Του Χρήστου Γ. Κτενά

 

Ο θάνατος του Φιντέλ Κάστρο πριν από λίγες ημέρες πυροδότησε και στην Ελλάδα μια ευρεία συζήτηση για τι τελικά αυτός προσέφερε στην Κούβα. Άλλοι εστίασαν στο ανελεύθερο και αυταρχικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε για πάνω από μισό αιώνα, ενώ άλλοι τόνισαν τα μεγάλα επιτεύγματα της χώρας κυρίως σε Παιδεία και Υγεία, αλλά και το σκληρό αμερικανικό εμπάργκο. Σε όλη αυτή τη συζήτηση, όμως, για εμάς είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να δούμε τη σχέση Φιντέλ Κάστρο και θρησκείας, η οποία χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα περίπλοκη και έχει -ανάμεσα στα άλλα- και μια γεύση από Ορθοδοξία!

 

Το κράτος είναι άθεο

Σχηματικά, μπορούμε να χωρίσουμε τη σχέση του κουβανικού καθεστώτος με την οργανωμένη θρησκευτική πίστη σε δύο μεγάλες περιόδους. Η πρώτη ξεκινά το 1959 με την εγκαθίδρυση της επαναστατικής εξουσίας. Αν και τυπικά το καθεστώς του Κάστρο δεν απαγόρευε τη δράση των διάφορων θρησκειών, στην πραγματικότητα η Καθολική Εκκλησία, στην οποία ανήκε σχεδόν το 90% των κατοίκων, δέχθηκε σφοδρή επίθεση. Πάνω από 400 καθολικά σχολεία έκλεισαν, όπως και ιερατικές σχολές, ενώ δημεύθηκε το μεγαλύτερο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Το ενδιαφέρον είναι ότι τόσο ο Φιντέλ Κάστρο όσο και ο αδερφός του Ραούλ (που τον διαδέχθηκε στην εξουσία το 2006) είχαν βαπτιστεί, ενώ πέρασαν τα μαθητικά τους χρόνια σε καθολικά σχολεία, αρχικά στο ιησουιτικό Dolores, στην πόλη του Σαντιάγο, και στη συνέχεια στο επίσης ιησουιτικό Colegio de Belen, στην Αβάνα. Η καθολική παιδεία τους όμως δεν επηρέασε την τότε τακτική τους κατά της Καθολικής Εκκλησίας, στην οποία χρέωναν συνεργασία με το αυταρχικό καθεστώς Μπατίστα, το οποίο είχαν ανατρέψει, ενώ και γενικότερα της απέδιδαν οπισθοδρομικό ρόλο, που εγκλώβιζε μεγάλο μέρος του πληθυσμού μακριά από τα επαναστατικά και κομμουνιστικά ιδεώδη.

Είναι σημαντικό εδώ να τονίσουμε πως ρόλο στην αντικαθολική στάση του καθεστώτος του Κάστρο έπαιξε και η συμμετοχή κάποιων στελεχών της Εκκλησίας στην αποτυχημένη απόβαση αντικαθεστωτικών Κουβανών στον Κόλπο των Χοίρων το 1961. Η εισβολή αυτή, που είχε οργανωθεί από τη CIA, κατέληξε σε καταστροφή για τους αντικαθεστωτικούς, με αποτέλεσμα να στιγματιστεί και ο τοπικός καθολικισμός.

Ανάμεσα στις αποφάσεις του καθεστώτος ήταν η απαγόρευση ένταξης στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας όσων είχαν έντονη θρησκευτική δράση. Επίσης, απαγορεύθηκε κάθε δράση προσηλυτισμού, καταργήθηκε η αργία των Χριστουγέννων, ενώ πολλοί καθολικοί ακτιβιστές κατέληξαν στη φυλακή ή σε διάφορα στρατόπεδα «αναμόρφωσης».

Η τακτική αυτή αποδυνάμωσε σοβαρά την Καθολική Εκκλησία, με χιλιάδες ιερείς και μοναχούς να φεύγουν από το νησί. Ως αντίδραση, εμφανίστηκε το φαινόμενο των «οικιακών εκκλησιών», δηλαδή της συγκέντρωσης μικρού αριθμού πιστών σε διάφορα σπίτια για να προσεύχονται. Οι εκτιμήσεις για αυτούς τους ανεπίσημους χώρους λατρείας ποικίλλουν από 2.000 έως 10.000 και είναι κάτι που το καθεστώς πότε έβαζε στο στόχαστρο και πότε το ανεχόταν. Ακόμη, αναπτύχθηκε η Σαντερία, μια ιδιότυπη τοπική θρησκεία, που αναμιγνύει στοιχεία από τη Δυτική Αφρική και τον Καθολικισμό, περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο την εικόνα της θρησκευτικής πίστης στην Κούβα.

