναθέτει στον εκάστοτε υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθήκοντα κηπουρού και όχι υλοτόμου ή «γενετιστή», όπως επιχειρεί να γίνει ο κ. Φίλης. Τα Ελληνόπουλα πρέπει να κουβαλάνε μέσα τους Χριστό και Ελλάδα. Είναι οι βλαστοί του δένδρου της ελληνοχριστιανικής παράδοσης. Και είναι ανεπίτρεπτο για τον υπουργό Παιδείας να αποκόπτει τους βλαστούς από τους φυσιολογικούς χυμούς αυτού του δένδρου ή να τους μπολιάζει με κεντράδια δικής του επινόησης, για να τους μεταλλάξει γενετικά.

 

Γιατί δεν μπορεί να διδάσκεται η Θρησκειολογία στα σχολεία

Η Θρησκειολογία, δηλαδή η εξήγηση των βασικών δοξασιών των διαφόρων θρησκειών, όσο κι αν φαίνεται ελκυστική σε κάποιους, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την υποχρεωτική διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία, διότι, σύμφωνα με όσα ελέχθησαν πιο πάνω, απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Ακόμη όμως κι αν δεν επιβαλλόταν συνταγματικά η διδασκαλία των Θρησκευτικών, και πάλι θα ήταν ανεπίτρεπτη η εισαγωγή της Θρησκειολογίας στα σχολεία της στοιχειώδους και της μέσης εκπαίδευσης, διότι οι Έλληνες μαθητές, στον μεγάλο τους όγκο, έχουν γαλουχηθεί μέσα στα σπίτια τους με τις αρχές και τις αξίες της ελληνοχριστιανικής παράδοσης. Συνεπώς, θα εμφανιζόταν η ελληνική Πολιτεία να πολεμάει έμμεσα, αθέμιτα μάλιστα, την ελληνική οικογένεια, κάνοντας ένα είδος ανεπίτρεπτου προσηλυτισμού σε βάρος της: «Ξεχάστε τι σας λένε οι γονείς σας και ακούστε εμάς εδώ, τους δασκάλους σας, που θέλουμε να σας ανοίξουμε τα μάτια»!

Στην ουσία, βέβαια, το ζήτημα της Θρησκειολογίας δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού στην πράξη οι ανάγκες της Θρησκειολογίας καλύπτονται από τη διδασκαλία των Θρησκευτικών, στο πλαίσιο της οποίας συνήθως τίθενται από τους μαθητές ερωτήματα θρησκειολογικού περιεχομένου. Αυτό το γνωρίζουν καλύτερα από όλους ο κ. Φίλης και οι λοιποί ομοϊδεάτες συνάδελφοί του στην κυβέρνηση ή στη Βουλή, οι οποίοι, αν και έμαθαν τα βασικά γράμματα της στοιχειώδους και της μέσης εκπαίδευσης υπό καθεστώς υποχρεωτικής διδασκαλίας των Θρησκευτικών, δεν εμποδίστηκαν να γίνουν αυτό που ήθελαν: άθεοι.

Από μια άποψη, η διδασκαλία της Θρησκειολογίας θα αναδείκνυε την υπεροχή της Ορθοδοξίας, αφού μέσα από την ανάλυση της διδαχής του Χριστού θα γινόταν κατανοητό τι είναι αυτό που έκανε τα σπίτια στην Ελλάδα να ανοίξουν διάπλατα τις πόρτες και την αγκαλιά τους, για να βοηθήσουν και να φιλοξενήσουν τους αλλόθρησκους λαθρομετανάστες, την ώρα που οι ομόθρησκοι αδελφοί τους τούς κυνηγούν και τους σφάζουν.

 

Συμπέρασμα

Με τα δεδομένα αυτά καθίσταται σαφές ότι η υποχρεωτική διδασκαλία των Θρησκευτικών είναι συνταγματική επιταγή! Στο εύρος μάλιστα της σχετικής συνταγματικής προστασίας εμπίπτουν δύο ακόμη πράγματα: Αφ’ ενός μεν το δικαίωμα της Εκκλησίας να έχει τακτική επικοινωνία με τους μαθητές για την καλλιέργεια της θρησκευτικής τους συνείδησης (άρα, είναι ανεπίτρεπτη η απαγόρευση της εισόδου κληρικών στα σχολεία), αφ’ ετέρου δε η άσκηση veto εκ μέρους αυτής για την ίδρυση Τμήματος Μουσουλμανικών Σπουδών μέσα σε θεολογική σχολή.  Ας το έχει λοιπόν αυτό υπ’ όψη του ο κ. Φίλης. Όσο ισχύουν ακόμη τα Άρ. 3 και 16, παρ. 2 του Συντάγματος, δεν μπορεί να μετατρέψει την προσωπική του απέχθεια ή τις προσωπικές του απόψεις για το θρήσκευμα των Ελλήνων σε θεσμούς, που άμεσα ή έμμεσα βάλλουν εναντίον αυτού.