Toυ Αλεξάνδρου Π.Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Με την Ανάστασή Του, ο Κύριος έβαλε την υπογραφή Του στη «Ληξιαρχική Πράξη» της παρουσίας Του στη γη. Μια «Ληξιαρχική Πράξη» που είναι μοναδική, διότι δεν αναλώνεται στη βεβαίωση της Γέννησης και του Θανάτου του Χριστού, όπως γίνεται με τις συμβατικές ληξιαρχικές πράξεις όλων των ανθρώπων, αλλά πιστοποεί και την εκ του Τάφου έγερσή Του. Εύλογα άλλωστε, αφού ο Ναζωραίος, όπως αποδείχθηκε και με τη Γέννηση και τη θαυματουργό Δράση Του, έφερε δύο φύσεις: Την Ανθρώπινη και τη Θεία. Ηταν Θεάνθρωπος. Τέλειος Ανθρωπος, αλλά και αληθινός Θεός. Ως Ανθρωπος πέθανε επάνω στον Σταυρό. Ως Θεός, όμως, Αναστήθηκε από τον Τάφο, διότι ο Θεός είναι Αρχηγός της Ζωής και δεν χωράει σε μνήματα. Αυτά είναι μόνο για τους ανθρώπους που υπόκεινται στον νόμο της φθοράς. Η Ανάσταση, λοιπόν, του Χριστού προβάλλει το εκτυφλωτικό και Ανέσπερο Φως της επίγειας λάμψης Του, που καταυγάζει την οικουμένη και δείχνει σε όλους τους ανθρώπους ότι ο τάφος δεν είναι το τέρμα, αλλά η αρχή της ζωής.

Μακριά από αυτό το Ανέσπερο Φως, που έφερε στον κόσμο ο Χριστός, ζουν όλοι, όσοι αμφισβητούν ή χλευάζουν το Σταυρό-Αναστάσιμο μήνυμά Του, προσπαθώντας έτσι να κρύψουν τον αστραφτερό Ηλιο της Δικαιοσύνης απο τη ζωή των ανθρώπων. Γνωρίζουμε όμως εμπειρικά ότι κανένας ήλιος δεν χάνει τη λάμψη του, επειδή κάποιοι γυρνούν την πλάτη τους σε αυτόν. Οποιος γυρίζει την πλάτη του στον ήλιο, το μόνο που καταφέρνει είναι να σκιάζει τις δικές του διαδρομές στη ζωή. Ο ήλιος θα εξακολουθεί να φωτίζει τον δρόμο εκείνων που αποζητούν το φως του.

Το ίδιο μακριά από το Φως της Ανάστασης βρίσκονται και όσοι τυπικά μεν αποδέχονται το Αναστάσιμο Φως, ουσιαστικά όμως λειτουργούν χωρίς αυτό στη ζωή τους. Μοιάζουν με εκείνους που η πίστη τους στον Χριστό ταυτίζεται με το φως μιας μισοκαμμένης αναστάσιμης λαμπάδας, η οποία ανάβει πέντε λεπτά πριν και σβήνει πέντε λεπτά μετά το «Χριστός Ανέστη». Διότι για αυτούς τους Χριστιανούς προτεραιότητα έχουν οι γευστικές απολαύσεις της Αναστάσιμης Νύχτας και όχι ο Αναστημένος Θεός που τους καλεί στη δική Του Πασχαλινή Τράπεζα.  Οταν λοιπόν αυτή τη Λαμπρή Νύχτα αρνείται κάποιος να «λουστεί» στο Φως της Ανάστασης, πόσο πιθανό είναι να καταφύγει σε αυτό, για να φωτίσει τις άλλες νύχτες της ζωής του;

Ας αφήσουμε όμως στην άκρη αυτούς που απομακρύνονται από το Αναστάσιμο Φως δια της πίστεως προς αυτό, για να δούμε τις δυο αντιπροσωπευτικές κατηγορίες ανθρώπων που το πολεμούν.

