Του Σεβασμ. Μητροπολλίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία

Ο Θεός 2 ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω· εδίψησέ σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω. 3 Oύτως εν τω αγίω ώφθην σοι του ιδείν την δύναμίν σου και την δόξαν σου. 4 Οτι κρείσσον το έλεός σου υπέρ ζωάς· τα χείλη μου επαινέσουσί σε. 5 Ούτως ευλογήσω σε εν τη ζωή μου και εν τω ονόματί σου αρώ τας χείράς μου. 

6 Ως εκ στέατος και πιότητος εμπλησθείη η ψυχή μου, και χείλη αγαλλιάσεως αινέσει το στόμα μου. 7 Ει εμνημόνευόν σου επί της στρωμνής μου, εν τοις όρθροις εμελέτων εις σε· 8 ότι εγενήθης βοηθός μου, και εν τη σκέπη των πτερύγων σου αγαλλιάσομαι. 9 Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου. 10 Αυτοί δε εις μάτην εζήτησαν την ψυχήν μου, εισελεύσονται εις τα κατώτατα της γης· 11 παραδοθήσονται εις χείρας ρομφαίας, μερίδες αλωπέκων έσονται. 12 Ο δε βασιλεύς ευφρανθήσεται επί τω Θεώ, επαινεθήσεται πας ο ομνύων εν αυτώ, ότι ενεφράγη στόμα λαλούντων άδικα.

Στον ψαλμό μας αυτόν ακούμε έναν πιστό Ιουδαίο να αναζητεί τον Θεό με πολλή λαχτάρα και δίψα. Το ξημέρωμα τον ευρίσκει να κάνει την προσευχή του στον Θεό, γι’ αυτό και λέγει: «Ο Θεός, ο Θεός μου, προς Σε ορθρίζω» (στιχ. 2α). Σε ζητάει η ψυχή μου, Θεέ μου, λέει παρακάτω ο ποιητής. Και αυτή την επιθυμία για τον Θεό την εκφράζει ο ποιητής μας με τη δίψα. «Εδίψησέ σε, η ψυχή μου», λέγει (στιχ. 2β). Στον πόθο του αυτόν ο ποιητής συμμετέχει ολόκληρος. Συμμετέχει όχι μόνο η ψυχή του, όπως είπε προηγουμένως, αλλά συμμετέχει και αυτό το σώμα του. Γι’ αυτό και λέγει στη συνέχεια «ποσαπλώς η σαρξ μου», δηλαδή «πολύ και η σάρκα μου». Τι θέλει να πει με την έκφραση αυτή ο ποιητής; Την έννοιά της την εννοούμε από την παρακάτω φράση του στίχου που λέγει «εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω» (στιχ. 2γ). Δηλαδή: Οπως η έρημος, η άβατη και άνυδρη, διψάει και αναζητεί το νερό, έτσι και ο ποιητής αναζητεί τον Θεό και υποφέρει, ψυχικά και σωματικά, στην αναζήτησή του αυτή. Σ’ όλο λοιπόν το στίχο αυτόν ο ψαλμωδός θέλει να πει: «Θεέ μου, πού είσαι; Σε ζητάω! Σε διψάει η ψυχή μου και υποφέρει το σώμα μου, όπως η γη αναζητάει το νερό».

Η ζήτηση αυτή του Θεού δεν είναι μια θεωρητική αναζήτηση κάποιου ανθρώπου, που θέλει να νοήσει και να καθορίσει την έννοια του Θεού και τον βασανίζει η επιθυμία να εύρει τις καλύτερες έννοιες για να εκφράσει τον Θεό. Οχι! Οπως αποδεικνύεται από τον όλο ψαλμό, ο Θεός είναι γνώριμος και αγαπητός στον ποιητή μας, ο οποίος και εκφράζεται με πολύ καλά αισθήματα γι’ Αυτόν. Οπως φαίνεται από τον ψαλμό μας πάλι, ο ποιητής ζητάει τη βοήθεια του Θεού, γιατί βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή. Δεν τη βλέπει όμως αυτή την ποθητή βοήθεια του Θεού που ζητάει να έρθει, για να απαλλαγεί από τη θλιβερή του κατάσταση, και γι’ αυτό με θερμή προσευχή, διψώντας περισσότερο την πραγματοποίηση της επιθυμίας του, καταφεύγει στον άγιο ναό του Θεού, για να χύσει σ᾿ αυτόν τον πόθο της καρδιάς του.

