Γράφει ο Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ

Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

Όπως είναι γνωστό, ήδη από τις αρχές της οργανωμένης εκδήλωσης της ανθρώπινης θρησκευτικότητας, η σχέση του πιστού με τον ναό και τη θρησκεία του ήταν και οικονομική. Πρόκειται για μια πραγματικότητα γνωστή ήδη από την αρχαία Μεσοποταμία, η οποία διαμόρφωσε ολόκληρη παράδοση. Και την παράδοση αυτή, καθώς την παρέλαβε από τον ιουδαϊσμό, υιοθέτησε και ο χριστιανισμός, ήδη από τα πρώτα βήματά του.

Ωστόσο στα νεότερα χρόνια, οι οικονομικές σχέσεις του πιστού με την ενορία συστηματοποιήθηκαν όταν η παραχώρηση προνομίων από την σουλτανική εξουσία, την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, οδήγησε στον σχηματισμό και την ανάπτυξη του κοινοτικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτά ο πιστός ενίσχυε την ενορία και εκείνη με τη σειρά της φρόντιζε για την εκπαίδευση, την περίθαλψη ασθενών και απόρων, την εξαγορά των αιχμαλώτων, αλλά και τη συντήρηση των κοινοτικών κτισμάτων. Κι αυτή η ανταποδοτική σχέση συνεχίστηκε και μετά τον σχηματισμό του ελεύθερου ελληνικού κράτους και την ένταξη σε αυτό όλων των περιοχών που συναποτελούν σήμερα την πατρίδα μας.

Ετσι, η υλική διάσταση των σχέσεων πιστού και ενορίας υφίσταται μέχρι τις μέρες μας. Στην εποχή της κρίσης που ζούμε, κυκλοφορούν διάφορες μυθολογικές διηγήσεις για τον δήθεν αμύθητο πλούτο της Εκκλησίας και τις αποδιδόμενες σε αυτήν τεράστιες οικονομικές δυνατότητες. Σπανίως οι πιστοί ωστόσο συνειδητοποιούν τόσο το μέγεθος του φιλανθρωπικού και άλλου έργου της Εκκλησίας, όσο και το γεγονός ότι δεν υπάρχει παντού κοινό και ενιαίο εκκλησιαστικό ταμείο. Αυτό σημαίνει ότι τα πιθανά έσοδα μιας Μητροπόλεως, μιας μονής ή ενός ναού από τυχόν ακίνητη περιουσία που διαθέτει, δεν μπαίνουν σε κοινό ταμείο για όλη την επικράτεια, αλλά διαχειρίζονται από τη συγκεκριμένη μονή ή το συγκεκριμένο προσκύνημα και ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ενοριών αγωνίζεται καθημερινά για να μπορέσει να καλύψει τα έξοδά της.

Ως λαός που αρέσκεται στη μυθοπλασία, συνηθίζουμε να κατασκευάζουμε και να διηγούμαστε ιστορίες για τον δήθεν αμύθητο πλούτο της Εκκλησίας. Κι αυτό χωρίς να βλέπουμε γύρω μας τα ιδρύματα, τους εμπερίστατους, τα κτίρια και τα καθιδρύματα που η Εκκλησία συντηρεί από τον οβολό του πιστού. Θεωρούμε αυτονόητη την ύπαρξη των ναών και της οργανωμένης λειτουργικής και λατρευτικής ζωής σε αυτούς, χωρίς να υπολογίζουμε το σχετικό οικονομικό κόστος που χρειάζεται να καταβάλουν οι ενορίες για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος.

Δεν θα διαφωνήσω ότι υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις κακής διαχείρισης, αλλά και ότι υπάρχουν επίσης περιπτώσεις κληρικών, κατά κανόνα αρχιερέων, που παθιασμένα συσσωρεύουν χρήματα, μάλλον από γεροντική ανασφάλεια, παρά από διάθεση παράνομου πλουτισμού. Σχετικά πρόσφατα έγιναν γνωστά παρόμοια φαινόμενα, ενώ κατά καιρούς κυκλοφορούν φήμες για ορισμένες ακόμη περιπτώσεις. Και βεβαίως πιστεύω ότι παρόμοια φαινόμενα –που συχνά όλοι τα ξέρουν αλλά εθελοτυφλούν– πρέπει να αντιμετωπίζονται δεόντως και όχι να καλύπτονται από τις πελατειακές κατά κανόνα σχέσεις τοπικών εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών, σύμφωνα με τις οποίες κάποιοι εξασφαλίζουν ψήφους με αντάλλαγμα το να μην προχωρούν ελέγχους, να συγκαλύπτουν και να σιωπούν. Αλλωστε, αν η πατρίδα μας βρέθηκε στην παρούσα δυσχερέστατη οικονομικά σχέση, αυτό οφείλεται εν πολλοίς σε παρόμοιες νοοτροπίες και πρακτικές.

Ωστόσο θα πρέπει να ξέρουμε ότι αυτά είναι οι λίγες εξαιρέσεις, που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα: ότι δηλαδή η Εκκλησία και οι κληρικοί μας αγωνίζονται νυχθημερόν για την ανακούφιση του ποιμνίου τους και ότι είναι καλοί και πιστοί διαχειριστές της εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία σχεδόν πάντοτε χρησιμοποιείται για επωφελείς και κοινωφελείς σκοπούς. Εξαιρέσεις που βεβαίως πρέπει να αποκαλύπτονται και να αντιμετωπίζονται και όχι να συγκαλύπτονται ενίοτε με την αφορμή του θανάτου κάποιων αρχιερέων, ακριβώς επειδή δημιουργούν εντελώς λανθασμένες εντυπώσεις.

Κι αυτό επειδή η Εκκλησία μας αγωνίζεται καθημερινά να αξιοποιήσει την περιουσία της προς όφελος του ποιμνίου, ενώ σε καθημερινή βάση εκτελεί ένα μεγάλο και λαμπρό έργο, δικαιώνοντας την απόφαση των δωρητών να της αφήσουν την περιουσία τους, την οποία διαχειρίζεται με τρόπο άψογο και υποδειγματικό. Οι όποιες παρεκκλίσεις καλό είναι να δημοσιοποιούνται, ώστε οι πληγές να καθαρίζονται πριν κακοφορμίσουν.