Toυ Σταύρου Γουλούλη

Δρος Βυζαντινής Τέχνης

Κτίτορες του Μετεώρου υπήρξαν οι όσιοι Αθανάσιος και Ιωάσαφ (Kοινή ημέρα μνήμης: 20 Απριλίου, έκδοση Βίου: Δημ. Σοφιανός, 1990). Ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, αλλά μερικοί καταφέρνουν το δράμα τους να το μετουσιώσουν σε δημιουργία, την ατυχία σε καλό για άλλους. Ή διαμορφώνοντας έναν δικό τους κόσμο, να μην επιτρέψουν να καταστρέψει τη ζωή τους το κακό που έζησαν από τα νιάτα τους. Δύσκολο, αλλά ενίοτε εφικτό. Ενα διαφορετικό, λοιπόν, καλοκαιρινό ταξίδι στα Μετέωρα.

Ο όσιος Αθανάσιος (1303-1381), κατά κόσμον Ανδρόνικος, έζησε την προσφυγιά από την πατρίδα του τη Νεοπάτρα (Υπάτη Φθιώτιδας). Ηταν γιος αξιωματούχου τού -υπό την ψιλή κυριότητα του Βυζαντίου- κράτους των Νέων Πατρών (1267 κ.εξ.), κατέχοντος τις περιοχές Θεσσαλίας και Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Ομως οι καλές ημέρες τελείωσαν το 1318/19, όταν η πόλη αλώθηκε από τη φοβερή και τρομερή Καταλανική Εταιρεία, που είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Ο έφηβος τότε Ανδρόνικος, ήδη ορφανός από γονείς, συνελήφθη αιχμάλωτος και προοριζόταν για δούλος του αρχηγού τών Καταλανών. Κατάφερε όμως να αποδράσει στη Θεσσαλονίκη. Εκεί τον συνέδραμε ο θείος του, εξόριστος κι αυτός, ήδη ασθενών, που σχετιζόταν με τη μονή Ακαπνίου, μία περίφημη βασιλική μονή, προπύργιο των Παλαιολόγων. Μερικά μοναστήρια τότε ήταν εκκολαπτήρια στελεχών του κράτους και της Εκκλησίας. Ετσι επιλέχθηκε να γίνει βοηθός του αυτοκρατορικού γραμματέα της Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα είχε πόθο να μορφωθεί στη «Θύραθεν μάθηση», δηλαδή τα ελληνικά, σε ένα (ιδιωτικό) σχολείο της πόλης. Πλην όμως φτωχαδάκι ήταν και μη διαθέτοντας δίδακτρα, καθόταν από έξω για να «ακροάται». Ετσι φιλοτιμήθηκαν κάποιοι διδάσκαλοι (σχολαστικοί) να τον διδάσκουν «χωρίς μισθό».

Είχε πάρει όμως μεγάλη απόφαση. Αναχώρησε στο Αγιον Ορος και μετά στην Κων/πολη, όπου αμέσως γνωρίσθηκε με την ελίτ των «Ησυχαστών», νηπτικών του 14ου αι., ιδίως τον αρχηγό τους, Γρηγόριο Σιναΐτη. Τελικά μόνασε στο Ορος, αλλά κι από εκεί αναχώρησε υπό δραματικές συνθήκες, κυνηγημένος από Ισμαηλίτες/Τούρκους, αφού πουθενά δεν υπήρχε ασφάλεια εκτός τειχών των μονών. Δεν θέλησε με τον γέροντά του Γρηγόριο να μείνει στο Αγιον Ορος, διότι είχε σχέδιο να έλθει στη Δυτική Θεσσαλία, την οποία λίγο πιο πριν είχε καταλάβει ο βυζαντινός στρατός (1333). Επιασε τη λιθόπολη των Σταγών και επέλεξε μόνος του το Μετέωρο, τον πιο υψηλό και ευρύχωρο βράχο, λεγόμενο «Πλατύλιθο», όπου έμεινε για πάντα. Ανέβηκε στον απροσπέλαστο τόπο για να αποφεύγει ενοχλητικούς ή και ληστές. Εδώ έγινε «Πατήρ» μιας σημαντικής κοινοβιακής αδελφότητας. Ο,τι δημιούργησε, ήλθε ως «αντίσταση» στα όσα έχασε νέος, σπίτι, οικογένεια, πατρίδα. Η ζωή το κανόνισε να μένει σε έναν τόπο, αλλά μπορούσε να βλέπει από τα μετεωρίτικα βράχια τα βουνά της πατρίδας του, των Νέων Πατρών.

