Της Εύας Μαριανού, ιατρού, απόφοιτης κατηχήτριας της Αποστολικής Διακονίας
«Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία». Ο Χριστός με αυτήν τη φράση μας προτρέπει να διδαχτούμε από Αυτόν την πιο σημαντική αρετή της πίστης μας, την ταπείνωση. Τι είναι, όμως, ακριβώς η ταπείνωση και πώς η απόκτησή της μας φέρνει όλο και πιο κοντά στην αληθινή πίστη; Θα ήταν μάλλον πιο εύκολο να εξηγήσουμε τι δεν είναι η ταπείνωση, αφού και μέσα στους Ορθοδόξους κύκλους συχνά η έννοια αυτή στρεβλώνεται.
Δεν είναι μια ηθελημένη κακοποίηση του εαυτού μας προερχόμενη από ενοχές, ούτε μια αρνητική αντίληψη που βασίζεται σε έλλειψη αυτοεκτίμησης. Αυτά τα αρνητικά συναισθήματα που τρέφουμε για εμάς τους ίδιους έχουν άλλα αίτια, που μπορεί να είναι ψυχολογικά, κοινωνικά ή οικογενειακά και συχνά τα περιβάλλουμε με θρησκευτικό περιτύλιγμα. Λέμε, λοιπόν, πως είμαστε πολύ αμαρτωλοί, οι χειρότεροι άνθρωποι και δεν αξίζουμε τίποτα, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που αναζητούμε από τους άλλους είναι η διάψευσή μας. Μας αρέσει να ακούμε ότι τίποτα από αυτά δεν ισχύει, ότι είμαστε καλοί άνθρωποι κι ακόμα καλύτεροι Χριστιανοί. Αυτή η κατάσταση κρύβει από κάτω πολύ εγωισμό και ξεσκεπάζεται εύκολα, όταν κάποιος μας ασκήσει κριτική ή πει κάτι αρνητικό για εμάς. Τότε η δήθεν ταπείνωσή μας κυριολεκτικά πάει περίπατο και μας κυριεύει θυμός, πικρία, αντιπάθεια για τον συνάνθρωπό μας. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχουμε ξεριζώσει από την καρδιά μας ούτε τον εγωισμό μας ούτε τη φιλαυτία και την περηφάνεια μας.
Ο Άγιος Παΐσιος έλεγε πως “η ταπείνωση δεν πωλείται σε κανένα μπακάλικο για να την αγοράσουμε”
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας τοποθετεί την ταπείνωση στο εικοστό πέμπτο σκαλοπάτι κι αυτό από μόνο του δείχνει δύο πράγματα. Το ένα είναι η ανηφορική διαδρομή που πρέπει να διανύσουμε για να την κατακτήσουμε, πράγμα δύσκολο σίγουρα, αλλά όχι ακατόρθωτο. Το δεύτερο είναι η μικρή απόσταση από την κορυφή της κλίμακας, κάτι που επιβεβαιώνει ότι η κατάκτηση της ταπείνωσης, οδηγεί στην αποκάλυψη του Θεού και την οικειοποίηση της θείας χάριτος, αφού «ο Θεός δίδει τη χάρη Του στους ταπεινούς» (Ιακ. 4, 6).
Ο Άγιος Παΐσιος έλεγε πως «η ταπείνωση δεν πωλείται σε κανένα μπακάλικο για να την αγοράσουμε, αλλά ο Θεός στέλνει πειρασμούς και ανθρώπους που μας ταπεινώνουν σιγά σιγά και αν είμαστε έξυπνοι θα καταλάβουμε πόσο μεγάλο καλό μας κάνουν οι δοκιμασίες που δεχόμαστε αγόγγυστα». Αυτό είναι το κλειδί της ταπείνωσης. Η αποδοχή του θελήματος του Θεού και η άρνηση του δικού μας θελήματος, κάτι που πολύ όμορφα εκφράζει η Εκκλησία μας μέσα από τη διακονική προτροπή «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Παραδίδοντας το τιμόνι της ζωής μας στον Θεό μαζί με όλα όσα μας αφορούν, από τη μια διασφαλίζουμε την καλύτερη δυνατή εξέλιξη των υποθέσεών μας, αφού ό,τι κι αν Εκείνος επιτρέψει θα έχει ως σκοπό τη σωτηρία μας, και από την άλλη μιμούμαστε την Παναγία μας. Εκείνη, όταν ο Θεός θέλησε να την κάνει συνεργό στο έργο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων, έπρεπε να πάρει μια δύσκολη απόφαση. Δεν πτοήθηκε, όμως, για τις πιθανές αρνητικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει στη ζωή της το γεγονός της ενσαρκώσεως του Κυρίου μας, αλλά με απόλυτη εμπιστοσύνη στο άγιο θέλημά Του αναφώνησε: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου». Μόνο η Παρθένος Μαρία που βίωνε την απόλυτη ταπείνωση θα μπορούσε να το πει, γι’ αυτό και επελέγη.
Η ταπείνωση και η Ορθόδοξη πίστη ταυτίζονται. Αυτό συμβαίνει γιατί αποδεχόμαστε όλα τα δόγματα της Ορθοδοξίας, όπως εκφράζονται μέσα από το «Πιστεύω» και κατά συνέπεια αποδεχόμαστε τη γνήσια αποστολική διδασκαλία και παράδοση της Εκκλησίας μας χωρίς να επιλέγουμε τι θα κρατήσουμε ανάλογα με τις επιθυμίες μας, κόβοντας και ράβοντας έναν Χριστό στα μέτρα μας. Εξάλλου, χαρακτηριστικό της αίρεσης είναι η υπερηφάνεια, το αντίθετο της ταπείνωσης, που μας παρασύρει στο να εμπιστευτούμε το δικό μας θέλημα και όχι του Θεού. Κάθε φορά που ο αγώνας της προσωπικής μας ταπείνωσης μας φαίνεται δύσκολος, ας έχουμε κατά νου τα λόγια του Αγίου Ισαάκ του Σύρου: «Χωρίς την ταπείνωση, το παν είναι μηδέν. Με την ταπείνωση το μηδέν γίνεται παν».