Της Καλής Αλυσανδράτου, διευθύντριας της Εστίας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος

 

Η νήσος της Κεφαλληνίας, εκτός από την εξαιρετική ευλογία του προστάτη και πολιούχου της, Αγίου Γερασίμου, συμπεριλαμβάνει στην τοπική αγιολογία και τους αυτόχθονες Οσίους, Άνθιμο τον Κουρούκλη (Πολιούχο Αστυπάλαιας) και Παναγή τον Μπασιά τους Κεφαλλήνες.

Ο Όσιος Άνθιμος, κατά κόσμον Αθανάσιος Κουρούκλης-Ψωμάς, ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου, γεννήθηκε το 1727 στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς από τον Ιωάννη και την Αντζουλέτα Κουρούκλη-Ψωμά. Έλαβε το όνομα Αθανάσιος, αλλά σε ηλικία 7 ετών έχασε το φως του, χτυπημένος από ευλογιά.

Η μητέρα του, κατά τη συνήθεια της εποχής, τελεί «σαρανταλείτουργο» στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων Πάλλης και στην τεσσαρακοστή Λειτουργία, κατά την προσφώνηση του ιερέα «Μετά φόβου Θεού...», ο μικρός έντρομος φωνάζει: «Βλέπω, ο ιερεύς φοράει κόκκινο φελόνι»! Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας έβλεπε τις ιερές εικόνες του ναού και οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο του έδειχναν.

Όταν έγινε 20 ετών έγινε ναυτικός, σαν τον πατέρα του. Μαζί ταξίδεψαν σε πολλές θάλασσες, αλλά, φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη, ο πατέρας του, ασθένησε από την πανώλη και απεβίωσε. Ο Αθανάσιος συνέχισε να εργάζεται ως ναυτικός και το 1750 εργαζόταν σε πλοίο, ο καπετάνιος του οποίου καταγόταν από την Τήνο. Εκτιμώντας το υποδειγματικό και εργατικότατο του χαρακτήρα του, του πρότεινε να τον παντρέψει με την κόρη του. Ο Αθανάσιος δέχθηκε. Το πρωί της ημέρας του γάμου, όμως, συνειδητοποίησε πως είχε χάσει εντελώς το φως του.

Ο Αθανάσιος δέχτηκε με ταπείνωση την καινούργια δοκιμασία του από τον Θεό. Εγκατέλειψε κάθε κοσμική ματαιότητα και σε ηλικία 23 ετών αναχώρησε, τυφλός και άσημος, για το Άγιον Όρος. Δεν είναι γνωστό σε ποιο μοναστήρι ή σκήτη έγινε μοναχός και έλαβε το όνομα Άνθιμος. Υποθέτουμε στην Ιερά Μονή Ιβήρων, λόγω της μεγάλης ευλάβειάς του προς την Παναγία την Πορταΐτισσα. Εκεί ασκήθηκε θεαρέστως και αναμίχθηκε ενεργά στο κίνημα των Κολλυβάδων. Όταν εκοιμήθη ο σοφός γέροντάς του, αποφάσισε να βγει στον κόσμο, να κηρύξει και να διασώσει από την αμάθεια και τον εξισλαμισμό στους Ορθοδόξους Ρωμιούς.

Πρώτος του σταθμός ήταν η Χίος. Εκεί κήρυξε τον ευαγγελικό λόγο επί έναν χρόνο και ασκήθηκε σκληρά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε σε Σίφνο, Πάρο, Νάξο, Ίο και τελικά στους Αγίους Τόπους, το 1759. Νέα πορεία άρχισε από το Καστελόριζο, όπου προσευχόμενος έσωσε το νησί από τη μάστιγα της ανομβρίας και ανέγειρε, το 1759, ανδρική μονή στο ψηλότερο σημείο του νησιού, επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου.

Επόμενος σταθμός το 1760, η Αστυπάλαια, όπου έμεινε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Εννέα ολόκληρα χρόνια εργάσθηκε εκεί ιεραποστολικά. Ανήγειρε εκ βάθρων μεγαλόπρεπο, με κελλιά και τείχη, γυναικείο μοναστήρι αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο την Πορταΐτισσα.

Ύστερα από περίπου 20 χρόνια επέστρεψε στην πατρίδα του μαζί με επτά μοναχές από τα νησιά του Αιγαίου. Κατευθύνθηκε στο Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων, το οποίο ήταν ερειπωμένο μετά τους σεισμούς του 1766-1767. Στα τέλη του 1768 το είχε ανακαινίσει και μετατρέψει σε γυναικείο κοινόβιο. Τον πυρήνα της πρώτης αδελφότητος αποτέλεσαν εκείνες οι μοναχές. Ο Όσιος παρέδωσε στη νεοσύστατη μονή και Μοναχικό Κανονισμό, γνωστό ως «Διαθήκη του Αγίου Ανθίμου».

Κατόπιν, πραγματοποίησε νέα ιεραποστολική περιοδεία σε Ζάκυνθο, Κύθηρα, Πελοπόννησο, Κρήτη, Σίφνο, Σφακιά και Σίκινο. Μαζί του κατέφυγαν στην Κεφαλονιά Κρήτες πρόσφυγες, μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς, το 1669.

Ίδρυσε το 1770 την Ι.Μ. Αγίου Αντωνίου στα Σφακιά της Κρήτης, το 1773 του Ιωάννου του Προδρόμου στο Λιβάδι των Κυθήρων και το 1775 ανακαίνισε και αναδιοργάνωσε τη γυναικεία Μονή της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής (ή Χρυσοπηγής) στη Σίκινο, για να ανακηρυχθεί από τους ντόπιους ως νέος κτήτοράς της.

Πηγαίνοντας στη συνέχεια στη Μάνη το καλοκαίρι του 1781, έλαβε θεία πληροφορία πως επίκειται η από του κόσμου τούτου αναχώρησή του. Ζήτησε τότε από τους ναυτικούς να επιστρέψουν στα Λέπεδα. Πράγματι, ύστερα από λίγο ασθένησε από ίκτερο και παρέδωσε την αγία του ψυχή στις 4 Σεπτεμβρίου του 1782, σε ηλικία 55 ετών, στο ταπεινό ασκητήριο, που σώζεται έως σήμερα στα Λέπεδα Ληξουρίου. Από τα ιερά του λείψανα σώζεται μόνο ο δεξιός πήχυς του, που φυλάσσεται στην Ι.Μ. Παναγίας της Πορταΐτισσας στην Αστυπάλαια, της οποίας είναι ο πολιούχος και προστάτης.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε την αγιότητά του με την ΙΒ’ Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη στις 30 Ιουλίου του 1974.

Τελευταίος σταθμός της ιεραποστολής του Οσίου Ανθίμου στο Αιγαίο υπήρξε η μικρή Σίκινος. Έφθασε εκεί το 1775, με ιερό σκοπό να αναβιώσει την Ι.Μ. Ζωοδόχου Πηγής-Χρυσοπηγής. Ο Άγιος ευλαβείτο ιδιαιτέρως την Παναγία Χρυσοπηγή. Παλαιότερα είχε προσκυνήσει το θαυματουργό Της εικόνισμα στη γειτονική Σίφνο. Οι ντόπιοι κάτοικοι τον βοήθησαν να ανέβει στο Φρούδι του Μοναστηριού, στην κορυφή του βουνού πάνω από τον οικισμό του νησιού, όπου από τον 17ο αι. δέσποζε το σταυροπηγιακό γυναικείο Μοναστήρι της Κυράς της Χρυσοπηγής.

Τα δύσκολα εκείνα χρόνια, πολλά νησιά του Αιγαίου υπέφεραν από συχνές πειρατικές επιδρομές. Ανάμεσά τους και η Σίκινος. Ο Άγιος Άνθιμος βρήκε το Μοναστήρι της Παναγίας βαριά πληγωμένο από παλαιότερη πειρατική επιδρομή. Οι Χριστιανοί της Σικίνου και οι λιγοστές μοναχές είδαν στο πρόσωπο του αγωνιστή μοναχού τον σωτήρα τους. Με τη συνδρομή των κατοίκων αποπεράτωσε τη μονή και οργάνωσε μοναστική αδελφότητα. Κατά το διάστημα της παραμονής του εκεί χτίστηκαν ψηλά τείχη, κελλιά των καλογραιών, υπόγειες αποθήκες και δεξαμενές βρόχινου νερού. Ανακαινίστηκε το μικρό Καθολικό, που στολίστηκε με ξυλόγλυπτο τέμπλο και ωραίες εικόνες. Πάνω από την πόρτα εντοιχίστηκε επιγραφή, η οποία αναφέρει το όνομα του νέου ιδρυτή και την ημερομηνία της ανακαίνισης: «Άνθιμος Μοναχός, 1775 Ιουλίου 10». Ο Όσιος Άνθιμος ενδεχομένως να ασήμωσε και τη θαυματουργή εικόνα της Χρυσοπηγής, έργο του 17ου αιώνα.

 

Η Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Σικίνου σήμερα

Διακριτική παρουσία ανάμεσα στα πολυδιαφημισμένα Κυκλαδονήσια, η μικρή Σίκινος, από τις μικρότερες κατοικημένες Κυκλάδες, ανάμεσα σε Ίο και Φολέγανδρο, ακολούθησε την τύχη τους και επανειλημμένα έγινε στόχος πειρατικών επιδρομών, με μεγαλύτερη αυτή του 1774.

Η εντυπωσιακή Μονή της Ζωοδόχου Πηγής είναι χτισμένη σε λόφο πάνω από το Κάστρο με μαγευτική θέα στη θάλασσα και σε σχεδόν όλη τη Σίκινο. Φιδωτό λιθόστρωτο μονοπάτι ανηφορίζει από τη Χώρα και καταλήγει στην είσοδο του Μοναστηριού. Ξεχωρίζει με τον ψηλό, ασβεστωμένο οχυρωματικό περίβολό της, στο χείλος του γκρεμού, ΒΑ της Χώρας. Στη βόρεια πλευρά του φρουριακού συγκροτήματος, εκεί όπου χαμηλώνει το τείχος και εκτός αυτού, βρίσκεται το γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Άννας.

Χτίστηκε το 1690 και ήταν πάντα γυναικεία μονή, έσχατο καταφύγιο των Σικινιωτών κάθε φορά που το νησί έπεφτε σε χέρια κακόβουλων επιδρομέων. Επισκευαζόταν καρτερικά ύστερα από κάθε περιπέτεια. Το Καθολικό της είναι διακοσμημένο με εξαίρετης τέχνης ξυλόγλυπτα προσκυνητάρια και εικόνες του 18ου αι. Άντεξε έως το 1834 και σταμάτησε να λειτουργεί με το διάταγμα του Όθωνος. Οι οκτώ γηραιές μοναχές του φιλοξενήθηκαν σε διάφορες Σικινιώτικες οικογένειες έως τον θάνατό τους.  

Το 1977 άρχισαν έργα για την αναστήλωσή της και το 1979, ανήμερα της γιορτής της, ξανάνοιξε το κατώφλι της για το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Ο νεαρός διάκονος τότε της Μητρόπολης Σύρου Δωρόθεος Πολυκανδριώτης, ο σημερινός Μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος ο Β’, ανέλαβε την πρωτοβουλία της ανακαίνισης της μονής. Αφιέρωσε αρκετό χρόνο προσπαθώντας να κάνει με πείσμα και κόπο τα ερείπια κτίσματα και το χάος πάλι μοναστηράκι, με τη βοήθεια των φιλευσεβών κατοίκων και των δύο ιερέων του νησιού, αιδεσιμ. π. Σπυρίδωνος και π. Θεοδώρου.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μητροπολίτης κ. Δωρόθεος έγινε ο δευτεροκτήτωρ της μονής. Με μόχθο και συνεχές και ανύστακτο ενδιαφέρον του για το μοναστηράκι, κατάφερε να είναι λειτουργικό, επισκέψιμο και ξανά το καμάρι των κατοίκων του νησιού και ολόκληρης της μητροπολιτικής του περιφέρειας. Συνέγραψε το βιβλίο «Το Μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσοπηγής στη Σίκινο» και προσπαθούσε επί σειράν ετών να το στελεχώσει έστω με μικρή αδελφότητα, προκειμένου να συνεχίσει την πορεία του στον χρόνο.

Μετά την ανακαίνισή της το 1979, στις 5 Μαΐου 1994, έκειρε μοναχή τη Σικινιώτισσα Καλλιόπη Αρσενικού, στην οποία έδωσε το όνομα Ευπραξία, η οποία όμως εκλήθη γρήγορα στην αιωνιότητα. Έκτοτε η μονή, έως και τον Αύγουστο του 2015, δεν είχε μοναχές. Το παμπάλαιο κτίσμα, με τη φροντίδα του Μητροπολίτη, διατηρήθηκε σε αρκετά καλή κατάσταση. Τον Σεπτέμβριο του 2015 η αδελφή Μυροφόρα ξαναζωντάνεψε τη μονή.

Πέρασαν περίπου 22 μήνες από εκείνη την ημέρα που αποφάσισε να παραμείνει. Τα καθημερινά προβλήματα πάμπολλα και τα περισσότερα ζωτικής σημασίας. Είναι λογικό μετά από σχεδόν 200 χρόνια εγκατάλειψης και απουσίας μοναστικής αδελφότητας οι ελλείψεις να είναι πάρα πολλές. Αξιέπαινη η προσπάθειά της και κυρίως η απόφασή της να έχει πια το μοναστήρι μοναχική παρουσία και μυστηριακή ζωή. Αρωγούς στην προσπάθεια αυτή έχει τους λιγοστούς κατοίκους του νησιού, τον δήμαρχο, τους δύο ιερείς, που όλοι τους την έχουν περιβάλει με πολλή αγάπη, και ιδιαίτερα τον Μητροπολίτη Σύρου Δωρόθεο, που με το συνεχές και άοκνο ενδιαφέρον του προσπαθεί να ξαναστήσει το Μοναστηράκι.

Η μοναχή αγωνίζεται με την εκτροφή ζώων και την παραγωγή κηπευτικών, μαρμελάδας και γλυκών του κουταλιού να εξοικονομήσει τα έξοδα της μονής. Το κυριότερο, όμως, πρόβλημα στη μονή είναι η παντελής έλλειψη νερού. Η μοναχή είναι υποχρεωμένη καθημερινά να κουβαλάει νερό από το χωριό χειμώνα-καλοκαίρι. Μια στέρνα όπου συλλέγει το βρόχινο νερό δεν είναι αρκετή ούτε για τις καθημερινές ανάγκες. Σε περίπτωση πυρκαγιάς το μοναστήρι είναι απροστάτευτο!

Είναι μακρύς ο κατάλογος των απολύτως αναγκαίων για τη λειτουργία της μονής. Είναι βέβαιο, όμως, ότι η Χάρη του Θεού θα κινήσει φιλομόναχες καρδιές να στρέψουν το ενδιαφέρον τους και προς αυτό το μικρό σέβασμα της Ορθοδοξίας, για να στηριχθεί και να συνεχίσει να λάμπει σαν φάρος από την υψιπετή θέση όπου βρίσκεται, όχι μόνο στη Σίκινο, αλλά και στα γειτονικά νησιά του Αρχιπελάγους.