Ετσι μας λέγει στον επόμενο στίχο ο ποιητής. «Ούτως», λέγει, «εν τω αγίω ώφθην σοι» (στιχ. 3α). «Ούτως», με τέτοια δηλαδή ψυχική διάθεση και κατάσταση, με τέτοια δίψα και δυνατή επιθυμία, παρουσιάζεται στον Θεό, στο ναό -«εν τω αγίω ώφθην» λέει. Τι ζητάει ο ποιητής μας από τον Θεό στο ναό; «Του ιδείν την δύναμίν σου και την δόξαν σου», λέει παρακάτω (στιχ. 3β). Με την έκφραση αυτή ο ποιητής δεν ζητάει να δει καμιά οπτασία ή καμιά θεία αποκάλυψη, αλλά ζητά τη θεία βοήθεια για το θέμα που τον κατακαίει. Και όταν δει να έρχεται αυτή η θεία βοήθεια, θα δει σ’ αυτό τη δύναμη και τη δόξα του Θεού.

Ομως η θεία βοήθεια καθυστερεί. Αλλά παρά το ότι η θεία βοήθεια καθυστερεί, ο ποιητής μας παραμένει πιστός στον Θεό και επιμένει στην προσευχή του σ’ Αυτόν. Με αυτή του την προσευχή στον Θεό ο ποιητής μας νιώθει γλυκασμό, γιατί γεύεται αυτή τη γλυκιά επικοινωνία με τον Θεό. Αυτό πραγματικά είναι προσευχή. Και αυτό ο ποιητής μας το λέει «έλεος», δηλαδή «αγάπη». Στην προσευχή πραγματικάγευόμαστε τον Θεό και τη γλυκιά του αγάπη. Ας μην εκπλήρωσελοιπόνο Θεός, στον ποιητή μας την επιθυμία του. Παραπάνω από κάθε επιθυμία, παραπάνω από κάθε επίγειο αγαθό που ζητάει ο άνθρωπος, πιο γλυκό και πιο ωραίο απ’ όλα είναι το «έλεος» του Θεού, είναι η επικοινωνία του με τον Θεό διά της προσευχής. Γι’ αυτό και ο ποιητής μας λέγει τώρα στον Θεό αυτό τον υπέροχο λόγο, που τον αποδεικνύει υπέροχο πνευματικό άνδρα. Λέγει στον Θεό: «Κρείσσον το έλεός σου υπέρ ζωάς» (στιχ. 4α)!!! Δηλαδή ο ποιητής μας με το λόγο του αυτόν πάνω από όλα τα αγαθά του κόσμου και πάνω από αυτό το λαχταριστό αίτημά του, θεωρεί την επικοινωνία με τον Θεό. Γι’ αυτό και του λέγει τελικά ή καλύτερα του υπόσχεται, ότι θα τον υμνεί για πάντα, είτε εκπληρωθεί είτε δεν εκπληρωθεί η επιθυμία του: «Τα χείλη μου επαινέσουσί σε», του λέγει (στιχ. 4β).

Αλλ’ ο ποιητής μας πιστεύει ότι θα του έρθει από το Θεό η βοήθεια που ζητάει. Και τώρα μεταφέρεται φανταστικά στην ημέρα και τη στιγμή εκείνη, που ο Θεός θα του εκπληρώσει το αίτημά του. Τι χαρά, πράγματι, και ευτυχία για τον ποιητή η ημέρα αυτή! Και στη χαρωπή αυτή σκέψη της πραγματώσεως της επιθυμίας του μεταφερόμενος ο ποιητής, υπόσχεται στον Θεό ότι θα τον υμνεί σε όλη του τη ζωή και ότι σ’ Αυτόν μόνο θα ανυψώνει τα χέρια του για προσευχή. Λέγει: «Ούτως ευλογήσω σε εν τη ζωή μου, και εν τω ονόματί σου αρώ τας χείράς μου» (στιχ. 5). Και ακόμη, φανταζόμενος την ημέρα που ο Θεός θα του φανεί βοηθός, πράγμα που πολύ το επιθυμεί, όπως είπε από την αρχή του ψαλμού του, φανταζόμενοςλοιπόν αυτή την ημέρα, λέγει ότι θα είναι γεμάτος από χαρά και ευχαρίστηση, όπως ευχαριστείται και χαίρεται κανείς που έχει μπροστά του λιπαρά και παχιά φαγητά.