Πάντως, η λειτουργία της Καθολικής Εκκλησίας συνεχίστηκε στη χώρα, αν και υπό διαρκή παρακολούθηση και καταπίεση, με τους τοπικούς ιερείς και επισκόπους να αποφεύγουν τη διαρκή αντιπαράθεση με το καθεστώς. Ακόμη, τα ίδια προβλήματα αντιμετώπιζαν οι μικρές κοινότητες προτεσταντών, Ορθοδόξων, βουδιστών και μουσουλμάνων.

 

Η μεγάλη αλλαγή του ’90

Η κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έφερε και στην Κούβα τη μεγάλη αλλαγή στη σχέση της με τη θρησκευτική πίστη. Ο λόγος ήταν απλός: Η χώρα είχε ως κύρια πηγή εισοδήματος τις εξαγωγές ζάχαρης στην ΕΣΣΔ και τα άλλα κομμουνιστικά καθεστώτα, ενώ λάμβανε και σημαντική βοήθεια από αυτά. Το αποτέλεσμα της κατάρρευσης ήταν μια σοβαρότατη οικονομική κρίση, η οποία ώθησε το κουβανικό καθεστώς σε μεταρρυθμίσεις, για να προσελκύσει επενδύσεις από το εξωτερικό, αλλά και για να βελτιώσει τη διεθνή εικόνα του. Έτσι, στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1992 άλλαξε ο χαρακτηρισμός του κράτους από άθεο σε κοσμικό, ενώ απαγορεύθηκε κάθε είδους διάκριση σε σχέση με τα θρησκευτικά πιστεύω.

Στην πράξη, το καθεστώς χαλάρωσε την πίεση που ασκούσε στις τοπικές Επισκοπές, ενώ, από την πλευρά τους, οι καθολικοί ιερείς ένιωσαν αρκετά ισχυροί ώστε να καταδικάσουν δημόσια τις αντιδημοκρατικές πρακτικές του Κάστρο. Ο ίδιος πάντως δεν πτοήθηκε από αυτές τις αντιδράσεις και το 1996 έκανε το μεγάλο βήμα, επισκεπτόμενος τον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β’ στο Βατικανό. Η επίσκεψη ανταποδόθηκε το 1998 και χαρακτηρίστηκε κοσμοϊστορική για τη χώρα. Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος σε πολλές ομιλίες του τόνισε την ανάγκη να επιστρέψει η κοινωνία στον καθολικισμό (καθώς πλέον μόνο το 60% του πληθυσμού ταυτιζόταν με το Βατικανό, ενώ από αυτούς μόλις το 5% εκκλησιαζόταν τακτικά), ενώ μίλησε για «ελπίδα και αγάπη», κάτι που θεωρήθηκε και ως ένα διπλωματικό αντικαθεστωτικό μήνυμα.

Η επίσκεψη αυτή οδήγησε σε περαιτέρω χαλάρωση των αντιεκκλησιαστικών μέτρων του καθεστώτος, αν και πολλές μεταρρυθμίσεις που ανέμενε η Καθολική Εκκλησία δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Πάντως, σημειώθηκαν αύξηση των ιερέων (η Κούβα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 είχε τη χειρότερη αναλογία ιερέων ανά κατοίκους στη Λατινική Αμερική), σημαντική αύξηση των βαπτίσεων, ανακαινίσθηκαν κάποιες εκκλησίες και ιδρύματα, ενώ καθολικές φιλανθρωπικές οργανώσεις ανέλαβαν δράση στη χώρα, ανοίγοντας γηροκομεία και νοσοκομεία. Επίσης, καθιερώθηκαν ξανά ως αργίες η ημέρα των Χριστουγέννων και η Μεγάλη Παρασκευή.

Η προσέγγιση Βατικανού και Κούβας συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, με νέες επισκέψεις Παπών, το 2012 από τον Βενέδικτο ΙΣΤ’ και το 2015 από τον Πάπα Φραγκίσκο, ενώ είναι σημαντικό να τονίσουμε πως η τοπική Σύνοδος των Κουβανών Καθολικών Επισκόπων έχει καταδικάσει το αμερικανικό εμπάργκο, κάτι που εν μέρει υποστήριξε και η ισχυρότατη Σύνοδος των Καθολικών Επισκόπων των ΗΠΑ.