Το Σταυρό-Αναστάσιμο κήρυγμα ως «σκάνδαλο»

Βασικοί εκφραστές της αντίληψης που θεωρεί το Σταυρό-Ανατάσιμο κήρυγμα ως «σκάνδαλο» είναι οι Ιουδαίοι (Κορ Α’ 23 ). Αυτοί ουδέποτε είδαν τον Χριστό ως Υιό του Θεού. Διότι σύμφωνα με τις διδαχές της θρησκείας τους, ο Θεός είναι ένας και δεν έχει ασφαλώς παιδιά, για να τα στέλνει στη γη. Δεν αναγνώρισαν τον Ιησού οι Ιουδαίοι, ούτε ως ένα απλό Προφήτη, αφού η καταγωγή του από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας ήταν απαγορευτική για κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με τις γραφές και τις πεποιθήσεις τους, «εκ της Γαλιλαίας Προφήτης ουκ εγήγερται» (Ιω ζ’ 52). Αντιμετώπισαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι τον Χριστό ως ένα αγύρτη και βλάσφημο απέναντι στον Θεό, ο οποίος, όπως πίστευαν, δεν πεθαίνει ποτέ, ώστε να χρειάζεται να αναστηθεί.

Γι’ αυτό και δεν δίστασαν να σταυρώσουν τον Ναζωραίο. Από την άποψη αυτή ήταν λογικό να θεωρούν την Ανάσταση του Χριστού ως σκάνδαλο. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ιουδαίοι δίπλα στις πεποιθήσεις τους για τον Θεό χρησιμοποίησαν επάνω στον Γολγοθά ως όπλο κατά της Θεότητας του Χριστού και τον ορθολογισμό, όταν καλούσαν τον Εσταυρωμένο να κατεβεί από τον Σταυρό, για να τους αποδείξει ότι είναι Θεός (Ματθ κζ 42).

Με τον τρόπο αυτό το μόνο που κατάφεραν οι Ιουδαίοι ήταν να σπρώξουν στην απιστία απέναντι στον Χριστό όλους τους ορθολογιστές, υποσκάπτοντας όμως παράλληλα, χωρίς να το αντιληφθούν, τα θεμέλια της θρησκείας τους, η οποία στηρίζεται, ως γνωστόν στον Μωσαϊκό Νόμο, που τον έφτιαξε ο Μωϋσής έπειτα από τις σχετικές εντολές που του έδωσε ο Θεός κατά την συνομιλία του μαζί Του. Και αυτό είναι ασύμβατο με τον ορθολογισμό, ο οποίος δεν μπορεί να δεχτεί τη συνομιλία ενός ανθρώπου με τον Θεό. Δια του ορθολογισμού, επομένως, οι Ιουδαίοι βλασφημούσαν τον Θεό, στον οποίο επίστευαν.

Εν πάση περιπτώσει, μπορεί δια του ορθολογισμού να κέρδισαν οι Ιουδαίοι επάνω στον Γολγοθά τις εντυπώσεις, τις έχασαν όμως αργότερα ομοίως δια του ορθολογισμού, όταν αμφισβητούσαν την Ανάσταση του Χριστού με το επιχείρημα ότι έκλεψαν νύχτα οι μαθητές Του το Σώμα Του και διέδωσαν ότι αναστήθηκε. Και ιδού η εκδίκηση του ορθολογισμού: Οι Ιουδαίοι γνώριζαν ότι ο Χριστός ανέστησε τον Λάζαρο, που ήταν 4 ημέρες πεθαμένος. Το εντυπωσιακό αυτό γεγονός, που έκανε τα πλήθη να προσχωρούν μαζικά στη διδασκαλία του Χριστού, αναστάτωσε τους Ιουδαίους, οι οποίοι, για να διαφυλάξουν το σύστημά τους, σχεδίαζαν μαζί με τον Χριστό να σκοτώσουν και τον Λάζαρο. Δεν τους βγήκε όμως ο σχεδιασμός. Με βάση την ορθολογική αντίληψη, αυτός που ανασταίνει νεκρούς, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά Θεός. Κατά ποία λοιπόν λογική δεν μπορεί ένας Θεάνθρωπος να αναστήσει τον Εαυτό Του, εάν δεχθεί να τον σκοτώσουν κάποιοι ως άνθρωπο;

