Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης

Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

Παρά το γεγονός ότι η επίσημη εκκλησιαστική ορολογία αναφέρεται σε τιμή των εικόνων και των λειψάνων, καθώς λατρεία απονέμεται μόνο στον Θεό, στην πραγματικότητα το σύνολο των λαϊκών θρησκευτικών τελετουργικών πρακτικών που αναφέρονται στις εικόνες, συνιστούν μια ολόκληρη λατρευτική παράδοση. Γι’ αυτό άλλωστε και η επιστήμη της Λαογραφίας έχει υιοθετήσει τον όρο λατρεία (cult), για να δηλώσει το σύνολο των λαϊκών λατρευτικών παραδόσεων και πρακτικών, που δηλώνουν την τελετουργική σχέση του ανθρώπου με το υπερφυσικό και τις επιμέρους μορφές του, όπως αυτές προσδιορίζονται και περιγράφονται στη λαϊκή θρησκευτικότητα.

Είναι γνωστή η έρις της εικονομαχίας στο Βυζάντιο και οι υπερβολές στις οποίες κατέληξε εκατέρωθεν, όταν οι άνθρωποι αναζητώντας την ευσέβεια ουσιαστικά κατέληξαν στην ευσέβεια και στον παγανισμό και ψάχνοντας τη λειτουργική κάθαρση και τη λογική λατρεία, έφτασαν στο άλλο άκρο, των απάνθρωπων εγκλημάτων, σε μια ολέθρια ανάμειξη της εκκλησιαστικής με την πολιτική πραγματικότητα και δράση της εποχής. Κι είναι επίσης γνωστό ότι η Εκκλησία ορθοτόμησε τον λόγο της αληθείας με τον γνωστό όρο της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία διατράνωσε ότι η προσκύνηση προς τις εικόνες και τα λείψανα συνιστά τιμή που «επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Και φυσικά ως πρωτότυπο θεωρούνται τα ιερά πρόσωπα της Παναγίας και των αγίων, ώστε να πρεσβεύουν στον Κύριο για τις ανάγκες μας, πρωτίστως τις πνευματικές.

Τι τηρείται σήμερα από όλα αυτά στη λαϊκή ευσέβεια και στη λαϊκή θρησκευτικότητα; Φοβούμαι ελάχιστα πράγματα. Ολο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια διολισθαίνουμε σε μια άλογη πραγματικά «λατρεία» των εικόνων και των λειψάνων, σε μια άκριτη θαυματολογία, σε μια συμβολική χρήση των εικόνων και των αντιγράφων εικονισμάτων περιπύστων. Ολο και λιγότερο ο λαϊκός άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι η τιμή που αποδίδει πρέπει να διαβαίνει στο «πρωτότυπον» και ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει αυτόματα, αλλά προϋποθέτει τη δική του λογική και έλλογη προσκύνηση, τη δική του συνειδητή και μετά λόγου γνώσεως συμμετοχή στα δεδομένα της θείας λατρείας.

Το φαινόμενο αυτό δυστυχώς, άθελά τους θέλω να πιστεύω, υποδαυλίζουν και ορισμένοι κληρικοί, που δεν φροντίζουν να διευκρινίζουν όσο πρέπει τους όρους της προσκύνησης και προβαίνουν σε άκριτες και μαζικές μεταφορές και μετακινήσεις εικόνων και λειψάνων για προσκύνηση, χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις της λογικής λατρείας από πλευράς των πιστών. Δεν είναι δυστυχώς λίγα τα δημοσιεύματα, κατά κανόνα ηλεκτρονικά, που σε ανάλογες περιπτώσεις αντί να καλλιεργούν στους πιστούς τη δοξολογική αντίληψη και σχέση με τον Θεό, καταφεύγουν σε προβολή μιας ακατάπαυστης θαυματολογίας, προφανώς με την πίστη ότι αυτό θα βοηθήσει την ανάπτυξη της λαϊκής ευσέβειας.

Συμβαίνει όμως το εντελώς αντίθετο. Αντί να ωφελούνται πνευματικά οι πιστοί, αντί όλα αυτά να συμβάλλουν στην καλή αλλοίωση της ζωής τους και στη επιδίωξη της ψυχικής τους σωτηρίας, τουναντίον συχνά γίνονται αφορμή σκανδαλισμού, καθώς δεν είναι λίγοι εκείνοι που συνδέουν την αναφορά σε θαυματουργές εικόνες με προθέσεις αργυρολογίας, τις οποίες αποδίδουν ευκαίρως ακαίρως σε κληρικούς και λαϊκούς. Κι έτσι «ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται». Κι έτσι συντηρείται η παλαιά λαϊκή εικονολατρία, με όλες τις δεισιδαίμονες και ενίοτε παγανιστικές παραμέτρους της, που επαναλαμβάνονται ως πάγιες και τυποποιημένες διηγήσεις σε όλα τα σχετικά κείμενα.

Απαιτείται λοιπόν ποιμαντική αντιμετώπιση του φαινομένου, η οποία δεν μπορεί παρά να εκκινεί από τη λαμπρή και αψεγάδιαστη αλήθεια της Ορθοδοξίας, έτσι όπως εκφράζεται μέσα από τους κανόνες των Συνόδων και τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας. Απαιτείται ο λαός να διδαχθεί όχι την απλοϊκή θαυματολογία, αλλά την αλήθεια της πίστης, αυτό όμως να γίνει με τρόπο που δεν θα κλονίσει την ευσέβειά του και την πίστη του στα παρεδεδομένα. Απαιτείται, δηλαδή, καλλιέργεια περισσότερης πίστης και αναζήτηση λιγότερων απτών αποδείξεων για την αλήθεια των μεταφυσικών παραδοχών μας.

Γιατί σε τελική ανάλυση η θαυματολογία λειτουργεί για τον λαό ως υλική και χειροπιαστή απόδειξη των εξ αποκαλύψεως αληθειών της Εκκλησίας, για τις οποίες ο λαός πάντοτε αμφιβάλλει και αναρωτιέται, ακριβώς γιατί δεν ζει ουσιαστική, αλλά κατά κανόνα ρηχή και επιφανειακή, προπαντός στους τύπους και ελάχιστα ή καθόλου στην ουσία, ορθόδοξη χριστιανική πνευματική ζωή. Μια ζωή που μόνο μέσα στην Εκκλησία μπορεί να γίνει πράξη. Αρκεί να μην «μωραίνεται» το «άλας της γης».