Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, ομότιμου καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θράκης

 

Είναι γνωστή η ιστορία με τον Πατριάρχη της Εθνεγερσίας, Γρηγόριο τον Ε’. Αμέσως μόλις εξερράγη η Επανάσταση του Εικοσιένα, ο Γρηγόριος ο Ε’ την αφόρισε! Παίρνοντας αφορμή από το περιστατικό αυτό, ορισμένοι συγγραφείς τον χαρακτήρισαν ελεεινό προδότη της πατρίδας, σαν τον Εφιάλτη, και επέκριναν την επιλογή των αρμόδιων Αρχών να τον εντάξουν στο Πάνθεον των Ηρώων της Επανάστασης του Εικοσιένα, ενώ δεν παρέλειψαν να ειρωνευτούν την κατάταξή του από την Εκκλησία μεταξύ των ιερομαρτύρων. «Να ποιους ανακηρύσσει αγίους το παπαδαριό», είπαν.

Ας γυρίσουμε λοιπόν τη σκέψη μας σε εκείνη την εποχή και ας προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε τα γεγονότα στηριζόμενοι σε χειροπιαστά ιστορικά στοιχεία και όχι σε εμπαθείς μυθοπλασίες, για να δούμε από κοντά πώς ακριβώς λειτούργησε ο Γρηγόριος ο Ε’ όταν άναψε η φωτιά του Αγώνα. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να αξιολογήσουμε σωστά τη συμπεριφορά του Πατριάρχη και να κρίνουμε αμερόληπτα τι ήταν αληθινά ο Γρηγόριος ο Ε’.

 

Ο σχεδιασμός του αφορισμού σε συνεργασία με τη Φιλική Εταιρεία

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Γρηγόριος ο Ε’ ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Επομένως, αγωνιζόταν και αυτός μυστικά μαζί με όλους τους Φιλικούς για την καλύτερη προετοιμασία της Εθνεγερσίας. Γνώριζαν όλοι πόσο σπουδαία, αλλά και πόσο ευάλωτη ήταν η θέση του Πατριάρχη, ο οποίος όλα τα προνόμια που είχε τα αντλούσε από τη θέληση του σουλτάνου. Ήταν λοιπόν φυσικό, εάν ξεσηκώνονταν κάποια στιγμή οι ραγιάδες κατά του σουλτάνου, να επιχειρήσει ο τελευταίος να στρέψει εναντίον τους τον πνευματικό τους ηγέτη, από τον οποίο θα αξίωνε ως δείγμα υποταγής στην Υψηλή Πύλη τον άμεσο αναθεματισμό των επαναστατών.

 

Ο Πατριάρχης χρησιμοποιείται ως «δόλωμα» του Έθνους

Έβαλαν λοιπόν κάτω τα πράγματα οι Φιλικοί και σε συνεργασία με τον Πατριάρχη σχεδίασαν προσεκτικά τις κινήσεις που έπρεπε να κάνει σε μια τέτοια, πολύ πιθανή απαίτηση του σουλτάνου. Ο σχεδιασμός ξεκίνησε από τη βασική σκέψη ότι ο Γρηγόριος ο Ε’ δεν ήταν απλώς ο θρησκευτικός ηγέτης του υπόδουλου Έθνους, αλλά ο θρησκευτικός αρχηγός ολόκληρης της Ορθοδοξίας, Οικουμενικός Πατριάρχης. Έπρεπε συνεπώς να παίξει καλά το παιχνίδι του, ώστε σε κάθε περίπτωση να μεγιστοποιηθεί η ωφέλεια του Έθνους που θα μπορούσε να αντληθεί από αυτόν.

