Του Χρήστου Γ. Κτενά

 

Πώς καταγράφεται η θρησκευτική πίστη στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη σήμερα, ένα τέταρτο του αιώνα μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ; Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει μια έρευνα του αμερικανικού ινστιτούτου Pew, η οποία κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες. Η συγκεκριμένη περιοχή άλλωστε είναι ένας ιδιαίτερος χώρος, καθώς κυριαρχείται μεν από την Ορθοδοξία (που επικρατεί σε Ρωσία, Ελλάδα, Γεωργία, Αρμενία, Σερβία, Ρουμανία, Ουκρανία, Βουλγαρία, Λευκορωσία και Αρμενία), αλλά έχει και έναν ισχυρό καθολικό άξονα (Πολωνία, Κροατία, Λιθουανία και Ουγγαρία), ενώ υπάρχουν και τρεις χώρες με θρησκευτική ποικιλότητα (Εσθονία, Βοσνία, Λετονία) με την Τσεχία να πρωτεύει -πάντα σύμφωνα με το τι δήλωσαν οι πολίτες της- στη μη ιδιαίτερη συσχέτιση με κάποια θρησκεία.

Το πρώτο λοιπόν και κρίσιμο στοιχείο της έρευνας του Pew είναι πως η θρησκευτική πίστη εμφανίζεται να επιστρέφει, καθώς στην πλειονότητα των χωρών οι πολίτες δηλώνουν πως είναι πιο θρησκευόμενοι από ό,τι τις δεκαετίες 1970-80, δηλαδή τα χρόνια πριν από την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ (πίνακας 1). Ειδικότερα, αυτό το κύμα επιστροφής στη θρησκευτική πίστη εντοπίζεται κυρίως στις ορθόδοξες χώρες της τέως ΕΣΣΔ και ειδικά σε Γεωργία, Ουκρανία, Ρωσία, Αρμενία και Λευκορωσία. Αντίθετα, αρκετές παραδοσιακά καθολικές χώρες (Πολωνία, Τσεχία) δείχνουν ύφεση θρησκευτικότητας, κάτι που εξηγείται εν μέρει από το ότι και στα χρόνια των κομμουνιστικών καθεστώτων εκεί υπήρχε έντονη δράση της Καθολικής Εκκλησίας, άρα δεν υπήρξε το «κενό» που παρατηρήθηκε στην τέως ΕΣΣΔ. Τέλος, ύφεση θρησκευτικότητας καταγράφεται και στην Ελλάδα, που όμως αποτελεί εξαίρεση στο όλο δείγμα, καθώς δεν έχει περάσει το τεράστιο σοκ πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής που έζησε η Ανατολική Ευρώπη τις προηγούμενες δεκαετίες.

Η «νέα» αυτή θρησκευτικότητα όμως έχει και νέα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, σε έναν από τους πιο τυπικούς δείκτες της, που είναι ο εβδομαδιαίος εκκλησιασμός, οι πιστοί στις Ορθόδοξες χώρες βρίσκονται πολύ χαμηλά, με διάμεσο στο 10%, ενώ οι καθολικοί είναι στο 25%. Ακόμη, οι καθολικοί στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη δηλώνουν περισσότερο από ό,τι οι Ορθόδοξοι ότι τηρούν τις νηστείες, κοινωνούν και διαβάζουν τη Βίβλο, δείχνοντας έτσι πως παραμένουν πιο κοντά στο τυπικό της Εκκλησίας τους. Επίσης, στις περισσότερες χώρες οι μισοί τουλάχιστον πολίτες συμφωνούν πως οι θρησκευτικές δομές ενισχύουν τους κοινωνικούς δεσμούς και την ηθική, ενώ παίζουν σημαντικό ρόλο στη βοήθεια των πτωχών και αδυνάτων. Την ίδια στιγμή, βέβαια, υπάρχει και σχετική κριτική, καθώς πάνω από τους μισούς (51%) κριτικάρουν τους θρησκευτικούς θεσμούς για υπερβολική εστίαση σε «εξουσία και χρήμα», αλλά και σε τυπολογία (το 42%), όπως και για υπερβολική ανάμιξη στην πολιτική (39%).

Αυτό που κατά τη γνώμη μας όμως είναι πολύ ενδιαφέρον είναι η έντονη συσχέτιση που εμφανίζεται μεταξύ θρησκείας και εθνικής ταυτότητας. Στο ερώτημα αυτό της έρευνας ξεχωρίζουν και πάλι οι Ορθόδοξες χώρες, με τους πολίτες να δηλώνουν σε σημαντικά ποσοστά (με διάμεσο στο 70%, ενώ οι καθολικές είναι στο 57%) πως η θρησκεία τους αποτελεί σημαντικό στοιχείο εθνικού αυτοκαθορισμού (πίνακας 2). Μάλιστα, αυτή η θέση εμφανίζεται σε κάποιες περιπτώσεις και μεταξύ των θρησκευτικών μειονοτήτων μιας χώρας. Για παράδειγμα, ένας στους 4 μουσουλμάνους που ζουν στη Ρωσία λέει πως το να είσαι Ορθόδοξος είναι σημαντικό μέρος τού να είσαι «πραγματικός Ρώσος»!

