Του Σεβ. Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία

Ελέησόν με, 3 ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου· 4 επί πλείον πλύνόν με από της ανομίας μου και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με. 5 Οτι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός. 6 Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα, όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε. 7 Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου. 8 Ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας, τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι. 9 Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι, πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. 10 Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην, αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα. 

11 Απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον. 12 Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου. 13 Μη απορρίψης με από του προσώπου σου και το πνεύμά σου το άγιον μη αντανέλης απ’ εμού. 14 Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με. 15 Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι. 16 Ρύσαί με εξ αιμάτων, ο Θεός ο Θεός της σωτηρίας μου· αγαλλιάσεται η γλώσσά μου την δικαιοσύνην σου. 17 Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου. 18 Οτι ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν· ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. 19 Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει. 20 Αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ· 21 τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα· τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους.

1. Ο 50ος ψαλμός είναι ο ανώτερος απ’ όλους τους ψαλμούς της μετανοίας και τον ακούουμε συχνά στη θεία λατρεία μας. Ο ποιητής του ψαλμού, ο οποίος κατά την παράδοση είναι ο Δαβίδ (βλ. επιγραφή), παρακαλεί και δέεται στον Θεό να του δείξει πολλά ελέη και πλήθη οικτιρμών και να του εξαλείψει την ανομία του, για την οποία νοιώθει ακάθαρτος (στιχ. 3.4). Ηδη ο ψαλμωδός κάνει το πρώτο βήμα μετανοίας και αναγνωρίζει την αμαρτία του και μάλιστα λέγει ότι την σκέπτεται συνεχώς (στιχ. 5). 

Δυσκολία όμως προξενεί ο επόμενος λόγος, όπου ο ψαλμωδός λέγει ότι με την αμαρτία του αμάρτησε μόνο στον Θεό («Σοι μόνω ήμαρτον», στιχ. 6α). Και είναι δύσκολος ερμηνευτικά ο λόγος αυτός, γιατί γνωρίζουμε ότι αμαρτάνοντες, αμαρτάνουμε κυρίως προς τον άνθρωπο, τον οποίο αδικούμε και προσβάλλουμε. Η καλυτέρα ερμηνεία είναι να πούμε ότι ο ποιητής του ψαλμού πιστεύει τον άνθρωπο ως εικόνα του Θεού και επομένως, αφού αμάρτησε σε άνθρωπο, αμάρτησε στο πρωτότυπο της εικόνας, στον Ιδιο τον Θεό. Και υπό την έννοια αυτή μπορεί να πεί στον Θεό, «Σοι μόνω ήμαρτον». Αλλά και ο επόμενος λόγος του ψαλμού, το «όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε» (στιχ. 6β), είναι ακόμη δυσκολώτερος. Εδωσαν τη λανθασμένη ερμηνεία ότι η αμαρτία αναδεικνύει τη δικαιοσύνη του Θεού. Και συγκεκριμένα εδώ στον ποιητή μας: Ο Θεός θα δείξει αγάπη σ’ αυτόν, συγχωρώντας του την αμαρτία, και αυτό θα αναδείξει έπειτα την αγαθότητα του Θεού. Αλλά, με αυτή την ερμηνεία, η αμαρτία αποβαίνει σε καλό, αφού φαίνεται ότι με αυτή δοξάζεται ο Θεός. Αλλη είναι η σωστή ερμηνεία της δύσκολης πράγματι αυτής φράσεως: Ο ποιητής του ψαλμού -ο Δαβίδ, κατά την επιγραφή- γνωρίζει ότι η αμαρτία φέρει την τιμωρία. Αλλά οι άνθρωποι, αφού θα δούν την τιμωρία του Δαβίδ για τις αμαρτίες του (τη μοιχεία με τη Βηρσαβεέ και τον φόνο του συζύγου της Ουρία) και μη γνωρίζοντες αυτές (γιατί έγιναν κρυφά), θα κακολογήσουν τον Θεό ότι είναι άδικος, αφού επέτρεψε να έλθει κακό στον θεοσεβή βασιλέα τους.

Για να μη συμβεί λοιπόν κάτι τέτοιο, προλαμβάνει ο Δαβίδ και λέγει ότι αμάρτησε, ώστε όταν θα του έλθει η τιμωρία για την αμαρτία του, οι άνθρωποι να μην κατηγορήσουν τον Θεό, αλλά αντίθετα να Τονανακηρύξουνως δίκαιο για την πράξη του («εν τοις λόγοις σου» = εις τα έργα σου, στις πράξεις σου) και να «νικήσει», να αναδειχθεί, δηλαδή, ως δίκαιος ο Θεός, όταν θα τον κρίνουν οι άνθρωποι, αν είναι ή όχι δίκαιος («και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε»). Δικαιολογούμενος τώρα για την αμαρτία του ο ποιητής προς τον Θεό λέγει ότι, όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και αυτός ρέπει εκ γενετής προς την αμαρτία και το κακό. Αυτή την έννοια έχει ο λόγος, «εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου» (στιχ. 7). Με τα παραπάνω λόγια του ο ποιητής είπε βαθειά θεολογικά πράγματα. Αλλά στην συνέχεια ζητά συγγνώμη από τον Θεό, πως τόλμησε να πεί αυτά τα υψηλά νοήματα, ως είναι το θέμα περί αμαρτίας, και λέγει ότι τα είπε γιατί γνωρίζει ότι ο Θεός αγαπά την αλήθεια και τη σοφία και ο Θεός του απεκάλυψε τα όσα είπε: «Ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας, τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι» (στιχ. 8).

