Αρχική » Ένα οδοιπορικό στη Βόρειο Ήπειρο

Ένα οδοιπορικό στη Βόρειο Ήπειρο

από kivotos

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

 

Ξεκινήσαμε με μια μεγάλη παρέα εκλεκτών φίλων να πάμε και να γιορτάσουμε φέτος την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου στην Βόρειο Ήπειρο. Εκεί όπου γράφτηκε το έπος 1940. Προγραμματισμένοι σταθμοί της προσκυνηματικής μας ανάβασης ήταν το Αργυρόκαστρο, η Κλεισούρα, η Κορυτσά, η Δερβιτσάνη, οι Άγιοι Σαράντα και η Χειμάρρα. Και βέβαια οι Βουλιαράτες, όπου θα γινόταν ο εορτασμός της ημέρας και η δοξολογία. Πώς να περιγράψει κάποιος την πλημμυρίδα των συναισθημάτων που νιώσαμε σε εκείνα τα αγιασμένα από τη θυσία των ηρώων μας χώματα; Συναισθήματα έντονα, που έκαναν πολλές φορές τα μάτια μας να βουρκώσουν. Η εναλλαγή τους στην ψυχή μας ήταν γρήγορη σαν τα πλάνα μιας ταινίας. Πριν προλάβει να καταλαγιάσει στην καρδιά το ένα συναίσθημα, ερχόταν το άλλο. Κάθε δρασκελιά και ένα συναίσθημα. Ρίγος, υπερηφάνεια και ευλαβική γονυκλισία για τους νεκρούς ήρωες. Θαυμασμός και συγκίνηση για την αποφασιστικότητα και το εκπληκτικό σφιχταγκάλιασμα μεταξύ των ζωντανών μαρτύρων, που φυλάνε με υψηλό εθνικό φρόνημα Θερμοπύλες, έστω κι αν είναι σήμερα λιγότεροι και από τους Τριακοσίους. Αποστροφή και μερικές φορές αγανάκτηση για την απουσία του Ελληνικού Κράτους, ενώ θα έπρεπε να είναι συνεχώς δίπλα σε αυτούς τους υπέροχους ακρίτες και θεματοφύλακες της αληθινής Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που παρά τη φτώχεια και τη μοναξιά της διαφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού τις παραδοσιακές αξίες που έθρεψαν διαχρονικά τον Ελληνισμό.

Οι ήρωες μας υποδέχονται στο Αργυρόκαστρο

Ήταν προχωρημένη η νύχτα σαν φτάσαμε στο Αργυρόκαστρο. Δεν είδαμε φυσικά τίποτε από το όμορφο τοπίο της πόλης, που μας αποκάλυψε η επόμενη μέρα. Μόνο ψηλά πάνω από το φωτισμένο κάστρο βλέπαμε κάποια αστραφτερά πετάγματα στον ουρανό. Θαρρώ πως ήταν οι ψυχές των τιμημένων νεκρών της πατρίδας που φτερουγίζανε στον σκοτεινό ορίζοντα και μας καλωσορίζανε με τη φωτεινάδα του χαμογέλιου τους, προσκυνητές στα μέρη της θυσίας τους. Την άλλη μέρα το πρωί έγινε ο εορτασμός της επετείου στους Βουλιαράτες, ένα μικρό ελληνικό χωριό κοντά στο Αργυρόκαστρο. Στολισμένοι οι δρόμοι του χωριού με ελληνικές σημαίες, όπως ακριβώς και στη διπλανή Δερβιτσάνη. Μόνο τα χρώματα σου θυμίζανε την Ελλάδα που γνωρίζουμε όλοι. Τα βιώματα όμως που ζούσες για λίγο εκεί σου δείχνανε μια άλλη Ελλάδα. Παραδοσιακή, δεμένη σφιχτά με τις αξίες που υπερασπίστηκαν οι ήρωες του ’40. Και ας μη γελιόμαστε, αυτή είναι η αληθινή Ελλάδα. Στη συνέχεια ακολουθήσανε τα απανωτά ραντεβού μας με την ιστορική μνήμη, τους νεκρούς ήρωες και τους ζωντανούς μάρτυρες της Βορείου Ηπείρου.

