Toυ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία

1. Ο Ψαλμός αυτός δεν φαίνεται να έχει ορισμένο θέμα, αλλά χαρακτηρίστηκε ως μία σύνθεση προσευχών, για θέματα τα οποία αντιμετωπίζει και σήμερα ο άνθρωπος. Ολοι όμως οι ερμηνευτές συνδέουν τον Ψαλμό ως ενιαίο, γιατί έχει ακροστιχίδα το εβραϊκό αλφάβητο. Αν εγκύψουμε βαθύτερα στον Ψαλμό, θα διαπιστώσουμε ότι όλοι οι στιχοι συνδέονται, έστω και χαλαρώς, με κάποιο γενικότερο θέμα. Ο ποιητής μας, ο Δαυίδ, ή κάποιος άλλος άγνωστος ψαλμωδός, φαίνεται από την αρχή του Ψαλμού (στιχ. 2) ότι αντιμετωπίζει εχθρούς και μάλιστα πολλούς (στιχ. 19), οι οποίοι τον εμπαίζουν («μηδέ καταγελασάτωσάν με οι εχθροί μου», στιχ. 2), για την πίστη του φαίνεται και την προσκόλλησή του στον Θεό. Γνωστόν ότι αυτό το θέμα απαντά και σε άλλους ψαλμούς (βλ. λόγου χάριν Ψαλμ. 3,3).

Στην πολεμική του αυτή από τους πολλούς εχθρούς του, ο ποιητής μας καταφεύγει στον Θεό (στιχ. 1), στον Οποίο πιστεύει ακράδαντα («επί σοι πέποιθα», στιχ. 2) και παρακαλεί τη βοήθειά Του για να «μη καταισχυνθεί» και να μη «περιπαιχθεί» από τους εχθρούς του (στιχ. 2). Εχει, δε, ο ψαλμωδός μας τη βεβαιότητα ότι έτσι θα συμβεί, γιατί ξέρει από τα πράγματα, και από τη δική του ιστορία, αλλά και από τη ζωή όλων των πιστών στον Θεό ανθρώπων, ότι «πάντες οι υπομένοντες τον Κύριον ου μη καταισχυνθώσιν» (στιχ. 3). Ανθρωπος, δε, της Παλαιάς Διαθήκης αυτός δεν συγκρατεί τη αποστροφή του προς τους αμαρτωλούς, αλλά εύχεται γι᾽ αυτούς, στους οποίους ανήκουν και οι εχθροί του, να «αισχυνθούν» (στιχ. 3), με τη ματαίωση εννοείται των διαβολιών τους κατά του ποιητού μας.

Κάποια σκευωρία φαίνεται θα διοργάνωσαν οι άνομοι εχθροί κατά του ποιητού μας και αυτός δεν ξέρει πως να τους αντιμετωπίσει χωρίς να αμαρτήσει, εναντιούμενος προς το θέλημα του Θεού. Γι᾽ αυτό και παρακαλεί στη συνέχεια να του γνωρίσει ο Θεός το θέλημά Του («οδοί», «τρίβοι», στιχ. 4), να του διδάξει την «αλήθειά» Του, γιατί σ᾽ Αυτόν πάντα («όλην την ημέραν») προστρέχει με βεβαιότητα («σε υπέμεινα», στιχ. 5). Και πιστεύει βέβαια ότι ο Θεός θα τον διδάξει, θα του φανερώσει πως πρέπει να φερθεί, τι πρέπει να πεί και να πράξει, όπως εζήτησε (στους στιχ. 4.5), γιατί ο Θεός έχει επιδείξει από παλαιά («από του αιώνος»), στην ιστορία των προγόνων του τους οικτιρμούς Του και την προστασία Του σ᾽ αυτούς (στιχ. 6).