«Ως εκ στέατος και πιότητος εμπλησθείη η ψυχή μου», λέγει, ενώ πάλι υπόσχεται ότι τα χείλη του θα αινούν τον Θεό από αγαλλίαση: «Και χείλη αγαλλιάσεως αινέσει το στόμα μου» (στιχ. 6). Ο στίχος αυτός ερμηνεύεται ψυχολογικά. Είναι πολύ ανθρώπινο ένας που επιθυμεί δυνατά κάτι και προσεύχεται στον Θεό γι’ αυτό, είναι πολύ φυσικό και ανθρώπινο, λέγω, να φανταστεί την ημέρα της εκπληρώσεως του αιτήματός του και να υποσχεθεί στον Θεό δυνατές υποσχέσεις εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του σ’ Αυτόν. Ετσι και ο ποιητής του 50ου ψαλμού, που παρακαλεί και χιλιοπαρακαλεί τον Θεό να του συγχωρήσει τις αμαρτίες του, φαντάζεται προς στιγμήν εκπληρούμενο το αίτημά του και υπόσχεται στον Θεό και σαν να του λέγει: ΑνΘεέ μου, μου συγχωρέσεις την αμαρτία μου, τότε εγώ θα γίνω ιεραπόστολος και θα πάω παντού, για να βρω και άλλους αμαρτωλούς σαν κι εμένα και να τους μιλήσω για το έλεός Σου και την αγάπη Σου. Και αυτοί θα επιστρέψουν σε Σένα. «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσιν» (Ψαλμ. 50,15).Ετσιλοιπόν, κι εδώ ο ποιητής μας φαντάζεται την ημέρα της εκπληρώσεως του αιτήματός του και όλος ο εσωτερικός του άνθρωπος χαίρεται και σκιρτά («η ψυχή μου» στιχ. 6α) και υπόσχεται στον Θεό την παντοτινή λατρεία σ’ Αυτόν (στιχ. 5).

Αλλά δεν είναι ψυχολογική φαντασία αυτά που είπε προηγουμένως ο ποιητής μας. Ο ποιητής μας πιστεύει ότι θα του έρθει η θεία βοήθεια και αυτή την πίστη του θέλει τώρα να την κατοχυρώσει με αποδείξεις και επιχειρήματα. Αλλά αυτά τα επιχειρήματα δεν θα είναι θεωρητικά· θα είναι παρμένα από την προσωπική του ζωή, γι’ αυτό και θα έχουν ιδιαίτερη σημασία. Ο ποιητής στρεφόμενος στα περασμένα χρόνια της προσωπικής του ζωής, βλέπει ότι πάντοτε είχε την θεία βοήθεια, όταν τη ζητούσε. Επομένως, στηριζόμενος στην προσωπική του πείρα, πιστεύει ότι και τώρα, στην παρούσα δεινή κατάσταση που βρίσκεται, θα του έρθει η βοήθεια του Θεού, για την οποία τόσο παρακαλεί. Ο ποιητής τα περασμένα χρόνια της ζωής του τα θυμάται ιδιαίτερα στο κρεβάτι του, όταν βρίσκεται στη «στρωμνήν του», όταν πλαγιάζει το βράδυ και όταν ξημερώνει το πρωί. Είναι ωραίο αυτό που μας λέγει ο ποιητής, ότι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, βράδυ και πρωί, όταν είναι ξύπνιος, κάνει ευχαριστήρια προσευχή στον Θεό, ενθυμούμενος τις ευεργεσίες που έλαβε απ’ Αυτόν. Οσάκις, Θεέ μου, λέγει, στρέφω τη μνήμη μου σε Σένα, όταν βρίσκομαι στο κρεβάτι μου -«ει εμνημόνευόν σου επί της στρωμνής μου» (στιχ. 7α)- και κατά την πρωινή ώρα του όρθρου σκέπτομαι τα όσα έκανες σε μένα -«εν τοις όρθροις εμελέτων εις σε» (στιχ. 7β)- βρίσκω, λέγει ο ποιητής μας, «ότι εγενήθης βοηθός μου» (στιχ. 8α).

