Του π. Αντωνίου Χρήστου, εφημερίου του Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Δικηγορικών Γλυφάδας

 

Η ρήση αυτή του τίτλου του άρθρου μας, που είναι βγαλμένη από την αγιορείτικη σοφία και εμπειρία, υπήρχε σε κάδρο στην αίθουσα του κατηχητικού σχολείου της ενορίας της ιδιαίτερης πατρίδας μας, που, αν και ήμασταν παιδάκια, πάντα μας γέμιζε την καρδιά και μας έδινε ελπίδα για τη ζωή. Είμαστε σίγουροι ότι κάποιος που δεν θα έχει ξαναδιαβάσει αυτή τη ρήση θα απορήσει για το τι ακριβώς σημαίνει. Πολύ επιγραμματικά λοιπόν εξηγούμε: α) Αν πεθάνουμε (για τον κόσμο, το κοσμικό φρόνημα και παλαιό άνθρωπο με το βάπτισμά μας και την υπόλοιπη ασκητική και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μας) β) πριν πεθάνουμε (βιολογικά σε αυτή τη ζωή), γ) δεν θα πεθάνουμε (αλλά αυτό θα είναι κοίμηση, αφού πνευματικά θα είμαστε ζωντανοί στην αγκαλιά του Θεού μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία Του, που θα ζήσουμε οριστικά αιώνια μαζί Του, εφόσον βέβαια είμαστε με τους δικαίους) και δ) όταν πεθάνουμε (όταν έρθει οριστικά ο βιολογικός θάνατος, ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, και τερματιστεί ψυχοσωματικά η επίγεια παρουσία του ανθρώπου).

 

Με δεδομένα τα παραπάνω και με αφορμή την ξαφνική κοίμηση, που συντάραξε πρόσφατα την κοινωνία της Γλυφάδας και όχι μόνο, μιας μαθήτριας 16 ετών, σήμερα θα ασχοληθούμε επιγραμματικά με το μυστήριο του θανάτου και ειδικότερα με το ερώτημα: Γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν νέοι άνθρωποι, ακόμη και βρέφη; Θα θέλαμε, πριν απαντήσουμε, να ενημερώσουμε τους αναγνώστες που δεν μας γνωρίζουν προσωπικώς εκ των προτέρων ότι δεν μιλούμε «εκ του ασφαλούς», γιατί στην ίδια σχεδόν τρυφερή ηλικία της εφηβείας (εμείς τότε 13,5 ετών και εκείνος 15,5) αποχωριστήκαμε σωματικά, εξαιτίας τροχαίου, τον αδελφό μας Κυριάκο, οπότε έχουμε βιώσει όλη αυτή τη δύσκολη κατάσταση με όλον αυτόν τον ξαφνικό πόνο της απώλειας ενός δικού σου, και μάλιστα νεαρού, ανθρώπου.

Ο Θεός μας είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου και έπλασε τον άνθρωπο για να ζει σε κοινωνία μαζί Του αιώνια. Ο άνθρωπος όμως, διά της πλάνης του διαβόλου, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του, διέπραξε το προπατορικό αμάρτημα, αφού ουσιαστικά ζήτησε να «ζήσει» χωρίς τον Θεό και αυτό τον οδήγησε στην αμαρτία και κατά συνέπεια στον θάνατο! Ομως ο Θεός δεν μας άφησε έτσι, καταδικασμένους, αλλά έστειλε τον Υιό του τον Μονογενή, πέθανε για εμάς, καθαρίζοντάς μας με το αίμα Του πάνω στον Σταυρό, για να ζήσουμε εμείς! Νικώντας τον θάνατο με τη ζωηφόρο Ανάστασή Του, μας απάλλαξε αντικειμενικά από αυτόν (αφού πλέον δεν είναι το τέρμα, αλλά το πέρασμα προς την όντως πραγματική ζωή), με τη βασική προϋπόθεση ότι θέλουμε και εμείς, υποκειμενικά, ο κάθε ένας άνθρωπος ξεχωριστά, να ακολουθήσουμε τον Κύριο και την αρετή στη ζωή μας!