2. Εκείνο όμως το οποίο λυπεί τον ποιητή μας και τον κάνει να φοβάται μη χάσει τη βοήθεια και προστασία του Θεού, την οποία τώρα τόσο θερμά επικαλείται, είναι τα αμαρτήματά του. Ολα τα αμαρτήματά του που διέπραξε από τη νεότητά του («αμαρτίας νεότητός μου»). Γι᾽ αυτό, στο σημείο αυτό κάνει δέηση στον Θεό υπέρ αφέσεως των αμαρτιών του και πιστεύει ότι θα τη λάβει, γιατί ομολογεί ότι ο Θεός έχει «ελέη» και «χρηστότητα», δηλαδή αγαθότητα (στιχ. 7). Αφού λοιπόν ο Θεός του ψαλμωδού μας είναι «χρηστός και ευθύς (= δίκαιος)», γι᾽ αυτό «νομοθετήσει αμαρτάνοντας εν οδώ» (στιχ. 8). Θα συγχωρέσει, δηλαδή, τους αμαρτωλούς, μεταξύ των οποίων συγκατέλεξε και τον εαυτό του ο ποιητής, όπως είδαμε προηγουμένως (στιχ. 7) και θα τους διδάξει («νομοθετήσει») να κάνουν τα πρέποντα, όπως εζήτησε προηγουμένως πάλι για τον εαυτό του ο ποιητής μας (στιχ. 5). Και επεκτείνει την έννοια αυτή, λέγοντας ότι ο Θεός οδηγεί πάντοτε τους ταπεινούς ανθρώπους (τοιούτος είναι και ο ποιητής μας) να πολιτεύονται με σύνεση («εν κρίσει», στιχ. 9). Και βέβαια, με σύνεση θα πολιτεύονται όσοι καθοδηγούνται από τον Νόμο του Θεού (βλ. «νομοθετήσει», στιχ. 8), γιατί «πάσαι αι οδοί Κυρίου έλεος και αλήθεια», όπως έτσι το βεβαιώνουν αυτοί που ερευνούν τη διαθήκη του Κυρίου και τα μαρτύριά Του και συμμορφώνονται προς αυτά (στιχ. 10). Επέμεινε πολύ ο ψαλμωδός μας στο να μαθητευθεί στη διδασκαλία του Θεού, γιατί αυτό το θεωρεί πολύ σημαντικό για να έχει σωστό τρόπο αντιμετώπισης των εχθρών του. Ο στιχ. 4, «τας οδούς σου, Κύριε, γνώρισόν μοι και τας τρίβους σου δίδαξόν με», είναι βασικός στον όλο Ψαλμό και αποτελεί «κλείδα» κατανόησής του.

3. Στη συνέχεια, ο ψαλμωδός μας επαναλαμβάνει τις έννοιες που είπε παραπάνω, διαπλατύνοντας αυτές και ικετεύων πάλι τον Θεό για τη βοήθειά Του και την προστασία Του. Ετσι ικετεύει πάλι για την άφεση των αμαρτιών του (στιχ. 11), βεβαιώνει πάλι ότι ο Κύριος θα καθοδηγεί και θα διδάσκει τους φοβουμένους Αυτόν (στιχ. 12) και μάλιστα λέγει ότι αυτοί, οι φοβούμενοι τον Κύριο, μεταξύ των οποίων πιστεύει τον εαυτό του ο ποιητής μας, δεν θα χαθούν, όπως το θέλουν οι εχθροί τους, αλλά θα αναπαύονται σε αγαθά και θα ευτυχήσουν και αυτοί και οι απόγονοί τους (στιχ. 13). Δυναμωθείς δε στην πίστη του ο ποιητής μας από την προσευχή του προς τον Θεό, λέγει τέλος ένα υπέροχο στίχο, που δίνει λύση στο δράμα του: «Κραταίωμα Κύριος των φοβουμένων αυτόν και η διαθήκη αυτού δηλώσει αυτοίς» (στιχ. 14)! Πραγματικά, η Διαθήκη του Κυρίου, την οποία έκανε με τον λαό Του, η Παλαιά Διαθήκη, την οποία ζούσε ο ποιητής μας, αλλά, πολύ περισσότερο, και η Καινή Διαθήκη, που έχουμε εμείς, βεβαιώνουν την προστασία του Γιαχβέ Κυρίου στους δικούς Του. Με αυτή, λοιπόν, την στερεά πίστη στην προστασία του Θεού λέγει ο ποιητής ότι για πάντα («διά παντός») θα στρέφει την ψυχή του προς τον Θεό, γιατί πιστεύει ότι «Αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας του» (στιχ. 15). Οτι θα τον σώσει από τα δόλια σχέδια που μηχανεύτηκαν εναντίον του οι εχθροί του.

4. Τελειώνοντας τον ψαλμό του, ο ποιητής μας ικετεύει πάλι τον Θεό να επιβλέψει προς αυτόν τον ευρισκόμενο σε δύσκολη θέση («ότι μονογενής και πτωχός ειμι εγώ», στιχ. 16), ένεκα της καταδίωξης των εχθρών του βέβαια, που έγιναν πολλοί και του πλήθυναν τις θλίψεις της καρδιάς του (στιχ. 17) με το άδικο μίσος τους (στιχ. 19). Και πάλι ικετεύει τον Θεό του να του συγχωρήσει τα αμαρτήματά του (στιχ. 18) και να μην τον αφήσει να καταισχυνθεί, γιατί ήλπισε σ᾽ Αυτόν (στιχ. 20). 

Παρηγορία του θλιβομένου ψαλμωδού μας είναι ότι οι «άκακοι» και οι «ευθείς», οι άνθρωποι του Θεού, δηλαδή, είναι μαζί του και τον χαίρονται, επειδή είναι πιστός στον Κύριο (στιχ. 21).

Ο ψαλμωδός μας, πιστός πατριώτης, γενικεύει και ανάγει το προσωπικό του θέμα στο έθνος του, το Ισραήλ, και παρακαλεί τον Θεό να το λυτρώσει από τις θλίψεις που του επιφέρουν οι εχθροί του (στιχ. 22). Αν ο Ψαλμός είναι ποίημα του Δαυίδ, ο στίχος δικαιολογείται απολύτως και έχει την αρμόζουσα θέση του.