Κατ’ αρχάς, αποκλείστηκε η εκδοχή να αρνηθεί ο Πατριάρχης να αφορίσει τους επαναστάτες, εάν του ζητούσε κάτι τέτοιο ο σουλτάνος, διότι η λύση αυτή, ανεξάρτητα από την τύχη που θα επιφύλασσε ο σουλτάνος στον Γρηγόριο τον Ε’, θα είχε ως αποτέλεσμα τον σφαγιασμό των χριστιανικών πληθυσμών της ευρωπαϊκής Τουρκίας, στο πλαίσιο των αντιποίνων στα οποία θα προέβαινε ο σουλτάνος. Γι’ αυτό προτιμήθηκε η λύση της υποκριτικής υπακοής του Πατριάρχη στην επιθυμία του σουλτάνου. Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο θα σώζονταν οι ζωές των χιλιάδων χριστιανών που κατοικούσαν στις γειτονικές περιοχές της Κωνσταντινούπολης, αλλά και θα γινόταν ο Γρηγόριος ο Ε’ «δηλητηριώδες δόλωμα» στα χέρια του σουλτάνου, το οποίο θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στην οθωμανική αυτοκρατορία, αν τολμούσε ο τελευταίος να το αγγίξει. Αυτό το ομολογούν και οι Τούρκοι ιστοριογράφοι, οι οποίοι χαρακτηρίζουν πανέξυπνη την κίνηση του Πατριάρχη να σπεύσει να αφορίσει την επανάσταση μόλις του ζητήθηκε από τον σουλτάνο.

Έτσι, αφού ήταν προσχεδιασμένη από τη Φιλική Εταιρεία η συγκεκριμένη αντίδραση του Πατριάρχη, όλοι οι οπλαρχηγοί γνώριζαν από πριν τον αφορισμό της Επανάστασης από τον Γρηγόριο τον Ε’. Φρόντισαν λοιπόν να ενημερώσουν τους αγωνιστές ότι ο αφορισμός αυτός ήταν προσποιητός και ότι πίσω από τις δήθεν πατριαρχικές κατάρες κρυβόταν η ευλογία της Εκκλησίας για τον Ιερό Αγώνα του Έθνους. Γι’ αυτό ουδείς επηρεάσθηκε από τους δύο εικονικούς αφορισμούς του Πατριάρχη μόλις γνωστοποιήθηκαν ευρύτερα με πρωτοβουλία του σουλτάνου.

Τα συνωμοτικά γράμματα του Πατριάρχη στους επισκόπους

Στο πνεύμα της στρατηγικής που χαράχθηκε από τη Φιλική Εταιρεία κινήθηκε και ο ίδιος ο Πατριάρχης στις κατ’ ιδίαν επαφές του με διάφορους επισκόπους, στους οποίους περνούσε ανάλογα μηνύματα. Σε μία από τις επιστολές του, με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 1820, προς τον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, που έπεσε μαχόμενος με τον Αθανάσιο Διάκο στον Σπερχειό, γράφει χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος ο Ε’: «Κρυφά υπερασπίζου, φανερώ δε άγνοιαν υποκρίνου. Ιδία πράυνον τον Βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν, αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα» (βλ. Δ. Παπαδήμου, «Ησαΐας, ο Επίσκοπος Σαλώνων και η Μονή του Οσίου Λουκά», Αθήνα 1969, σ. 26). Αναλόγου περιεχομένου επιστολές είχε στείλει ο Γρηγόριος ο Ε’ και σε άλλους επισκόπους, όπως ήταν ο Επίσκοπος Ρωγών και Κοζύλης Ιωσήφ, που έπεσε μαχόμενος στο Μεσολόγγι με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους.

