Γράφει ο Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ

Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

Ολα τα νεωτερικά εθιμικά στοιχεία που κατά καιρούς καταγράφουμε και μελετούμε, οριοθετούν μια σπουδαία πτυχή της σύγχρονης λαϊκής θρησκευτικότητας και η οποία σχετίζεται με τη νεωτερική εκδήλωση και τελετουργική παγίωση της λαϊκής θρησκευτικότητας, στη διαμόρφωση της οποίας πρωταγωνιστούν οι κάθε είδους τοπικοί πολιτιστικοί σύλλογοι. Ο βασικός μάλιστα κανόνας που καθορίζει τις εξελίξεις αυτές, είναι η πάγια και γνωστή αγάπη του ανθρώπου του λαού για τις θεαματικές μορφές, στην οποία εδράζεται μεγάλο μέρος της εθιμικής και τελετουργικής ζωής των ανθρωπίνων κοινωνιών.

Η απομάγευση και η αποϊεροποίηση του κόσμου, όπως τις έχουν περιγράψει σύγχρονοι ερευνητές, αποτελούν τους πυλώνες για την ουσιαστική εμπλοκή των συλλόγων στη διαμόρφωση των σύγχρονων λαϊκών θρησκευτικών εθιμοταξιών. Τούτο επειδή η μετακίνηση από το υπερφυσικό στο κοσμικό έχει ως αποτέλεσμα την ανάθεση όλο και περισσότερο εμφανούς ρόλου στους συλλόγους, αφού πλέον η κοινωνική συγκρότηση και η προβολή κοινωνικών αξιών έχει μεγαλύτερη σημασία για τον λαό από την τυχόν υπερφυσική προστασίαέναντι της αβεβαιότητας που γεννούσε η φύση και η αίσθηση της ανθρώπινης αδυναμίας απέναντι στις εκδηλώσεις της, καθώς συνέβαινε στις παλαιότερες μορφές τελετουργιών.

Ενδεικτικό είναι ακόμη το φαινόμενο της εμπλοκής των κάθε είδους συλλόγων στις δημόσιες τελετουργίες, οι οποίες συχνά συγκροτούνται από την αντιγραφή και χρήση δεδομένων προερχόμενων από τις θρησκευτικές τελετουργίες, τα οποία όμως προσαρμόζονται στη σύγχρονη ζωή και στις επιταγές της, απευθυνόμενες όχι στο θείον, αλλά στον κοσμικό παράγοντα των σύγχρονων κοινωνιών. Οι παρελάσεις για τις εθνικές επετείους και οι σχετικές γιορτές που κατά κανόνα διοργανώνονται από φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, αποτελούνχαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των διαδικασιών.

Στις παρελάσεις αυτές, όπως κατά κανόνα διοργανώνονται και σχεδιάζονται στους δήμους της Αττικής, οι σύλλογοι παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο: εμφανίζονται παρελαύνοντες πριν από τα σχολεία, με τα μέλη κάθε ομάδας ντυμένα με τις «παραδοσιακές φορεσιές» του τόπου καταγωγής, ο οποίος κατά κανόνα αποτελεί και το βασικό συνεκτικό σύνδεσμο αλλά και το κριτήριο επιλογής των μελών και συγκρότησης των εθνοτοπικών συλλόγων. Παράλληλα, συχνά γίνονται αναγωγές στην αρχαιότητα και στο βυζαντινό παρελθόν, με κοπέλες ντυμένες ως αρχαίες ιέρειες και με αρχαίους πολεμιστές σε πλήρη στολή και με κανονικό οπλισμό, που ωστόσο κρατούν ελληνικές σημαίες, ενώ ακολουθούν κοπέλες ντυμένες «βυζαντινά» ή με τοπικές ενδυμασίες, που κάποτε κρατούν εικονίσματα της Παναγίας.

Πρόκειται για την ιδεολογία της «εθνικής συνέχειας», η οποία βρίσκεται στη βάση της συγκρότησης μιας «λαϊκής εθνικής συνείδησης», διαδικασία η οποία τώρα πια δεν προωθείται από την εκπαίδευση, αλλά από ορισμένους τοπικούς συλλόγους και τις πρακτικές που ακολουθούν. Είναι αυτό το ίδιο βασικό ιδεολόγημα που προβλήθηκε τόσο με τις εορτές της «πολεμικής αρετής των Ελλήνων», μετά το 1967, όσο και από την βασική φιλοσοφία της τελετής έναρξης των ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας, του 2004. Φυσικά διαφέρει η αισθητική και η προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης, καθώς δεν μπορεί στις εκδηλώσεις αυτές των συλλόγων να διαπιστωθεί η πρακτική της πατριδοκαπηλίας των εορτών της δεκαετίας του ’70, η βασική όμως ιδέα της ανάγκης προβολής της «εθνικής συνέχειας» παραμένει η ίδια.

Είναι αυτό το ιδεολόγημα που βρίσκεται πίσω από την εμφάνιση κυριών με «στολές βυζαντινές» στους ναούς του Μυστρά, κατά τη θεία λειτουργία και την επιμνημόσυνη δέηση για τον τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, κατά τις ετησίως επαναλαμβανόμενες τελετές μνήμης της άλωσης της Κωνσταντινούπολης του 1453. Και βέβαια το ίδιο αυτό ιδεολόγημα βρίσκεται πίσω από πλείστες άλλες ανάλογες εκδηλώσεις, οι οποίες όλο και κερδίζουν έδαφος στις ανάλογες σύγχρονες ελληνικές εθιμοταξίες, σε όλη την έκταση της χώρας.

Στα πλαίσια αυτά, η εικόνα της συμμετοχής σε πλήθος εκδηλώσεων, θρησκευτικών, εθνικών και πολιτισμικών-ακόμη και στην εξόδιο ακολουθία του μακαριστού Μητροπολίτη Μάνης Χρυσοστόμου Β’ το 2017- νέων με «παραδοσιακές ενδυμασίες» κάθε περιοχής, αποτελεί πλέον κοινό θέαμα που όχι μόνο δεν ξενίζει, αλλά αντιθέτως είναι μάλλον αναμενόμενο.