Αυτή η ανάμνηση των προηγουμένων ευεργεσιών του Θεού δίνει στον ποιητή μας την πίστη και την πεποίθηση ότι και τώρα, στην τωρινή του κατάσταση, ο Θεός θα του φανεί πάλι βοηθός. Και επαναπαύεται λοιπόν ο ποιητής μας στην πίστη του αυτή και ενθαρρύνεται στη δύσκολη κατάσταση που βρίσκεται. «Εν τη σκέπη των πτερύγων σου αγαλλιάσομαι», λέγει (στιχ. 8β). Σαν να λέγει: ΠιστεύωΘεέ μουστη δική Σου προστασία και αυτό μου δίνει χαρά και αγαλλίαση. Και αφού είναι πεπεισμένος για τη θεία βοήθεια, υπόσχεται πάλι στον Θεό, με δυνατώτερη μάλιστα έκφραση τώρα, υπόσχεται ότι θα είναι απόλυτα δοσμένος στον Θεό, θα είναι προσκολλημένος σ’ Αυτόν: «Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου» (στιχ. 9α) λέγει. Αλλά και τον Θεό τον παριστάνει να εκτείνει την κραταιά Του χείρα και να κρατάει σφιχτά τον ποιητή, που προσκολλάται σ’ Αυτόν: «Εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου» (στιχ. 9β).

Αλλά δεν μας είπε ο ποιητής μέχρι τώρα, ποιο είναι το θέμα που τον ταλαιπωρεί και για το οποίο ζητάει δυνατά τη βοήθεια του Θεού; Τώρα στο τέλος του ψαλμού του ο ποιητής μας μιλάει για ανθρώπους οι οποίοι, άνευ λόγου («εις μάτην») «του ζητούν την ψυχή» (στιχ. 10α). Οπως φαίνεται από τον τελευταίο στίχο του ψαλμού, οι άνθρωποι αυτοί είναι πολιτικοί εχθροί, στρεφόμενοι κατά του έθνους και κατά του άρχοντος του έθνους του υπάρχοντος βασιλέως. Με πεποίθηση ο ποιητής μας τώρα λέγει γι’ αυτούς ότι θα εξολοθρευθούν, θα θανατωθούν: «Εισελεύσονται εις τα κατώτατα της γης» (στιχ. 10β). Οχι απλά θα θανατωθούν, αλλά θα υποστούν ατιμωτικό θάνατο. Θα μείνουν άταφοι, εγκαταλελειμμένοι στους αγρούς και θα κατασπαραχθούν από τα τσακάλια (αντί «αλωπέκων», που λέγει το κείμενο, γιατί οι αλώπεκες δεν κατασπαράσσουν τους νεκρούς). Δηλαδή οι εχθροί του ποιητού μας θα έχουν την ίδια τύχη με αυτούς που έχουν φονευθεί στο πεδίο της μάχης με ρομφαία: «Παραδοθήσονται εις χείρας ρομφαίας, μερίδες αλωπέκων έσονται» (στιχ. 11). Το «αλώπεκες», ξαναλέμε, πρέπει να το αντικαταστήσουμε με το «τσακάλια», τα οποία πράγματι κατασπαράσσουν τους νεκρούς και όχι οι αλεπούδες.

Οταν θα καταστραφούν οι εχθροί αυτοί του ποιητού, και ο ποιητής μεν θα λυτρωθεί από αυτούς που του «ζητούν την ψυχή», όπως μας είπε (στιχ. 10), αλλά και ο βασιλεύς θα χαρεί δοξάζοντας τον Θεό και ακόμη θα επαινεθεί όποιος ομνύει πίστη στον βασιλέα: «Ο δε βασιλεύς ευφρανθήσεται επί τω Θεώ, επαινεθήσεται πας ο ομνύων εν αυτώ» (στιχ. 12).

Από το στίχο αυτό φαίνεται ότι κάποια επανάσταση από μερικούς έγινε κατά του βασιλέως και αυτό εδίχασε το λαό, οι οποίοι ήσαν άλλοι υπέρ, και άλλοι κατά του βασιλέως. Οι προκαλέσαντες την επανάσταση ήθελαν να αναδείξουν άλλο πρόσωπο ως βασιλέα, φιλικό σ’ αυτούς. Από την επανάσταση αυτή κινδύνευε όχι μόνον ο βασιλεύς, αλλά και ο ποιητής μας, που πρέπει να τον φανταστούμε ως έναν αξιωματούχο, ένα εμπιστευτικό πρόσωπο του υπάρχοντος βασιλέως. Πρέπει δε να εντυπωσιασθούμε από το ότι ένα πολιτικό πρόσωπο, όπως είναι ο ποιητής του ψαλμού μας, έχει τόσο βαθιά πνευματικά αισθήματα, όπως φάνηκε από το όλο παραπάνω ιερό κείμενο.