Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Οδεύουμε προς την οριστική συμφωνία με τα Σκόπια για την ονομασία του κρατιδίου τους, που θα μας απαλλάξει από τη μακροχρόνια «πειρατεία» των Σκοπιανών σε βάρος του «θησαυρού» της Μακεδονίας (το άρθρο γράφτηκε λίγες ώρες πριν την υπογραφή της συμφωνίας). Με τη σχετική συμφωνία  μοιραζόμαστε τα «χρυσαφικά» μας με τους «πειρατές» και ξεμπερδεύουμε μαζί τους μια για πάντα. Τόσο απλά και εύκολα ήσαν τα πράγματα με τον «γόρδιο δεσμό» του Μακεδονικού Ζητήματος, τον οποίο κανείς μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να λύσει. Φαίνεται ότι ήταν μοιραίο να τον «κόψει» με το «σπαθί» που τα μηδενίζει όλα ο Μεγαλέξαντρος της «αριστεράς του τίποτα».

Δεν θα επαναλάβω εδώ όσα έχουν λεχθεί κατά καιρούς από πολλούς, μεταξύ άλλων και από τον γράφοντα, για το μέγεθος του εγκλήματος που διαπράττει η Κυβέρνηση με την υπογραφή της κατάπτυστης αυτής συμφωνίας, η οποία διασφαλίζει στους Σκοπιανούς όσα επί δεκαετίες διεκδικούσαν σε βάρος μας, ήτοι: αφ’ ενός μεν την αναγνώριση της μακεδονικής τους ταυτότητας και αφ’ ετέρου την κατοχύρωση μιας διαλέκτου της βουλγαρικής ως «μακεδονικής γλώσσας». Στην ουσία, με τη σχετική συμφωνία τους παραχωρούμε εξ ολοκλήρου την πνευματική κληρονομιά της Μακεδονίας, αφού όλο το «παιχνίδι» του Μακεδονισμού θα το παίζει η «Βόρεια Μακεδονία» ως ανεξάρτητο κράτος, ενώ η δική μας «Νότια Μακεδονία» δεν θα φαίνεται πουθενά, διότι θα είναι μια απλή γεωγραφική περιοχή της χώρας. Πολύ περισσότερο όταν τα Σκόπια αναγορεύονται στο Σύνταγμά τους ως «κοιτίδα» του Μακεδονικού Εθνους!

Ασχετα αν τάσσεται κάποιος υπέρ ή κατά της συμφωνίας που πρόκειται να υπογραφεί με τα Σκόπια, τίθεται πρωτίστως το ερώτημα, ποιός έδωσε την εξουσία στην Κυβέρνηση να διαπραγματευτεί με τους Σκοπιανούς στη βάση που επέλεξε και βέβαια να υπογράψει μαζί τους τη συγκεκριμένη συμφωνία. Ο ελληνικός λαός δεν ρωτήθηκε ποτέ για αυτό το ζήτημα και φυσικά δεν έδωσε ποτέ την έγκρισή του για τη συμφωνία αυτή. Αντιθέτως, διαφωνεί με αυτήν σε ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 75%, όπως καταγράφουν σταθερά οι σχετικές δημοσκοποήσεις και όπως ενδεικνύουν οι μαζικές διαμαρτυρίες των συλλαλητηρίων, που τα απαξίωσαν πλήρως οι κυβερνώντες, χαρακτηρίζοντας όσους συμμετείχαν σε αυτά ως «πατριδοκάπηλους» Είναι και αυτό ένα σύμπτωμα της εποχής, κατά την οποία οι  λέξεις έχουν χάσει τα νοήματά τους ή προσλαμβάνουν εκείνα που θέλουν να τους δώσουν όσοι τις διαστρεβλώνουν. Γι’ αυτό και παρουσιάζεται σήμερα το παράδοξο φαινόμενο οι ολετήρες τους Εθνους ή της Πατρίδος να εμφανίζονται ως «πατριώτες»  – άσχετα αν δεν πιστεύουν, όπως ομολογούν οι ίδιοι, σε πατρίδες ή έθνη – ενώ οι αληθινοί υπερασπιστές τους να στιγματίζονται ως «πατριδοκάπηλοι»! Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η κυβερνώσα παράταξη, όταν διεκδικούσε την ψήφο του ελληνικού λαού το 2015, δεν του υποσχέθηκε τίποτε άλλο, παρά μόνον ότι θα «σχίσει» τα μνημόνια και όχι την εθνική ή πολιτισμική του ταυτότητα, όπως πράττει τώρα.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η σχετική εντολή που έλαβε η Κυβέρνηση είχε γενικό διαχειριστικό χαρακτήρα, που δεν καλύπτει ειδικές διαχειριστικές πράξεις, οι οποίες χρειάζονται ειδική, ρητή, εντολή. Και τέτοια εντολή ουδέποτε έλαβε η Κυβέρνηση. Οπως είναι κοινώς γνωστό, με γενικό πληρεξούσιο δεν μπορεί να πουλήσει ή να υποθηκεύσει κάποιος ένα ακίνητο. Πρέπει να έχει ειδική εντολή προς τούτο. Πώς λοιπόν τολμά σήμερα η Κυβέρνηση να παραχωρεί στους Σκοπιανούς, χωρίς να ρωτήσει τον λαό, την πολιτισμική ταυτότητα της Μακεδονίας και μέσω αυτής να υποθηκεύει το πιο ένδοξο κομμάτι γης της πατρίδος μας; Γιατί παρέκαμψε η Κυβέρνηση τον λαό; Φοβόταν την κρίση του; Και πόσο δημοκρατική μπορεί να είναι τότε μια Κυβέρνηση, όταν φοβάται ή αγνοεί τον λαό;