Η ιστορική μνήμη γίνεται ζωντανή μαρτυρία

Καθώς βλέπαμε τα μέρη του Βορειο-Ηπειρωτικού Μετώπου ακούγαμε νοερά μέσα μας ο καθένας τον ορυμαγδό της μάχης: τις αδιάκοπες ντουφεκιές των όπλων, τις ριπές των πολυβόλων, το σύνθημα εφόδου του σαλπιστή, τις κραυγές πόνου και τους αναστεναγμούς των τραυματισμένων. Πολλοί από αυτούς έμειναν για πάντα ανάπηροι. Άλλοι δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν από τα βαριά τραύματά τους. Πέθαναν και ενώθηκαν έτσι με τη χορεία των αθανάτων ηρώων που είχαν σκοτωθεί πρωτύτερα επί τόπου από τις σφαίρες ή τις οβίδες του εχθρού, αλλά και με όσους τους ακολούθησαν αργότερα στην αθανασία. Δεν φυσούσε εκείνες τις μέρες. Και όμως, νιώθαμε όλοι το θρόισμα ενός αλλιώτικου «αέρα», που είχε γίνει τότε πολεμική ιαχή. Ηταν η οργισμένη κραυγή των παιδιών της Ελλάδας που έτρεπε σε φυγή τους αναιδείς εισβολείς: «Αέρα», «αέρα» !