Όταν λοιπόν εξερράγη η Επανάσταση και έγιναν όλα όπως είχαν προβλεφθεί και σχεδιασθεί από τη Φιλική Εταιρεία και τον Γρηγόριο τον Ε’, περίμενε ο σουλτάνος να «δρέψει» τους καρπούς του σχετικού αφορισμού. Αντί όμως να σβήνει σιγά-σιγά η φωτιά του Αγώνα, όπως ήταν αναμενόμενο, φούντωνε όλο και πιο πολύ. Αυτό έβαλε σε σκέψεις τον σουλτάνο, ο οποίος, καθ’ υπόδειξη των συμβούλων του, αποφάσισε να ασχοληθεί λεπτομερέστερα με το ζήτημα, για να βρει την εξήγηση του φαινομένου. Έτσι, ενώ ο Πατριάρχης απουσίαζε στον πατριαρχικό ναό, για να συμμετάσχει στη Λειτουργία της Αναστάσεως, έστειλε ανθρώπους του ο σουλτάνος να ερευνήσουν όλα τα προσωπικά του αρχεία στο Πατριαρχείο. Τα στοιχεία που βρέθηκαν ήσαν αποκαλυπτικά του εμπαιγμού του σουλτάνου από τον Πατριάρχη, αφού ανάμεσα σε αυτά ήσαν πολλές επιστολές του Γρηγορίου του Ε’ όπως εκείνες που αναφέρθηκαν πιο πάνω.

Μόλις ενημερώθηκε για τα σχετικά ευρήματα ο σουλτάνος, αφρίζοντας από την οργή του για το θράσος και την αχαριστία του Γρηγορίου του Ε’, έδωσε αμέσως εντολή να κρεμαστεί για παραδειγματισμό μπροστά στην Ωραία Πύλη του πατριαρχικού ναού, αφού προηγουμένως υποβαλλόταν σε σκληρά βασανιστήρια. Ήταν πια φανερό ότι η αγανάκτηση του σουλτάνου απέναντι στον Γρηγόριο τον Ε’ τον έσπρωχνε παρορμητικά προς το επικίνδυνο «δόλωμα».

Η άρνηση της φυγής και ο απαγχονισμός του Πατριάρχη

Οι ενέργειες και τα σχέδια του σουλτάνου σε βάρος του Πατριάρχη εκείνη την αναστάσιμη νύχτα δεν έμειναν μυστικά. Έμπιστοι άνθρωποι του Πατριάρχη έσπευσαν να τον ενημερώσουν και να του προσφέρουν ασφαλή τρόπο φυγής. Το πλοίο για την Οδησσό ήταν στο λιμάνι και τον περίμενε για να σηκώσει άγκυρα. Μόνο που έπρεπε να γίνουν όλα γρήγορα, πριν ξημερώσει, διότι τότε θα ήταν πολύ αργά. Ο Γρηγόριος ο Ε’ αρνήθηκε να φύγει λέγοντας ότι, εάν τον ενδιέφερε να σώσει το σαρκίο του, θα είχε φροντίσει να το κάνει με πολλούς άλλους τρόπους πολύ νωρίτερα. Εκείνο όμως που τον ενδιέφερε πρώτιστα ήταν η σωτηρία της πατρίδας. Και για να σωθεί η πατρίδα έπρεπε, όπως είπε, να πεθάνει ο ίδιος. Παρέμεινε λοιπόν εκεί περιμένοντας καρτερικά να ανεβεί στον Γολγοθά του, που τον είχε επιλέξει εκουσίως, διότι αυτό επέβαλλε εκείνη τη στιγμή το εθνικό του χρέος.

Την επομένη το πρωί, ανήμερα το Πάσχα, ημέρα που η πατρίδα γιόρταζε την Ανάσταση του Κυρίου, ο Γρηγόριος ο Ε’ διά της αγχόνης έβαζε την υπογραφή του και για τη δική της Ανάσταση. Το ημερολόγιο έδειχνε 10 Απριλίου 1821. Αυτά είναι τα ιστορικά γεγονότα και μένει τώρα η κριτική τους αξιολόγηση.