Είναι δε εντελώς απρόσφορη η προσπάθεια των κυβερνώντων να παραπλανήσουν ακόμη μια φορά τον ελληνικό λαό με το σοφιστικό επιχείρημα ότι η σημερινή αντιπολίτευση, όταν ήταν πριν από 25 χρόνια Κυβέρνηση, συζητούσε ακόμη και την εκδοχή να πουλήσει εξ ολοκλήρου τη Μακεδονία στους Σκοπιανούς. Κατ’ αρχάς, είναι ανεπίτρεπτο να συγκρίνει κάποιος την απλή σκέψη διαπραγμάτευσης με μια  ολοκληρωμένη συμφωνία. Πολύ περισσότερο, όταν είναι άγνωστο, εάν η τότε Κυβέρνηση ήταν διατεθειμένη να θέσει την όποια συμφωνία θα επιτυγχάνετο υπό την έγκριση του ελληνικού λαού. Εάν η τότε Κυβέρνηση ενεργούσε, όπως ενεργεί η σημερινή, κατάπτυστη θα ήταν ασφαλώς και η δική της συμφωνία. Εν πάση περιπτώσει, είναι άλλο πράγμα να πουλάς ένα ακίνητο με επαχθέστερους όρους, αλλά να εξαρτάς την πώλησή του από την έγκριση του ιδιοκτήτη και άλλο ασφαλώς πράγμα να το πουλάς με επιεικέστερους μεν όρους, αλλά να παρακάμπτεις εντελώς τον ιδιοκτήτη του.

Σήμερα οι κυβερνώντες πουλάνε ελαφρά τη καρδία τη Μακεδονία. Αύριο θα πουλήσουν την Ηπειρο, τη Θράκη ή το Αιγαίο. Αυτό οφείλεται στην αντίληψή τους ότι την Ελλάδα δεν πρέπει να τη βλέπουμε με την παραδοσιακή έννοια της Πατρίδας, αλλά ως ένα «βοσκοτόπι». Επομένως, ακόμη και αν χρειασθεί να παραχωρήσουμε, κατ’ επιταγήν των μεγάλων που λειτουργούν ως «αρχιτσέλιγγες» της περιοχής, ένα τμήμα του στους όμορρους «κτηνοτρόφους» που το διεκδικούν, δεν χάθηκαν τα πράγματα. Η Ελλάδα έχει μπόλικο «χορτάρι», ώστε να μπορούν να «βοσκήσουν» σε αυτό πολλά «ποίμνια». Ακόμη και εκείνα που εισέρχονται ελεύθερα σε αυτήν, βλέποντάς την ως «ξέφραγο αμπέλι». Ειλικρινά δεν αντιλαμβάνομαι, τί είναι εκείνο που εμπνέει την αισιοδοξία ότι αυτό που γίνεται σήμερα στη Μακεδονία, δεν θα επαναληφθεί αύριο στα άλλα ανοικτά εθνικά μέτωπα που έχουμε. Και διερωτώμαι, τί άλλο πρέπει να περιμένει κάποιος ακόμη, για να πειστεί ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται σήμερα στην εξουσία δεν είναι μόνον ανίκανοι, αλλά και επικίνδυνοι, αφού τα έχουν «βγάλει όλα στο σφυρί».

Με τις σκέψεις αυτές γίνεται φανερό ότι η Κυβέρνηση δεν έχει την πολιτική νομιμοποίηση, για να προβεί στη σχετική συμφωνία με τα Σκόπια. Είναι δε απορίας άξιον, γιατί δεν επιφυλάχθηκε, όπως έπραξαν και οι Σκοπιανοί, ώστε να εξαρτάται η οριστική σύναψη της συμφωνίας από την έγκρισή της εκ μέρους του λαού με σχετικό δημοψήφισμα, το οποίο πάντως θα μπορούσε να διεξαχθεί μαζί με τις επόμενες εκλογές, αφού έτσι κι αλλιώς μετατίθεται η ψήφιση της συμφωνίας από τη Βουλή στο τέλος του τρέχοντος έτους, ή στις αρχές του επομένου. Και τότε ασφαλώς θα έπρεπε, ανάλογα με την έκβαση της σχετικής συμφωνίας, να γίνει η συζήτηση με τους Σκοπιανούς για την έναρξη ή μη ενταξιακών διαπραγματεύσεων μαζί τους, ώστε να κριθεί, αν η χώρα τους μπορεί να διαβεί ή όχι το κατώφλι του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.. Αλλιώς η θεώρηση ως επαρκούς μόνης της υπογραφής της συμφωνίας από τους δύο Πρωθυπουργούς, εγκυμονεί ένα εκ των δύο κινδύνων: Είτε τον κίνδυνο της ένταξης των Σκοπίων με τη συνταγματική τους ονομασία, εάν απορριφθεί από τον λαό της γείτονος χώρας η συμφωνία μετά το «πράσινο φως» που θα τους έχουν ανάψει το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε.. Είτε τον κίνδυνο της άσκησης πίεσης στην επόμενη Κυβέρνηση ή στη Βουλή και στον λαό να μη αρνηθούν την έγκριση της συμφωνίας, διότι διαφορετικά θα δημιουργούσαν προβλήματα στη Συμμαχία και στην Ε.Ε., που δεν είναι συνηθισμένες να λαμβάνουν υπ’ όψη την «κόκκινη κάρτα» που βγάζουν τα μέλη τους, όταν οι υποψήφιες χώρες βρίσκονται ήδη στον προθάλαμο της ένταξης.

Πέραν αυτών, καλό είναι πάντως να αγρυπνούν οι φύλακες, ώστε να μη συντελεστεί τελικά το φκιασιδωμένο με παραπλανητικά λόγια παράνομο πωλητήριο της Μακεδονίας.