Ο όσιος Ιωάσαφ (π.1360-π.1422), κατά κόσμον Ιωάννης Ούρεσης-Παλαιολόγος βασίλευε (δες πιο κάτω) στα Τρίκαλα, αλλά υπέστη σύμφωνα με εκτιμήσεις το βασανιστήριο της τύφλωσης! Λεγόταν Ιωάννης Ούρεσης, ήταν γιος του βασιλέα (Θεσσαλίας με έδρα τα Τρίκαλα) Συμεών Ούρεση-Παλαιολόγου, επίγονου της σερβικής βασιλικής οικογένειας των Νεμάνια. Φτωχού βέβαια, αλλά φέροντος τον τίτλο του βασιλιά. Ο πατέρας του απεβίωσε περί το 1370, αλλά κι αυτός μετά από δύο χρόνια περίπου παραιτήθηκε κι έγινε μοναχός Ιωάσαφ. Ηταν κάπου εικοσιδύο ετών τότε, αλλά είχε πέσει θύμα ασυνείδητου συγγενούς, του Ραδοσλάβου Χλάπεν, ο οποίος τον τύφλωσε, ακριβώς για να τον παραιτήσει! Βασιλιάς και τυφλός δεν γινόταν. Ετσι προκύπτει από ένα χρονικό του 16ου-17ου αι. (M. Οrbini, Il regno degli Slavi, Pesaro 1601, 270-271). Οι βυζαντινές πηγές σιωπούν.

Ο Αθανάσιος τον περιέβαλε με στοργή και τον τίμησε, ορίζοντάς τον διάδοχό του. Ομως ο Ιωάννης-Ιωάσαφ, φαίνεται, αισθανόταν ότι είχε ανάγκη να μαθητεύσει περί τα Ησυχαστικά κι έφυγε για Θεσσαλονίκη και Αγιον Ορος. Αργότερα επέστρεψε οριστικά. Το 1388 έκτισε εκ νέου με δικά του έξοδα το (παλαιό) καθολικό τής Μεταμορφώσεως, που είχε κτίσει ο Αθανάσιος τριάντα-σαράντα χρόνια πιο πριν, επεκτείνοντάς το λόγω αύξησης του αριθμού των μοναχών. Εζησε μέχρι το τέλος της ζωής του στο Μετέωρο τουλάχιστον έως το 1422. Ηταν ο τελευταίος Νεμανίδης...

Ο τυφλός πρώην βασιλιάς και μετά «Πατήρ» του Μετεώρου ενέπνεε σεβασμό και αγάπη παντού. Γύρω στα 1401 ο μητροπολίτης Λαρίσης Ιωάσαφ διαλαλεί: «πολλά μοναστήρια και εκκλησίες είδα, αλλά σαν το Μετέωρο δεν έχω δει ποτέ μου, ένα άγιο σμήνος μοναχών γύρω από το βασιλικό δένδρο, τον Ιωάσαφ. Αυτόν τον ήσυχο, τον απλό άνθρωπο!». Η ρήση του μητροπολίτη ήταν προβλεπτική: το ανανεωμένο μοναστήρι του Ιωάννη-Ιωάσαφ στους επόμενους αιώνες θα είχε ρόλο να ενώνει τη Θεσσαλία, την Ελλάδα.

Στις δύο ιστορίες η Τραγικότητα ισορροπεί με τη Μεγαλοσύνη. Το αντίστροφο του αρχαίου δράματος, όπου οι προσωπικές υπερβολές, πάντως επιλογές, αντιδράσεις στη δυσμένεια της Μοίρας (Ιστορίας) καταστρέφουν τον άνθρωπο. Εδώ δύο ακραίες ανθρώπινες κακίες, «του πλούτου αχορταγιά, της δόξας πείνα» (Ερωφίλη), τελικά εξουδετερώνονται.