2. Πάλιν ο ποιητής μας επανέρχεται στην άφεση των αμαρτιών του. Παρακαλεί να τον καθαρίσει ο Θεός με ύσσωπο (αρωματώδες φυτό) (στιχ. 9) και να του εξαλείψει τα αμαρτήματά του (στιχ. 11). Και με την άφεση των αμαρτιών του, με την αποστροφή του Θεού από τα αμαρτήματα του ποιητού (στιχ. 11), αυτός θα αισθανεί αγαλλίαση και ευφροσύνη και θα ανορθωθεί ο ψυχικός του κόσμος, ο οποίος τώρα είναι συντετριμμένος (στιχ. 10).

3. Αλλά ο ποιητής μας δεν σταματά στην άφεση των αμαρτιών του.Γνωρίζων πολύ καλά τον εαυτό του, ξέρει ότι αν μείνει αυτός που είναι και πάλιν θα διαπράξει αμαρτήματα και θα ευρεθεί στην ίδια κατάσταση που είναι τώρα. Γι’ αυτό παρακαλεί στη συνέχεια τον Θεό να τον αναγεννήσει, να τον αναδημιουργήσει, να του δώσει μια καινούργια καρδιά. Να του βάλει στα έγκατά του πνεύμα ευθές που θα τον παρακινεί πάντοτε στο καλό: «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» (στιχ. 12).Για τη νέα του αναγεννημένη πορεία ο ποιητής μας αισθάνεται ότι έχει ανάγκη από τη χάρη του Θεού, από το Αγιο Πνεύμα», γι’ αυτό και λέγει, «και το πνεύμά σου το Αγιον μη αντανέλης απ’ εμού» (στιχ. 13). Και κλείνει το αίτημά του για την άφεση των αμαρτιών του ο ποιητής μας λέγοντας ότι, αν τον συγχωρήσει ο Θεός, θα αποκτήσει πάλι την φυγαδευθείσα χαρά, την οποία έχασε λόγω της αμαρτίας του. Αλλά και πάλι ζητά τον θείο στηριγμό με τη Χάρη του Θεού: «Απόδος μοι την αγαλλίαση του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με» (στιχ. 14).

4. Αλλο ωραίο νόημα εκφράζει στη συνέχεια ο ποιητής μας: Αν ο Θεός τον συγχωρήσει, όπως τον ικέτευσε με τον ωραίο ψαλμό του, τι αυτός θα προσφέρει σαν ανταπόδομα στον Θεό; Γνωρίζει ότι στην εποχή του προσέφεραν στον Θεό, κατά τον Νόμο, διάφορες θυσίες ζώων. Δεν θέλει όμως ο ποιητής μας να προσφέρει τοιαύτη θυσία. Ως πολύ πνευματικός άνθρωπος, όπως φάνηκε από τον όλο του ψαλμό, θέλει να προσφέρει στον Θεό και πνευματική προσφορά. Θέλει να γίνει ιεραπόστολος, να πάει και να βρεί και άλλους αμαρτωλούς, οι οποίοι ζούν το δράμα το ιδικό του και να τους μιλήσει για λύτρωση και σωτηρία και να επιστρέψουν και αυτοί στον Θεό: «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι» (στιχ. 15)! Ακολούθως όμως παρακαλεί ο ποιητής τον Θεό να τον σώσει από «αίματα», από φόνο (στιχ. 16). Πιθανόν ο ποιητής, αν είναι ο Δαβίδ, αναφέρεται στον φόνο του Ουρίου υπό του Δαβίδ. Είναι όμως σε ακατάλληλο θέση ο στιχ. και διασπά το όλο νόημα.

Στη συνέχεια ο ποιητής εξηγεί γιατί δεν προσφέρει στον Θεό θυσίες ολοκαυτωμάτων και απαντά λέγοντας ότι ο Θεός δεν ευαρεστείται σε τοιαύτες θυσίες (στιχ. 18). Ο Θεός ευαρεστείται στο ταπεινό και το συντετριμμένο πνεύμα (στιχ. 19)! Είναι προφητικό το κήρυγμα αυτό. Ολος ο ψαλμός, αλλά ιδιαίτερα οι τελευταίοι μας στιχ., δείχνουν φανερά ότι ο ψαλμωδός μας ήταν πολύ καλός γνώστης του προφητικού κηρύγματος. Εδώ τελειώνει ο ψαλμός, όπως φαίνεται και από την Α’ Επιστολή Κλήμεντος, η οποία παραθέτει τον ψαλμό και τον τελειώνει στον στιχ. 19.

Οι στιχ. 20 και 21 είναι ενός μετέπειτα συγγραφέως, ο οποίος ηρμήνευσε τη μη προσφορά ολοκαυτωμάτων από τον ποιητή μας από το ότι δεν υπήρχε θυσιαστήριο, αφού ήταν γκρεμισμένος ο ναός. Γι’ αυτό αρμόζει προσευχή, ώστε ο Θεός να φανεί ευνοϊκός στη Σιών, να κτιστεί ο ναός με το θυσιαστήριό του («αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών και οικοδομηθήτω.....», στιχ. 20). Και τότε ο Θεός θα ευδοκεί εις «ολοκαυτώματα» και τότε οι Ιουδαίοι «ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριον (του ναού) μόσχους» (στιχ. 21).