Προσοχή! Αιμοφόρα βλάστηση και χώμα που μιλάει

Φέρνοντας στο μυαλό μας αυτά που γνωρίζαμε από την Ιστορία, αλλά και όσα ακούγαμε εκεί από τους ντόπιους για χιλιάδες άταφους νεκρούς, μόλις πλησιάζαμε σε κάποιο ξακουστό πεδίο μάχης διστάζαμε να πατήσουμε τις βουνοπλαγιές, στις οποίες όλη η βλάστηση ήταν ποτισμένη με το αίμα των χιλιάδων ηρώων εκείνου του πολέμου και το χώμα έκρυβε στα «σπλάχνα» του διάσπαρτα κορμιά πολλών αγνώστων υπερασπιστών της Πατρίδας. Το ενδεχόμενο να πατήσεις την καρδιά ενός ήρωα, που θα σου φώναζε να μεριάσεις το πόδι σου, αλλά και η πιθανότητα να γεμίσουν τα δάχτυλά σου αίμα, εάν δοκίμαζες να κόψεις ως ενθύμιο κάποιο αγριολούλουδο ή ένα κλαρί κάποιου δέντρου, σε κρατούσε με δέος μακριά από τη σκέψη να κάνεις κάποια κίνηση επάνω στη χορταριασμένη γη. Σαν να είχαμε συνεννοηθεί όλοι μεταξύ μας, ακολουθούσαμε πιστά μια σιωπηρή υπόδειξη: «Μην πατάς πουθενά. Μην ακουμπάς τίποτε. Καλύτερα να αφήσεις τα συναισθήματά σου να σε πάνε στο μέρος που θέλεις. Προσκύνημα είναι και η ευλαβική θωριά, όταν υπάρχει κίνδυνος να πονέσεις την καρδιά ενός ήρωα». Δεν αποφύγαμε ωστόσο το πάτημα εκείνης της αγιασμένης γης κάποια στιγμή, όταν σιγουρευτήκαμε για το μέρος που πατούσαμε. Ήταν το «κτήμα Μπρίκου» σε ένα χωριό της Χειμάρρας, μέσα στο οποίο έπεσαν έξι παλικάρια. Η οικογένεια τα έκλαψε και τα μοιρολόγησε σαν δικά της παιδιά. Και τα έθαψε με ευλάβεια στο χωράφι της, όπως μας έλεγε συγκινημένη η γιαγιά Ερμιόνη, που μας περίμενε να μας ξεναγήσει και να μας πει δυο λόγια στο νεκροταφείο-κτήμα της. Δεν έκανε σπουδαία επιτάφια πράγματα η οικογένεια Μπρίκου. Δεν θα το ήθελαν άλλωστε οι ήρωες. Έξι ξύλινοι σταυροί πάνω από το χώμα στο σημείο ακριβώς όπου ξεψύχησαν αυτά τα λεβεντόπαιδα. Και ένα μικρό λιβανιστήρι με δυο-τρία κεριά κρεμασμένα από τους σταυρούς. Δεν είχαν καν τα ονόματα των νεκρών ηρώων. Αυτά μαζί με τον βαθμό και τον τόπο καταγωγής τού καθενός ήταν χαραγμένα σε μια όρθια μεγάλη μαρμάρινη πλάκα στην άκρη του κτήματος. Έσκυβες να φιλήσεις τον ξύλινο σταυρό και μόλις προσπαθούσες να σηκωθείς ένιωθες να σε κρατάει κάτι. Ήταν η φωνή του ήρωα μέσα από το χώμα: «Στάσου, μη φεύγεις. Θέλω να σου πω δυο λόγια. Εμείς, όπως βλέπεις, θυσιάσαμε τη ζωή μας για να σας παραδώσουμε την πατρίδα ελεύθερη. Τι την κάνατε αυτή την ελευθερία; Τι θυσιάσατε εσείς, για να υπερασπιστείτε την πατρίδα και την ελευθερία; Και τούτα δω τα χώματα της Βορείου Ηπείρου, την οποία επίσης σας παραδώσαμε ελεύθερη; Προδώσατε τις αξίες που σας αφήσαμε παρακαταθήκη και γι’ αυτό τα βγάλατε όλα στο σφυρί. Δεν κλαίμε τον χαμό τον δικό μας. Τη δική σας κατάντια κλαίμε. Δεν είστε σεις οι αληθινοί μας απόγονοι. Τούτοι δω οι μάρτυρες είναι. Τους είδατε χτες στον εορτασμό της επετείου μέσα στην Εκκλησία και έξω από αυτήν. Μαθητές και γονείς ψέλνανε όλοι μαζί στη Λειτουργία και όλοι κοινωνήσανε στο τέλος. Τέτοια γεγονότα τα βιώνουν ως μυσταγωγία ψυχών και όχι, όπως εσείς, που τα γιορτάζετε σε ένα κλισέ τυπικού πανηγυρισμού με κάποια κούφια λόγια, τα οποία αναλώνονται μέσα στον χρόνο της γιορτής και ύστερα χάνονται, αφού δεν συνοδεύονται από έργα. Είστε χειρότεροι και από τον άσωτο υιό της παραβολής, διότι αυτός μετάνιωσε και άλλαξε πορεία. Αντίθετα, εσείς συνεχίζετε τον ίδιο δρόμο της απώλειας. Είστε γεμάτοι αλαζονεία και έπαρση, επειδή καταφέρατε να μάθετε δυο αράδες γράμματα περισσότερα από μας. Σας αλλοτρίωσε η “Κίρκη” της γνώσης. Νομίζετε ότι κάτι είστε. Στην ουσία όμως δεν είστε τίποτε, αφού πιστεύετε πια στο τίποτε. Γινήκατε ένα με αυτό. Τι μπορεί να περιμένει κάποιος από μια Ελλάδα του τίποτε; Αυτά και πολλά άλλα τέτοια λόγια θα σας μαστιγώνουν συνέχεια, μήπως μπορέσετε, όσο είναι ακόμη καιρός, να αφυπνισθείτε και να ξαναγίνετε αληθινοί Έλληνες».

Οι άταφοι νεκροί ήρωες μας δικάζουν

Ο διάλογος με τους νεκρούς ήρωες δεν τελείωσε στη Χειμάρρα. Συνεχίστηκε σε μια όμορφη πέτρινη εκκλησία κοντά στην Κλεισούρα, στον περίβολο της οποίας βρίσκονται πολλά κενοτάφια. Μνήματα άδεια, που έχουν μόνο σταυρούς. Και είναι άδεια τα μνήματα, όχι διότι αναστήθηκαν οι νεκροί -οι ήρωες δεν πεθαίνουν ποτέ-, αλλά απλούστατα διότι δεν ετάφησαν ποτέ λόγω άρνησης της αλβανικής κυβέρνησης να επιτρέψει για ευνόητους λόγους την ταφή τους. 7.500 άταφοι νεκροί μας δικάζουν όλους και μας φωνάζουν μέσα από τα κουτιά, στα οποία είναι στοιβαγμένα τα οστά τους: «Με το αίμα το δικό μας γράφτηκαν μετά τη λήξη του πολέμου οι ευρωπαϊκές και άλλες διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και ανθρώπινο δικαίωμα δεν είναι μόνο το δικαίωμα στη ζωή, αλλά και το δικαίωμα στην ταφική φροντίδα, σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις του λαού, στον οποίο ανήκουν οι νεκροί. Εσείς τα παιδιά μας και οι άλλοι οι μεγάλοι, που ξέρετε τι σας πρόσφερε η θυσία μας, γιατί αφήσατε αυτές τις Συμβάσεις να μείνουν άψυχα κείμενα και να μη μετουσιωθούν σε έμπρακτη συνηγορία των δικαιωμάτων μας; Πότε θα βρουν, επιτέλους, ανάπαυση οι ψυχές μας;».

