Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου

 

Οι συνεχιζόμενες διώξεις εναντίον των Χριστιανών στη Μέση Ανατολή αρχίζουν να απασχολούν όλο και περισσότερο την κοινή γνώμη στο εξωτερικό και να συζητούνται και στην Ελλάδα, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση. Είναι θετικό το γεγονός ότι η νέα ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών από την αρχή έχει θέσει το θέμα της προστασίας των χριστιανικών μειονοτήτων, ακολουθώντας, έτσι, τις πρωτοβουλίες των πατριαρχείων, τα οποία με διάφορους τρόπους προσπαθούν να περιορίσουν το κύμα τυφλής βίας και φανατισμού που συχνά καλύπτει τεράστια οικονομικά συμφέροντα. Η στρατολόγηση μισθοφόρων του Ισλαμικού Χαλιφάτου για να πολεμήσουν κυρίως στη Συρία δεν έγινε μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στην Ελλάδα, μεταξύ των Αλβανών. Εδώ δεν επρόκειτο για φανατικούς, αλλά για επαγγελματίες.

Οι φανατικοί προήλθαν είτε από παιδιά μεταναστών στην Ευρώπη είτε από λαούς με ριζοσπαστική παράδοση που ήδη εμπλέκονται σε πολεμικά μέτωπα, όπως οι Τσετσένοι, είτε από θύματα προηγούμενων πολέμων και καθεστώτων, όπως οι σουνίτες του Ιράκ, που πολεμούσαν εναντίον των σιϊτών.

Βέβαια, οι διάφορες εξτρεμιστικές ισλαμικές οργανώσεις έκαναν –και συνεχίζουν να κάνουν– προσηλυτισμό μεταξύ των μουσουλμάνων. Σύμμαχός τους δεν είναι μόνο η φτώχεια, αλλά κυρίως ο αναλφαβητισμός, που καθιστά τους πληθυσμούς αυτούς εύκολα θύματα των προπαγανδιστών της βίας, με θρησκευτικό κάλυμμα. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι εξτρεμιστές στρέφονται εναντίον όχι μόνο των Χριστιανών, αλλά και των μουσουλμάνων, έχει τη σημασία του. Στη Μέση Ανατολή η επαφή του Ισλάμ με το πολιτιστικό περιβάλλον της Μεσογείου είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μορφών συνύπαρξης Χριστιανών και μουσουλμάνων διαφορετικού είδους από όσα γνώριζαν και βίωναν οι τελευταίοι στον Αραβικό ή Περσικό Κόλπο. Επιπλέον, οι αιρετικοί μουσουλμάνοι, που ήταν πιο κοντά στις χριστιανικές αντιλήψεις, είχαν τη μεγαλύτερη διείσδυση μεταξύ των πληθυσμών της Μέσης Ανατολής. Για παράδειγμα, οι αιρετικοί μουσουλμάνοι καλόγεροι έκαναν προσηλυτισμό στην Κρήτη και στα Βαλκάνια, ενώ η ισλαμική θρησκεία απαγορεύει τον μοναχισμό. Επίσης, οι Κούρδοι της Τουρκίας και του Ιράκ έχουν πολλά προϊσλαμικά στοιχεία στη θρησκευτική τους παράδοση. Όλα αυτά οι φανατικοί θέλουν να τα διαγράψουν και να επαναφέρουν τους μουσουλμάνους στον «ορθό δρόμο», κατά την κρίση τους βέβαια. Όταν, λοιπόν, συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο στους ομοθρήσκους τους, τι να περιμένουμε να κάνουν με τους Χριστιανούς;

Βεβαίως, όλα αυτά μακροπρόθεσμα θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στον ίδιο τον ισλαμικό κόσμο. Και θα αποτελέσουν μπούμερανγκ για τους μουσουλμάνους. Από τις τάξεις τους θα προέλθει η απόρριψη όχι μόνο της θρησκευτικής βίας, αλλά και εν μέρει της ίδιας τους της θρησκείας. Αμφιβάλλει κανείς ότι μέσα στο ίδιο το Ιράν ένα μέρος του πληθυσμού –ιδίως το αστικοποιημένο– αποστασιοποιείται όλο και περισσότερο από το καθεστώς των μουλάδων;

Οι ευθύνες της Δύσης είναι εξαιρετικά μεγάλες, αφού υπέσκαψε τα κοσμικά καθεστώτα της περιοχής και εξέθρεψε τον ισλαμικό φανατισμό

Η προστασία των Χριστιανών σήμερα φαντάζει εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, ενώ η μαζική μετανάστευσή τους φαίνεται να δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα. Η παρατεταμένη αστάθεια στις χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής έχει δημιουργήσει μια χαώδη κατάσταση και οι ευθύνες της Δύσης είναι εξαιρετικά μεγάλες, αφού υπέσκαψε τα κοσμικά καθεστώτα της περιοχής και εξέθρεψε τον ισλαμικό φανατισμό, τον οποίο επιχειρεί εκ των υστέρων να ελέγξει. Το μέλλον, όμως, δεν ανήκει στο Ισλαμικό Χαλιφάτο, αλλά σε κοινωνίες οι οποίες θα μπορούν να συνυπάρχουν ειρηνικά, παρά τις μεταξύ τους εθνικές, θρησκευτικές ή πολιτιστικές διαφορές. Η Ελλάδα επλήγη και αυτή έμμεσα από συνεχιζόμενη βία, αφού δέχεται ατέλειωτα κύματα μεταναστών και κινδυνεύει με πληθυσμιακή αλλοίωση ενώπιον μιας κυνικής και αδιάφορης Ευρώπης. Μπορεί, όμως, και πρέπει να έχει λόγο στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση.