Του Δημήτρη Λ. Παπαδάκη, Φιλολόγου, πρώην Λυκειάρχη, Προέδρου του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου

 

Μια από τις πιο φοβερές αρρώστιες της ανθρωπότητας ήταν η λέπρα. Το σώμα των λεπρών γέμιζε εξανθήματα και έλκη, από τα οποία έτρεχε δυσώδες πρασινοκίτρινο υγρό. Τα κόκαλα των χεριών ατροφούσαν η νεκρώνονταν, τα δάχτυλα κόβονταν. Το πρόσωπό τους, με φαγωμένα μάγουλα, με μάτια ζαρωμένα στην κόγχη τους ή γουρλωμένα, με χείλη σκισμένα ή σάπια, με πεσμένα τα φρύδια, τα ματόκλαδα και τα δόντια, ήταν σαν φρικιαστική μάσκα τραγωδίας. Η λέπρα τους οδηγούσε στον θάνατο αργά, βασανιστικά.

Οι άνθρωποι πίστευαν ότι η λέπρα ήταν θεία τιμωρία στους αμαρτωλούς και ότι ήταν σφόδρα μεταδοτική. Ήξεραν δε ότι ήταν ανίατη. Έτσι στα πανάρχαια χρόνια απαγορευόταν στους λεπρούς να έρχονται σε επικοινωνία με άλλους ανθρώπους.

Το Λευϊτικό αναφέρει: «Ο λεπρός πρέπει να έχει λυτή την κόμη του· να καλύπτει τον μύστακά του και να φωνάζει: “Ακάθαρτος! Ακάθαρτος!”» (Κεφ. 13, 45,46). Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι οι δέκα λεπροί, που συνάντησαν τον Χριστό σε κάποια κώμη, «έστησαν πόρρωθεν»... (ΙΖ´,12).

Ο λεπρός λεγόταν και μεσκίνης, από την τουρκική λέξη miskin (βρομερός, φτωχός, άθλιος), αργότερα δε χανσενικός, από το όνομα του Νορβηγού ιατρού Hansen, ο οποίος ανακάλυψε το παθογόνο μικρόβιο της λέπρας.

Η απομόνωση των λεπρών συνεχίστηκε επί αιώνες.

Στην Κρήτη, που υπήρξε η κυριότερη εστία λέπρας, οι λεπροί ζούσαν έξω από τις πόλεις και τα χωριά, στις λεγόμενες μεσκινιές1, σε σπήλαια και καλύβες, και αποζούσαν με την καλλιέργεια κηπευτικών, την εκτροφή ζώων και από τις ελεημοσύνες των περαστικών. Πολλοί ξένοι περιηγητές και Έλληνες συγγραφείς παρουσιάζουν τη φρικτή ζωή των λεπρών στον τόπο της απομόνωσής τους.

Η Κρητική Πολιτεία με το νόμο 463 της 7 Μαΐου 1903, για να βελτιώσει τη ζωή των λεπρών, όρισε τόπο εγκατάστασής τους τη Σπιναλόγκα. Στις 13 Οκτωβρίου 1904 εγκαταστάθηκαν εκεί οι πρώτοι 251 λεπροί. Αργότερα εγκαταστάθηκαν λεπροί και από την άλλη Ελλάδα.

Δυστυχώς και στη Σπιναλόγκα η ζωή των λεπρών ήταν φρικτή. Το νησί είχε έκταση περίπου ογδόντα πέντε στρέμματα και ήταν βραχώδες και άνυδρο. Η Κρητική Πολιτεία και αργότερα το ελληνικό κράτος, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασής τους, δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν τους λεπρούς όσο έπρεπε. Απ’ όσο ξέρω, μετά το 1950 το ελληνικό κράτος χορήγησε σε κάθε λεπρό μικρό μηνιαίο χρηματικό βοήθημα.

Την τραγική κατάσταση των λεπρών στη Σπιναλόγκα παρουσιάζουν νομάρχες του Νομού Λασιθίου με έγγραφά τους στον Ελευθέριο Βενιζέλο και το υπουργείο Υγιεινής, γιατροί, δημοσιογράφοι και λογοτέχνες με δημοσιεύματά τους.

Ο τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ διευθυντής του Ινστιτούτου Παστέρ της Τύνιδας, Κάρολος Νικόλ, έπειτα από επίσκεψή του το 1927 στο Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας, γράφει στην «Illustration» (24.11.1928): «Η μοίρα, η οποία έχει την τέχνη να επιδεικνύει τα βασανιστήριά της, προσθέτει στην τραγωδία της αρρώστιας και την τραγωδία της πλήξης (...). Στο νησί δε γινόταν συστηματική θεραπεία. Μια νέα γυναίκα αυτοκτόνησε. Πολλοί, για να γλυτώσουν από τη φρικτή φυλακή, έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Είναι καιρός η Ελλάδα να εξαλείψει το αίσχος της Σπιναλόγκας» (Περιοδ. «Μύσων», ό.π., σελ. 73, 74).

Ο Θέμος Κορνάρος στο βιβλίο του «Σπιναλόγκα» (1936) γράφει: «Αυτοί, που δουλεύανε σ᾽ όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουν ψωμί, βρίσκονται τώρα στην αρρώστια τους πεταμένοι σαν κοπριά σ᾽ έναν κοπρόλακκο βρωμερό, που λέγεται Σπιναλόγκα».

Οι κριτικοί χαρακτήρισαν το βιβλίο αυτό «βέλος εναντίον της ελληνικής πρόνοιας» και «κραυγή σφαγμένου ζώου μέσα στο χάος της απάνθρωπης αθλιότητας».

Ο Γουλιέλμος Άμποτ στο ογκώδες μυθιστόρημά του «Γη και νερό» (1936) παρουσιάζει τους χανσενικούς της Σπιναλόγκας να ζουν σε συνθήκες απίστευτης αθλιότητας.

Ο Παύλος Παλαιολόγος σε χρονογράφημά του υπό τον τίτλο «Με κάποιους απόκληρους», που δημοσίευσε έπειτα από επίσκεψή του στο «Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων» της Αθήνας, στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (26 Απριλίου 1944), γράφει:

«Τρία επιβλητικά κτήρια στεγάζουν τους ανθρώπους που έπληξε η κατάρα των ουρανών. Στέγη των αρρώστων και κέντρο επιστημονικών ερευνών. Δεν λησμονώ την εντύπωση, όταν για πρώτη φορά επεκοινώνησα με τα θύματά της. Τριακόσιοι τόσοι, γυναίκες και άνδρες, στο μαύρο βράχο της Σπιναλόγκας. Είναι από τα θεάματα που σας συνοδεύουν για πάντα. Το ξαναείδα προχθές. Δεν παρουσιάζεται όμως και εδώ η ίδια φοβερή εικόνα. Όμοιες φυσικά οι εκδηλώσεις της αρρώστιας. Αλλά τόσο διαφορετικές οι συνθήκες της διαβίωσης... Τίποτα που να θυμίζει τον απαίσιο βράχο της Κρήτης, άνυδρο, άδεντρο, τόπο κόλασης, όπου δεν είχαν ούτε όσο χώμα χρειάζεται για την ταφή ενός νεκρού».

Η Αγγλίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Victoria Hislop στο μυθιστόρημά της «Το νησί» παρουσιάζει τις δύσκολες συνθήκες ζωής των λεπρών στη Σπιναλόγκα και τη βελτίωσή τους με την πάροδο του χρόνου. Ένας δραστήριος λεπρός δημιουργεί μια οργανωμένη κοινότητα στην οποία οι ανθρώπινες αδυναμίες σβήνουν με την έμπρακτη αγάπη και αλληλεγγύη των μελών της.

   

Παρουσίασα δι’ ολίγων απ’ όσα πολλά κείμενα λογοτεχνικά και άλλα έχω στη διάθεσή μου τον φόβο και την αποστροφή που προξενούσε σε όλους η λέπρα, ανίατη τότε, και, όπως πίστευαν όλοι, πολύ μεταδοτική, και τη φρικτή κατάσταση των λεπρών στη Σπιναλόγκα. Πιστεύω ότι έτσι μόνο μπορούμε να αντιληφθούμε τη σημασία της απόφασης του πατέρα Χρύσανθου να διακονήσει τους λεπρούς διαμένοντας στη Σπιναλόγκα.

Στο νησί, λόγω του φόβου μόλυνσης από τη λέπρα και της αποστροφής που προξενούσε το θέαμα των λεπρών, πήγαιναν ελάχιστοι, για να μεταφέρουν εκεί τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης.

Το 1947 ο εφημέριος των λεπρών της Σπιναλόγκας Μελέτιος Βουργούρης έλαβε από τον επίσκοπο Πέτρας Διονύσιο Μαραγκουδάκη διμηνιαία άδεια, από 20 Ιουλίου ως 20 Σεπτεμβρίου, για να μεταβεί στους Αγίους Τόπους. Ο επίσκοπος δεν μπορούσε να βρει ιερέα για την αντικατάστασή του.

Τότε ο ιερομόναχος της Μονής Φανερωμένης Ιεράπετρας Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης εξέφρασε την επιθυμία του στον επίσκοπό του Φιλόθεο Μαζοκοπάκη να αναπληρώσει το κενό. Διορίσθηκε αναπληρωτής του Μελετίου με το ακόλουθο υπ’ αριθ. 408/ 14.7.1947 έγγραφο της Ι. Επισκοπής Πέτρας:

 

     «Προς

      την Διεύθυνσιν Νοσηλευτηρίου Λεπρών

                   “Ο Άγιος Παντελεήμων”                                                      

 Κύριε Διευθυντά,

εις απάντησιν του υπ᾽ αριθμ. 561/422 της 9ης μεσούντος μηνός υμετέρου εγγράφου, γνωρίζομεν υμίν ότι αναπληρωτής του κανονικού εφημερίου του Ιδρύματος ιερομονάχου Μελετίου Βουργούρη, εις τον οποίον εχορηγήθη διμηνιαία κανονική άδεια κ.λπ., είναι ο ιερομόναχος Ι. Μονής Φανερωμένης Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης, ως γνωρίζει ημίν η Ι. Επισκοπή Ιεράς και Σητείας διά του υπ᾽ αριθμ. 418/205 της 11ης Ιουλίου ε.ε. εγγράφου αυτής.

        Ο περί ου ο λόγος ιερομόναχος αναπληροί τον κανονικόν εφημέριον κατά το δίμηνον διάστημα από 20 Ιουλίου-20 Σ/βρίου ε.ε.

                                                              Μετ᾽ εκτιμήσεως και ευχών

                                                                     Ο επίσκοπος Πέτρας

                                                                             Διονύσιος»

 

Ο ιερομόναχος Τιμόθεος Περάκης, ο μετέπειτα ηγούμενος της Μονής Φανερωμένης, μου είπε: «Οι μοναχοί της Μονής θαυμάζαμε τον Χρύσανθο για την απόφασή του, απόφαση αυταπάρνησης, να πάει στη Σπιναλόγκα ως αναπληρωτής του ιερομονάχου Μελετίου. Την ημέρα της αναχώρησής του τελέσαμε Θεία Λειτουργία. Τον κατευοδώσαμε δε με πολλή συγκίνηση και υπερηφάνεια, γιατί ιερομόναχος της Μονής μας θα είναι εφημέριος εκεί όπου φωλιάζει η αρρώστια του Ιώβ!».

Ο Μελέτιος δεν επέστρεψε στη θέση του μετά τη λήξη της άδειάς του. Έτσι ο επίσκοπος Πέτρας Διονύσιος παρέτεινε την απόσπαση του π. Χρύσανθου στη Σπιναλόγκα με το ακόλουθο έγγραφο υπ’  αριθ. πρωτ. 550 της 23. 9. 1947:

 

«Οσιώτατε ιερομόναχε Χρύσανθε Κατσουλογιαννάκη, προσωρινέ εφημέριε του Νοσηλευτηρίου Λεπρών “Ο Άγιος Παντελεήμων”.

Κατόπιν του υπ᾽ αριθμ. 733/552 ε.ε. εγγράφου της Διευθύνσεως του Νοσηλευτηρίου προς την Ι. Επισκοπήν Ιεράς και Σητείας και του υπ᾽ αριθμ. 572/259 ε.ε. τοιούτου αυτής προς υμάς, κοινοποιηθέντος και ημίν, εγκρίνομεν την παραμονήν υμών ως προσωρινού εφημερίου του Ιδρύματος μέχρι της 20ης Νοεμβρίου ε.ε.

                                                 Ένθερμος προς Θεόν ευχέτης.

                                                       Ο επίσκοπος Πέτρας

                                                              Διονύσιος»