Στην ίδια βάση «σκανδαλισμού», με αποκλίνουσες όμως απόψεις από αυτές των Ιουδαίων, κινείται και ο Μωαμεθανισμός, που αρνείται τη θεότητα του Χριστού, δέχεται όμως ότι γεννήθηκε με υπερφυσικό τρόπο από την Παρθένο και είναι μεγάλος Προφήτης, υποδεέστερος πάντως από τον Μωάμεθ. Ο Χριστός, κατά τους Μουσουλμάνους, δεν πέθανε ποτέ. Αντί για αυτόν σταυρώθηκε κάποιος σωσίας Του. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την Ανάστασή Του. Δέχονται όμως οι Μουσουλμάνοι την Ανάληψη του Χριστού στους Ουρανούς. Η άρνηση του Αναστάσιμου Φωτός από τους Μουσουλμάνους δεν εκπλήσσει, διότι η αποδοχή του θα καθιστούσε περιττή τη θρησκεία τους.

Το Σταυρό-Αναστάσιμο κήρυγμα ως «μωρία»

Η αμφισβήτηση του Σταυρό-Αναστάσιμου κηρύγματος δεν σταμάτησε στους Ιουδαίους και στους Μουσουλμάνους. Ηλθε και από την ειδωλολατρική Ελλάδα. Οι αρχαίοι Ελληνες, παρά το Δωδεκάθεο που προσκυνούσαν, πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και στην άλλη ζωή. Δεν μπορούσαν όμως να δεχθούν ότι ο Χριστός πέθανε ως άνθρωπος και αναστήθηκε ως Θεός και επομένως, μετά από Αυτόν θα πεθάνουμε και θα αναστηθούμε και μεις. Γι’ αυτό χαρακτήριζαν το σχετικό κήρυγμα ως «μωρία» (Κορ Α’ 23 ). Ηταν ασύλληπτη για τον ανθρώπινο νου μια τέτοια διδαχή.

Η επίσκεψη, όμως, του Παύλου στην Αθήνα και η ανάλυση από αυτόν στην Πνύκα του Σταυρό-Αναστάσιμου κηρύγματος (Πραξ ιζ 22), σε συνδυασμό με τις μαρτυρίες πολλών Ελλήνων που είχαν δει την ανάσταση του Λαζάρου και είχαν μάλιστα ζητήσει μετά από αυτήν να δούν τον Ιησού (ιβ 20), έπεισαν τελικά τους Αθηναίους και στη συνέχεια όλους τους άλλους αρχαίους Ελληνες, ότι το Σταυρό-Αναστάσιμο μήνυμα του Χριστού δεν είναι «μωρία», αλλά σοφία Θεού και δύναμις.

Ετσι πήραν οι αρχαίοι Ελληνες το Φως της Ανάστασης και το μεταλαμπάδευσαν στη συνέχεια σε εμάς τους απογόνους τους, για να φωτίζει και τον δικό μας δρόμο στη ζωή. Δυστυχώς όμως, η εκτεταμένη αθεΐα που καλλιεργούμε σήμερα στην Ελλάδα, μας ξαναγυρίζει στη «μωρία» του κηρύγματος που επισκιάζει το Αναστάσιμο Φως του Χριστού και μας γεμίζει συνοφρύωση, καθώς βλέπουμε να καθοδηγεί τα παιδιά μας στο αβυσαλέο σκοτάδι του μηδενισμού.