Οι μάρτυρες της Βορείου Ηπείρου περιμένουν να φανεί η Ελλάδα

Τρεις φορές ελευθερώθηκε η Βόρειος Ήπειρος (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Πόλεμος του ’40) και όμως εξακολουθεί να είναι σκλαβωμένη! Είναι βαριά η ευθύνη της Ελλάδος γι’ αυτό. Πώς να αντέξει κάποιος τη διαδικασία της «ταφής» μιας ακόμη χαμένης Πατρίδας; Δεν είναι μόνο το έγκλημα του Σαμαρά το 1990, που τράβηξε το μεγαλύτερο κομμάτι της βορειο-ηπειρωτικής ομογένειας στην Ελλάδα, αντί να το κρατήσει εκεί και να το στηρίξει. Είναι και η εικόνα της πλήρους εγκατάλειψης, την οποία βιώνουν σήμερα οι λιγοστοί κάτοικοι της ομογένειας που έχουν μείνει εκεί. Τους παίρνουν τα σπίτια με πλαστούς τίτλους Αλβανών διεκδικητών. Και, όταν δεν τα καταφέρνουν, τους τα γκρεμίζουν για δήθεν ανάπλαση κάποιου σχεδίου, όπως έγινε πρόσφατα στη Χειμάρρα, την αλβανική Ριβιέρα. Τους κατηγορούν και τους φυλακίζουν με φτιαχτές κατηγορίες, όπως έγινε πριν από 20 περίπου χρόνια με τη δίκη των «5», των οποίων μοναδικό «έγκλημα» ήταν η υποστήριξη των δικαιωμάτων της ομογένειας. Κάποτε τους σκοτώνουν κιόλας, αν χρειαστεί, όπως συνέβη με την περίπτωση του τελευταίου Εθνομάρτυρα Αριστοτέλη Γκούμα, που τον σκότωσαν πριν από μερικά χρόνια στη Χειμάρρα αλβανοί εθνικιστές, επειδή μιλούσε ελληνικά με την παρέα του! Παρ’ όλα αυτά δεν λυγίζουν. Δεν γονατίζουν. Δεν φεύγουν, όπως επιδιώκει η Αλβανία. Αντίθετα, χαλυβδώνεται περισσότερο η ψυχή τους. Και τους θαυμάζεις περισσότερο όταν ακούς να σου το λένε με τόση λεβεντιά, όλοι ανεξαιρέτως οι κάτοικοι της ομογένειας. Το ερώτημα όμως είναι ένα και είναι αμείλικτο: Πού βρίσκεται η Ελλάδα στον χάρτη αυτής της καταπίεσης; Τι κάνει για να στηρίξει αυτούς τους μάρτυρες; Αν δεν μπορεί να βρει δικές της λύσεις, ας αντιγράψει τουλάχιστον τη στάση των Τούρκων στη Θράκη, αλλά και των Αλβανών στο Κόσοβο. Τόσο ανίκανοι και άχρηστοι είμαστε πια;

Μια ευχή-κατευόδιο: «Μη μας ξεχνάτε»

Καθώς φεύγαμε φορτωμένοι βιώματα από τη Βόρειο Ήπειρο, ακούγαμε από όλους μια ευχή: «Μη μας ξεχνάτε. Δεν θέλουμε χρήματα ή άλλα υλικά αγαθά. Να μας θυμόσατε θέλουμε στην προσευχή σας (ακούς, κ. Φίλη) και να στεκόσατε δίπλα μας. Ελάτε πάλι ή στείλτε και άλλους εδώ. Δεν ξέρετε πόση δύναμη μας δίνει η παρουσία σας σε αυτά τα μέρη».    

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