Έτσι, αν και σήμερα το θρησκευτικό τοπίο στην Κούβα παραμένει μια γκρίζα ζώνη, με το γραφειοκρατικό καθεστώς να βάζει διάφορα εμπόδια στην ελεύθερη άσκηση των πιστεύω των πολιτών, είναι μάλλον φανερό πως ειδικά η Καθολική Εκκλησία έχει ισχυροποιηθεί θεσμικά. Μια ισχυροποίηση η οποία «χτίστηκε» σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες και ήταν το αποτέλεσμα ενός περίπλοκου διπλωματικού παιγνίου. Με το καστρικό καθεστώς, από τη μια πλευρά, να αναζητά επενδύσεις και στήριξη και την Καθολική Εκκλησία, από την άλλη, να επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί στην Κούβα, χωρίς όμως να αποξενώσει τους ντόπιους πιστούς που υποφέρουν από το αμερικανικό εμπάργκο. ΄

Ταυτόχρονα, το Βατικανό τα τελευταία χρόνια έχει συνολικά ανασχεδιάσει την πολιτική του αναφορικά με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής όπου το κουβανικό καθεστώς έχει ακόμη ιδιαίτερη αίγλη. Η νέα αυτή πολιτική επιχειρεί να αντιπαλέψει την έντονη δράση των προτεσταντών, που αποκτούν όλο και μεγαλύτερο εκκλησίασμα -κάτι που συμβαίνει και στην Κούβα-, αλλά και να διαχειριστεί τη λατινοαμερικανική «εκφορά» του καθολικού δόγματος, που ονομάζεται «θεολογία της απελευθέρωσης». Την αντίληψη δηλαδή της χριστιανικής θρησκείας από την πλευρά των φτωχών και των καταπιεσμένων. Ενός κοινού δηλαδή που μπορεί ταυτόχρονα να προσεύχεται στην Εκκλησία, να μετέχει σε κάποιο παραδοσιακό έθιμο με αφρικανικές καταβολές και να θυμάται με νοσταλγία τα εθνικοαπελευθερωτικά και αντιαποικιοκρατικά κηρύγματα του Φιντέλ Κάστρο, του Τσε Γκεβάρα και του Σιμόν Μπολίβαρ!

 

Η επίσκεψη Βαρθολομαίου και η συνάντηση με τον Κάστρο

Στο πλαίσιο των ανοιγμάτων της Κούβας προς τους παγκόσμιους θρησκευτικούς ηγέτες, μια σημαντική στιγμή για την Ορθοδοξία ήταν και η εκεί επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου το 2004. Η επίσκεψη έγινε για να τελέσει ο Πατριάρχης τα εγκαίνια ενός νέου Ορθόδοξου ναού, αφιερωμένου στον Άγιο Νικόλαο. Η συγκεκριμένη εκκλησία είχε χτιστεί από το κουβανικό καθεστώς στη θέση ενός παλαιότερου ναού, που ανήκε στο Πατριαρχείο, αλλά είχε μετατραπεί σε θέατρο - κίνηση η οποία δρομολογήθηκε μετά από διακριτικές παρεμβάσεις και διεθνείς κινήσεις, με το Φανάρι να ασκεί επιτυχημένα τη δική του εκκλησιαστική διπλωματία.

Το σημαντικό ήταν πως τον Παναγιώτατο τον υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο ο ίδιος ο Φιντέλ, στη συνέχεια είχε πολλές συναντήσεις μαζί του, ενώ παρέστη και στα θυρανοίξια του ιερού ναού προσφέροντας στον Πατριάρχη τα κλειδιά και τους τίτλους ιδιοκτησίας. Μάλιστα, η κίνηση αυτή απαθανατίστηκε και σε ψηφιδωτό, στον εξωτερικό τοίχο της εκκλησίας, με μια τρίγλωσση επιγραφή, στα ελληνικά, ισπανικά και αγγλικά, να λέει τα εξής:

«Ο καθεδρικός τούτος ναός είναι δώρον του λαού της Κούβας προς την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησία και τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Βαρθολομαίον.

Φιντέλ Κάστρο Ρουζ. Νοέμβριος 2003». 

Συνολικά, η επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη και η περιοδεία του στην Κούβα προβλήθηκαν από τα τοπικά μέσα ενημέρωσης και είχαν ενθουσιώδη ανταπόκριση από τον απλό λαό. Ο Προκαθήμενος διαβεβαίωσε στην κεντρική ομιλία του πως η Ορθοδοξία ήρθε στην Κούβα «…απλή και σεμνή, όπως αι απλαί θυγατέρες της κουβανικής υπαίθρου. Αγνή και άνευ πονηρίας, όπως τα απειρόκακα παιδία του κουβανικού λαού. Ηλθε να συμμερισθή τον σταυρόν της χώρας και του λαού της». Μια διατύπωση, αλλά και συνολικά μια στάση που σκόπευε στο να διαχωρίσει την Ορθοδοξία από άλλες οργανωμένες θρησκείες με έντονα προσηλυτιστική διάθεση, αλλά και να κατοχυρώσει την Ορθόδοξη παρουσία στη μακρινή αυτή χώρα, που, παρά το μικρό της μέγεθος, εξακολουθούσε τότε να έχει έντονη διεθνή παρουσία.