Του Μ. Γ. Βαρβούνη

Καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

Ονομάζεται «Καθαρή Εβδομάδα» από τον λαό η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που αρχίζει με την Καθαρή Δευτέρα και τελειώνει με το Ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων. Σε πολλές περιοχές, ιδίως της Μικράς Ασίας και της Καππαδοκίας, τηρούσαν τις τρεις πρώτες ημέρες της εβδομάδας αυτής απόλυτη νηστεία, ακόμη και από ψωμί ή νερό. Έτρωγαν την Καθαρή Τετάρτη, αφού πρώτα μεταλάμβαναν στην πρώτη λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων της Σαρακοστής, και μάλιστα με ειδικά για την περίσταση φαγητά και άλλα εδέσματα, όπως καρυδόπιτες, σούπες με φασόλια και πετιμέζι, χυλόπιτες κ.λπ.

Στη Σινώπη μάλιστα οι συγγενείς πρόσφεραν δώρα σε όσους από την οικογένεια είχαν τηρήσει το τριήμερο, συνήθως μαξιλαρόπανα και μαντήλια. Την Καθαρή Τρίτη τη θεωρούσαν ημέρα των ψυχών και άνοιγαν τη «σταφυλαρμιά», ενώ την Καθαρή Τετάρτη, ιδίως στη Θράκη, συνήθιζαν να κάνουν προσφορές στους ενδεέστερους για την ψυχή των ζώντων συγγενών τους. Την Καθαρή Παρασκευή, πριν από το Σάββατο κατά το οποίο εορτάζεται το διά κολλύβων θαύμα του Αγίου Θεοδώρου, συνήθιζαν την τελετουργική ονειρομαντεία, βάζοντας κάτω από το μαξιλάρι τους το βράδυ τρία ή εννέα σπυριά σιτάρι, με μαυρομάνικο μαχαίρι, τυλιγμένα σε πανί κόκκινο ή άσπρο, με μαύρη κλωστή. Εκφωνούσαν μάλιστα και σχετική επωδή, πιστεύοντας ότι το βράδυ θα δουν εκείνον ή εκείνην που θα παντρεύονταν.

Ιδιαίτερο εθιμικό και τελετουργικό βάρος και χαρακτήρα έχει η πρώτη ημέρα της Σαρακοστής, η Καθαρά Δευτέρα, η οποία ονομάστηκε έτσι από τον λαό καθώς ταυτίζεται με την πνευματική και σωματική «κάθαρση», στην αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Κατά άλλη εκδοχή, ονομάστηκε έτσι επειδή οι νοικοκυρές καθάριζαν τα σκεύη τους όλη μέρα από το φαγοπότι της Αποκριάς. Η ονομασία Κούλουμα, που χαρακτηρίζει την καθαροδευτεριάτικη έξοδο και το πέταγμα του χαρταετού, κατά τον Ν.Γ. Πολίτη, προέρχεται από τη λατινική λέξη cumulus, που σημαίνει τον σωρό του σπόρου, όπου έστηναν το λιχνιστήρι στο τέλος του αλωνίσματος, άρα συνεκδοχικά την αφθονία, αλλά και το τέλος.

Όσον αφορά τη σαρακοστιανή νηστεία, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι παλαιότερα σε πολλές περιοχές τηρούσαν το λεγόμενο «τριήμερο», που έχει μοναστηριακή προέλευση. Πρόκειται για τριήμερη τελετουργική, απόλυτη νηστεία, η οποία τηρείται συνήθως τις τρεις πρώτες ημέρες της μεγάλης Τεσσαρακοστής και τις τρεις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Αντιστοίχως, οι νηστεύοντες τρώνε για πρώτη φορά την Καθαρή Τετάρτη ή τη Μεγάλη Τετάρτη μετά την προηγιασμένη Θεία Λειτουργία, κάποτε δε στο τραπέζι αυτό παρατίθενται ειδικά εδέσματα, όπως καρυδόπιτα, σούπα με φασόλια και πετιμέζι, ενώ στη Σινώπη τους πρόσφεραν και δώρα μαντήλια ή υφάσματα.

Στο τέλος της νηστείας αυτής, που εθεωρείτο ιδιαιτέρως ωφέλιμη για την ψυχή, στη Θράκη συνήθιζαν να κάνουν προσφορές για τις ψυχές των ζώντων. Στο Τσακήλι των Μετρών της Θράκης, πάλι, τον θάνατο στη διάρκεια τέτοιου τριημέρου τον θεωρούσαν αυτοκτονία και αμαρτία μεγάλη, γι’ αυτό και τα λείψανα των νεκρών αυτών πίστευαν ότι δεν πρέπει να τα βγάζουν από την πόρτα του σπιτιού, αλλά να γκρεμίζουν μέρος του τοίχου, ώστε να μη μεταφερθεί το «κρίμα» και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.

Τέλος, χαρακτηριστική νεκρολατρική τελετουργική έκφραση της περιόδου αυτής αποτελούν τα Ψυχοσάββατα. Πρόκειται για ορισμένα Σάββατα του ετήσιου εορτολογικού κύκλου, τα οποία η Εκκλησία έχει αφιερώσει στη μνήμη των νεκρών, ακολουθώντας και ουσιαστικά εκχριστιανίζοντας προχριστιανικές απόψεις και πρακτικές της τελετουργικής λαϊκής νεκρολατρίας. Έτσι, τα Σάββατα της δεύτερης και τρίτης εβδομάδας του Τριωδίου, καθώς και το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής, τα γνωστά και ως Ψυχοσάββατα, γίνονται οι συνηθισμένες προσφορές κολλύβων για τους νεκρούς, ενώ προσφέρονται επίσης πρόσφορα και ψυχούδια, τελετουργικά αρτίδια.

Τα Ψυχοσάββατα, κατά πάγια λαϊκή πρόληψη, δεν λούζονταν, ούτε σκούπιζαν, για να μην ενοχλούν τους νεκρούς.