Ο θάνατος ως γεγονός υπάρχει ακόμη, αλλά είναι ουσιαστικά καταργημένος με βάση τη φράση του τίτλου μας και όσα αναφέραμε για το νόημά της. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η αρχιερατική συγχωρητική ευχή της Εξόδιου ή Επιμνημόσυνου Ακολουθίας, το μυστήριο του θανάτου μάλιστα είναι σωτήριο και υπάρχει «για να μη γίνει το κακό αθάνατο». Ο συμβολισμός του σιταριού που χρησιμοποιούμε στα κόλλυβα είναι ακριβώς και η εποπτική θεολογία, ότι όπως το σιτάρι μπαίνει στη γη και σαπίζει, αλλά βγαίνει νέο φυτό, έτσι και εμείς μπορεί μεν να πεθαίνουμε, αλλά στην ουσία «κοιμόμαστε» και προσδοκούμε την Ανάσταση, αφού θα ενωθεί πάλι η ψυχή με το σώμα, λαμβάνοντας όλοι το ανακαινισμένο σώμα που είχε και ο Κύριός μας μετά την Ανάστασή Του.

Θα πει κάποιος «ωραία τα παραπάνω, μπορεί να τα αποδεχόμαστε, αλλά δεν είναι αδικία βρέφη, μικρά παιδιά ή έφηβοι και νέοι να φεύγουν από αυτή τη ζωή πριν καλά-καλά τη ζήσουν και τη γνωρίσουν;». Γιατί άλλοι να πηγαίνουν σε βαθιά γεράματα και άλλοι, νεαροί, να φεύγουν τόσο νωρίς, σκορπώντας θλίψη σε γονείς και συγγενείς;

Κανείς δεν μπορεί να εξιχνιάσει τη δίκαιη και φιλάνθρωπη κρίση και πρόνοια του Θεού. Το σίγουρο είναι, αδελφοί μου, ότι θα φύγουμε από αυτό τον κόσμο. Ως άνθρωποι, το σήμερα μας ανήκει και έχουμε ευθύνη να το αξιοποιούμε. Το αύριο είναι αβέβαιο και κυρίως ανήκει στον Θεό και γι’ αυτό είναι μάταια πολλά σχέδια, αφού δεν ξέρουμε (εκτός από μερικούς πνευματικούς ανθρώπους, που έχουν χαριτωθεί με αυτή την πληροφορία από τον Θεό) αν θα ζούμε για να τα υλοποιήσουμε. Έχουμε προσδοκίες και όνειρα, αλλά, αν είναι θέλημα Θεού, θα πραγματοποιηθούν ή όχι. Υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο του αιφνίδιου θανάτου, γι’ αυτό πάντα ο πιστός πρέπει να είναι πνευματικά έτοιμος και να έχει την αρετή της «μνήμης θανάτου», την αίσθηση της προσωρινότητας δηλαδή και όχι της μονιμότητας αυτής της ζωής, που ο κοσμικός άνθρωπος και η διαφήμιση καλλιεργούν.

Θα κλείσουμε με την πολύ κατατοπιστική απάντηση του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου στα ερωτήματα: «Εάν δει ότι κάποιος θα γίνει καλύτερος, τον αφήνει να ζήσει. Εάν δει όμως ότι θα γίνει χειρότερος, τον παίρνει για να τον σώσει. Μερικούς πάλι, που έχουν αμαρτωλή ζωή, αλλά έχουν τη διάθεση να κάνουν το καλό, τους παίρνει κοντά Του πριν προλάβουν να το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό μόλις τους δινόταν η ευκαιρία. Είναι δηλαδή σαν να τους λέει: “Μην κουράζεσθε, αρκεί η καλή διάθεση που έχετε”. Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του γιατί ο παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια. Φυσικά, οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβουν αυτό. Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ο Χριστός και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε να χαίρονται. Γιατί πού ξέρουν τι θα γινόταν αν μεγάλωνε;». Πρέπει έτσι να χαίρονται οι γονείς. Άλλωστε, «από εκείνη τη στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Όταν πεθάνουν, θα ’ρθουν τα παιδιά τους με τα εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό! «Στα παιδάκια, πάλι, που ταλαιπωρήθηκαν εδώ από αρρώστιες ή από κάποια αναπηρία ο Χριστός θα πει: “Ελάτε στον Παράδεισο και διαλέξτε το καλύτερο μέρος”. Και τότε εκείνα θα Του πουν: “Ωραία είναι εδώ, Χριστέ μας, αλλά θέλουμε και τη μανούλα μας κοντά μας”. Και ο Χριστός θα τα ακούσει και θα σώσει με κάποιον τρόπο και τη μητέρα».