Επίσης, οι κάτοικοι κυρίως των χωρών με Ορθόδοξη πλειονότητα θα πουν σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό πως η κουλτούρα τους υπερέχει των άλλων (με διάμεσο στο 68% ενώ στο σύνολο των χωρών αυτός ο διάμεσος πέφτει στο 55%). Ενώ εντυπωσιακά είναι τα ποσοστά των θρησκευόμενων που δηλώνουν υπερήφανοι για την πίστη τους, είτε μιλάμε για Ορθόδοξους είτε για καθολικούς είτε για μουσουλμάνους. Έτσι, περίπου 9 στους 10 πιστούς αισθάνονται υπερήφανοι, με τους Γεωργιανούς να πετυχαίνουν το σχεδόν απόλυτο 99%, με την Ελλάδα να βρίσκεται στο 91%.

Σε συνέχεια αυτής της υπερηφάνειας, η οποία συνοδεύεται σε μεγάλο βαθμό από τη δήλωση πως η κοινή θρησκεία δημιουργεί υπερεθνικούς δεσμούς, έρχεται το ερώτημα για το πόσο σημαντική θεωρείται η θρησκεία σε προσωπικό επίπεδο. Εδώ η Ελλάδα έρχεται πρώτη, με το 55% να δηλώνει «πολύ σημαντική», ενώ ακόμη ένα 28% δηλώνει «αρκετά σημαντική» (πίνακας 3). Βλέποντας όμως την ευρύτερη εικόνα, είναι φανερό πως η πίστη δεν επικρατεί ως κεντρικό στοιχείο στην πλειονότητα. Π.χ. στα 100 εκατομμύρια Ρώσων που κατά 70% δηλώνουν Ορθόδοξοι, μόνο το 15% δηλώνουν πως η θρησκεία είναι πολύ σημαντική για αυτούς. Η τάση αυτή εμφανίζεται και σε καθολικές και σε Ορθόδοξες χώρες, αν και οι καθολικοί υπερέχουν σχετικά στο να δηλώνουν «πολύ σημαντική». Τέλος, μεταξύ των χωρών που έχουν μεγάλες μουσουλμανικές κοινότητες μόνο στη Βοσνία η πλειονότητα (το 59%) των μουσουλμάνων δηλώνει πως η πίστη τους είναι πολύ σημαντική στη ζωή τους. Μια άλλη θεώρηση όμως της σημαντικότητας της θρησκείας δείχνει πως στις χώρες της τέως ΕΣΣΔ η θρησκεία θεωρείται -από όσους απάντησαν στην έρευνα- πιο σημαντική τώρα από ό,τι στην παιδική τους ηλικία, κάτι που συμβαδίζει με τα στοιχεία του πίνακα 1.

Μια νέα θρησκευτικότητα;

Μπορούμε να εξαγάγουμε κάποια συμπεράσματα από τα παραπάνω στοιχεία της έρευνας του Pew που δείχνουν επάνοδο της θρησκευτικής παραμέτρου στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Το πρώτο είναι πως διαπιστώνεται θρησκευτική αναζωπύρωση περισσότερο στη Ρωσία και τις άλλες χώρες της τέως ΕΣΣΔ. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως η επιστροφή στη θρησκευτική πίστη, αν και ταυτίζεται με την εθνική ταυτότητα, είναι μια πιο «χαλαρή» αντίληψη, με σχετικά χαμηλή συμμετοχή στο εκκλησιαστικό τυπικό, ενώ εκτιμάται από τους ερωτηθέντες ως μέτριας σημαντικότητας και δεν φείδεται κριτικής -αλλά και αναγνώρισης- του ρόλου της κάθε θρησκείας.

Έτσι, αν σκεφθούμε πως τα τελευταία χρόνια στην Ανατολική Ευρώπη υπάρχει σημαντική άνοδος του εθνικού αισθήματος (έως και εμφάνιση εθνικιστικών φαινομένων), μπορούμε -κατά τη γνώμη μας- να εκτιμήσουμε το όλο φαινόμενο ως μια επιστροφή ή ως μια αναβίωση των πιο παραδοσιακών αξιών περί έθνους και θρησκείας.

Δεν μπορούμε βέβαια ακόμη να μιλήσουμε για μια ολοκληρωμένη εικόνα, αλλά υποθέτουμε πως η ιδεολογική, κοινωνική και οικονομική «άνοιξη» που χαρακτήρισε την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη μετά το ’90 έφερε μεν σημαντική πρόοδο, αλλά δεν μπόρεσε να υλοποιήσει την προσδοκία για εξάλειψη μεγάλων ανισοτήτων και αντιπαραθέσεων. Εμφανίζεται έτσι η αναβίωση της θρησκευτικότητας (μαζί με την εθνική ιδέα) ως μια απάντηση στην τρέχουσα κρίση, αλλά και στην αποτυχία του στοιχήματος της παγκοσμιοποίησης, κάτι που έχει αναδειχθεί ειδικά στην τέως ΕΣΣΔ, με πολλές βίαιες συγκρούσεις και εθνικιστικές εξάρσεις. Μια απάντηση όμως που θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε και τη διάρκειά της αλλά και το πόσο θα δοκιμάσει την εσωτερική ενότητα των θρησκειών, όπου ειδικά στην Ορθοδοξία εμφανίζονται ήδη τριβές μεταξύ των εθνικών Εκκλησιών, που πλέον εκδηλώνονται σε αρκετές περιπτώσεις ανοιχτά και έντονα...