 

Οι απόψεις των Τούρκων ιστορικών εξηγούν το μένος του σουλτάνου

Εάν ο Γρηγόριος ο Ε’ ήταν πράγματι προδότης του Έθνους, όπως ισχυρίζονται ο Γιάννης Κορδάτος και ο Τάσος Βουρνάς, ακολουθούμενοι από τη χορεία των συγγραφέων που μισούν την Εκκλησία και ενοχλούνται από την προβολή της ως λίκνου και τροφού της συνείδησης του Έθνους, τότε γιατί να τον κρεμάσει ο σουλτάνος και μάλιστα με τόσο εκδικητικό τρόπο, που ολοκληρώθηκε με τη διαταγή του, μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου του Ε’, να σκυλέψουν το σκήνωμά του σέρνοντάς το επί τριήμερο μέσα στους δρόμους της πόλης; Τι άλλο λοιπόν θα μπορούσε να προκαλέσει αυτή την οργή και τη βάρβαρη αντίδραση του σουλτάνου προς τον νεκρό Πατριάρχη, αν δεν ήσαν τα προαναφερθέντα ενοχοποιητικά στοιχεία που είχαν βρεθεί στο γραφείο του; Αυτό που υπαγορεύει η απλή λογική, αλλά αρνούνται να παραδεχτούν οι εμπαθείς συκοφάντες του Γρηγορίου του Ε’, το επιβεβαιώνουν οι Τούρκοι ιστορικοί, που έγραψαν και αυτοί από τη μεριά τους για την Επανάσταση του Εικοσιένα (βλ. Α. Μοσχόπουλου, «Η ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους εν αντιπαραβολή προς τους Έλληνας ιστορικούς», Αθήνα 1960, σ. 164 επ.). Σύμφωνα λοιπόν με τους Τούρκους ιστορικούς, οι οποίοι αναφέρονται στα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που βρέθηκαν στο γραφείο το Πατριάρχη, ο Γρηγόριος ο Ε’ ήταν προδότης της εμπιστοσύνης του σουλτάνου και όχι της πατρίδας του, όπως ισχυρίζονται αβάσιμα ορισμένοι Έλληνες ιστορικοί. Και έπρεπε πράγματι να τιμωρηθεί σκληρά για την προδοσία του αυτή. Όχι όμως με τον τρόπο που διάλεξε να τον τιμωρήσει ο σουλτάνος, διότι ήταν προφανές ότι αυτό θα έβλαπτε σοβαρά τα συμφέροντα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφού μόλις μαθεύτηκε στην Ευρώπη ο απαγχονισμός του Πατριάρχη οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, που μέχρι τότε ήσαν αδιάφορες ή ουδέτερες στο ελληνικό ζήτημα, άλλαξαν στάση και άρχισαν να βλέπουν με διαφορετικό μάτι την Ελληνική Επανάσταση.

Ο Πατριάρχης δρομολογεί τα συμμαχικά πλοία στο Ναυαρίνο

Στην ουσία, εκείνη την ώρα που ανέβαινε εθελουσίως ο Γρηγόριος ο Ε’ στην αγχόνη δρομολογούσε με την πράξη της αυτοθυσίας του τα συμμαχικά πλοία προς το Ναυαρίνο, το οποίο επισφράγισε την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Να λοιπόν πόσο μεγάλος προδότης του Έθνους ήταν ο Γρηγόριος ο Ε’.

Θα ήταν υπερβολικό να ζητήσει κάποιος από τους άθεους συκοφάντες του Γρηγορίου του Ε’ να πάνε στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου βρίσκεται η λάρνακα με το ιερό λείψανο αυτής της μεγάλης και σεπτής μορφής του Έθνους και της Ορθοδοξίας, και εκεί να κλίνουν το γόνυ και τον αυχένα, για να ευχαριστήσουν τον Γρηγόριο τον Ε’, ο οποίος με την αυτοθυσία του συνέβαλε στην ελευθερία της πατρίδας.

Δεν το έπραξαν. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Και οι συκοφάντες του Γρηγορίου του Ε’ απέδειξαν πώς βιώνουν την ελευθερία, την οποία μεταξύ άλλων χρωστάνε και σε εκείνον που διαπομπεύουν με τις ανεύθυνες και αβάσιμες ρυπαρογραφίες τους.

