Του Αρχιμ. Διονυσίου Χατζηαντωνίου, Εφημερίου του Ι. Ν. Αγίας Φιλοθέης Δήμου Φιλοθέης - Ψυχικού, Δρος Θεολογίας

 

Στις 18 Απριλίου 2016 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απέστειλε στις Ιερές Μητροπόλεις Εγκύκλιο Σημείωμα το οποίο έχει ως θέμα «Περί Νομοκανονικών και Ποιμαντικών συνεπειών εκ του Νόμου περί του Συμφώνου Συμβιώσεως». Μέσω του Εγκυκλίου αυτού του Σημειώματος καλούνται οι εφημέριοι όχι μόνο να λάβουν γνώση για τις πνευματικές συνέπειες που προκύπτουν από τον Νόμο 4356/2015, αλλά και να εφαρμόσουν ό,τι τους ζητείται από την Εκκλησία.

Με το Εγκύκλιο αυτό Σημείωμα, το οποίο συνοψίζει τις εν Συνόδω εκφρασθείσες απόψεις της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η Εκκλησία μας ορίζει ποιες είναι οι Νομοκανονικές και Ποιμαντικές συνέπειες εκ του Νόμου περί του Συμφώνου Συμβιώσεως.

Εν συντομία, από τους μελλονύμφους ζητείται, μαζί με τα άλλα παραστατικά για την έκδοση άδειας Γάμου, και το Πιστοποιητικό Οικογενειακής Κατάστασης από το Ληξιαρχείο του Δήμου, για να γνωρίζουν οι εφημέριοι εάν οι μελλόνυμφοι έχουν προηγουμένως τελέσει Πολιτικό Γάμο ή Σύμφωνο Συμβίωσης. Αναφορικά με την τέλεση του Μυστηρίου του Βαπτίσματος στα παιδιά των ζευγαριών που έχουν συνάψει Σύμφωνο Συμβίωσης, το Βάπτισμα τελείται κατά συγκατάβαση εκκλησιαστική, είτε το Σύμφωνο είναι σε ισχύ είτε δεν είναι. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση υιοθεσίας. Τέλος, δεν επιτρέπεται στα πρόσωπα που έχουν συνάψει Σύμφωνο Συμβίωσης να παρίστανται στο Μυστήριο του Βαπτίσματος ως Ανάδοχοι και στο Μυστήριο του Γάμου ως Παράνυμφοι. Γι’ αυτό και ζητείται εφεξής και το Πιστοποιητικό Οικογενειακής Κατάστασης των υποψήφιων Αναδόχων ή Παρανύμφων.

Ένα πρώτο σχόλιο που θα μπορούσε να κάνει κάποιος είναι σίγουρα ότι η Εκκλησία είναι αυστηρή, κυρίως όσον αφορά τους κουμπάρους των Μυστηρίων. Είναι όμως έτσι; Σε μια σχετική δήλωση ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος ανέφερε: «Η Εκκλησία έχει τα πιστεύω της. Αυτοί που είναι στην Εκκλησία και πιστεύουν έχουν έναν τρόπο ζωής. Ό,τι είναι έξω από αυτό είναι εκτροπή από τη ζωή της Εκκλησίας».

Η Εκκλησία σαφέστατα και δεν έχει το δικαίωμα να επέμβει στον τρόπο ζωής των ανθρώπων που άμεσα ή έμμεσα αποκόπηκαν από εκείνη, όμως σαφέστατα και έχει το δικαίωμα να θέτει τους δικούς της όρους και κανόνες αναφορικά με θέματα που αφορούν την πίστη της, τον τρόπο ζωής που προσφέρει και τη σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες τέλεση των Μυστηρίων της, στα οποία δεν μπορούν να υπάρχουν κανενός είδους εξωτερικές επεμβάσεις, αλλοιώσεις και εκπτώσεις. Έτσι, πολύ απλά, σύμφωνα με τα πιστεύω της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όποιος βαπτισμένος Χριστιανός επιθυμεί να μην είναι ενεργό μέλος της δεν εμποδίζεται από κανέναν να το πράξει και ουδέποτε θα του ζητηθούν εξηγήσεις. Αφ’ ης στιγμής, όμως, θελήσει να ενεργοποιήσει άμεσα ή έμμεσα τη χριστιανική του ιδιότητα, οφείλει να ακολουθήσει τους κανόνες της Εκκλησίας.

Το σύμφωνο ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ συμβίωσης, όπως είναι και ο πλήρης τίτλος του, σαφέστατα δεν είναι γάμος, επομένως η Εκκλησία μας δεν το προτείνει ως ασφαλή οδό σωτηρίας στα παιδιά της που επιθυμούν να νυμφευθούν και να δημιουργήσουν οικογένεια. Επομένως, όσοι έχουν επιλέξει ως τρόπο ζωής τη ζωή της Εκκλησίας θα ακολουθήσουν ανεπιφύλακτα την πρόταση της Εκκλησίας και θα της ζητήσουν να ευλογήσει την ένωσή τους.

Επικαλούμαι και πάλι μια δήλωση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου μας: «Κάποτε η κοινότητα ήταν και η ενορία. Η Εκκλησία ήταν και ο Δήμος. Σήμερα βλέπουμε διαφορετικά πράγματα. Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που λέει πως δεν θέλει να μας ξέρει ή να ενδιαφερόμαστε για αυτούς. Εμείς, όμως, έχουμε καθήκον να τους αγαπάμε. Έχουμε καθήκον να ενδιαφερόμαστε, είτε είναι λευκοί είτε μαύροι, είτε είναι πιστοί είτε μέτρια πιστοί. Η αγάπη μας, όμως, αυτή μας δίνει το δικαίωμα να μπούμε στη ζωή τους και να τους υποδείξουμε τον τρόπο με τον οποίο θα ζουν; Είναι ένα ερώτημα για μένα ως Χριστιανό, ως ποιμένα, ως Αρχιεπίσκοπο, αλλά ακόμη και ως άνθρωπο που πρέπει να προβληματίζεται».

Αναμφισβήτητα, λοιπόν, κανείς, ούτε καν η αγάπη που ως ποιμένες έχουν καθήκον οι ιερείς να δείχνουν σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως, δεν τους δίνει το δικαίωμα να μπουν στη ζωή οποιουδήποτε ανθρώπου και να του υποδείξουν τον τρόπο με τον οποίο θα ζει. Ο καθένας, λοιπόν, μπορεί, μέσα στο πλαίσιο, βέβαια, των Νόμων της Πολιτείας, να ακολουθεί όποιον τρόπο ζωής επιθυμεί, όμως και η Εκκλησία δεν μπορεί να αδιαφορήσει στα νέα δεδομένα που είναι αντίθετα με τα πιστεύω της και τον τρόπο ζωής της. Γι’ αυτό και θεωρεί καθήκον να τα επισημαίνει και να τα επεξηγεί βασισμένη πάντοτε στην Αγία Γραφή, στους Ιερούς Κανόνες και στην δισχιλιετή εμπειρία της και να καλεί όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς, να εναρμονισθούμε σε αυτά, εάν βέβαια επιθυμούμε να ζούμε υπό τη σκέπη των πτερύγων της.