 

Η εμπάθεια πλαστογραφεί την ιστορική αλήθεια

Μα δεν έπραξαν ακόμη ούτε αυτό που υπαγορεύει το χρέος προς την επιστημονική αλήθεια, όταν τους προσφέρθηκαν τα ιστορικά στοιχεία που αποδεικνύουν το μέγεθος του ηρωισμού του Γρηγορίου του Ε’. Με τον τρόπο αυτόν μετέτρεψαν τα βιβλία τους από χρήσιμη πηγή ιστορικής γνώσης, που θα έπρεπε να είναι, σε πηγή παραπληροφόρησης και χολής, η οποία δεν προσβάλλει μόνο εις το διηνεκές τη μνήμη του Γρηγορίου του Ε’, αλλά δηλητηριάζει παράλληλα την αληθινή ιστορική γνώση όσων ανυποψίαστοι προστρέχουν στα βιβλία αυτά για να μάθουν την ιστορική αλήθεια.

 

«Προδότες» που ανασταίνουν και «πατριώτες» που θάβουν την πατρίδα

Τα γεγονότα, όμως, αν τα δει κάποιος χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς που χρησιμοποιούν οι συκοφάντες του Γρηγορίου του Ε’, μιλούν από μόνα τους. Και λένε με καθαρή φωνή σε όλους τους απροκατάληπτους Έλληνες: Τέτοιους «προδότες», όπως τον Γρηγόριο τον Ε’, χρειάστηκε η πατρίδα μας για να αναστηθεί από τα σκοτάδια της μακραίωνης δουλείας. Και για αυτούς τους «προδότες» μπορεί να είναι περήφανη. Τους άλλους πρέπει να φοβάται, εκείνους δηλαδή οι οποίοι με τη ρομφαία της ανεύθυνης κριτικής στα χέρια τους «καρατομούν» από ιδιοτέλεια τους αληθινούς σωτήρες του Έθνους, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο δράσης στους υπεράνω πάσης υποψίας «πατριώτες», οι οποίοι με τις ενέργειες και τις παραλείψεις τους αναδεικνύονται σε πραγματικούς ολετήρες της πατρίδας, έτοιμοι να την ξαναθάψουν χωρίς αναστάσιμη ελπίδα, αφού συνειδητά ή ασυνείδητα γίνονται συνεργοί όσων απεργάζονται τον αφελληνισμό της χώρας.

Εάν δεν υπήρχαν Πατριάρχες όπως ο Γρηγόριος ο Ε’, οι Διάκοι, οι Παπαφλέσσες, οι Κολοκοτρώνηδες, οι Καραϊσκάκηδες, οι Ανδρούτσοι, οι Μακρυγιάννηδες και οι άλλοι ήρωες του Εικοσιένα, σήμερα θα κυκλοφορούσαμε με σαρίκια και με τουρμπάνια στο κεφάλι, τα οποία δυστυχώς προσπαθούν να μας φορέσουν με άλλο τρόπο οι κατήγοροι του Γρηγορίου του Ε’, οι οποίοι έχουν συμπτωματικά μετατραπεί όλοι σε συνηγόρους μιας κακώς εννοούμενης και χείριστα εφαρμοζόμενης πολυπολιτισμικότητας, που πρέπει, κατά τις απόψεις τους, να χαρακτηρίζει τη σύγχρονη Ελλάδα.

Προφανώς σε τούτη δω την άμοιρη πατρίδα, που από εστία φωτός την καταντήσανε όσοι διαφεντεύουν τον τόπο σε χώρα του παραλόγου και της αφασίας, οι λέξεις έχουν χάσει το αληθινό τους νόημα και δεν χαρακτηρίζουν πια αυτό που υποδηλώνει το περιεχόμενό τους, αλλά εκείνο που θέλει να προβάλλει ο χρήστης τους, άσχετα αν ανταποκρίνεται ή όχι στην πραγματικότητα. Είναι και αυτό ένα ακόμη σημείο των καιρών.