Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης

Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

Σε προσφάτως ηλεκτρονικά δημοσιευμένο άρθρο, διάβασα τη διαπίστωση ότι πολλοί από τους παράγοντες της δημόσιας ζωής που προσάπτουν παγανιστικές καταβολές σε πολλά εκκλησιαστικά δρώμενα και λοιδωρούν το Αγιο Φως, διεκδικούν δυναμικά την πρωτοκαθεδρία στις εορταστικές εξέδρες διαγκωνιζόμενοι για να ανάψουν τη λαμπάδα τους από το Αγιο Φως που υποτιμούν και αμφισβητούν. Πρόκειται βεβαίως για μία απολύτως σωστή διαπίστωση, που δίνει ωστόσο αφορμή και για κάποιες ευρύτερες σχετικές σκέψεις.

Είναι γνωστό ότι η ελληνορθόδοξη παράδοση, διαμορφωμένη ήδη από τα χρόνια της Εθναρχούσας Εκκλησίας κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, έχει ως κύρια παράμετρο τη συναλληλία, τη συμπληρωματικότητα δηλαδή της κρατικής και της πνευματικής εξουσίας, ή καλύτερα των μορφών θεσμικής, διοικητικής και εκκλησιαστικής οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο είναι επίσης γνωστό ότι μετά την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους και τη σταδιακή ένταξη σε αυτό διαφόρων υπόδουλων ως τότε περιοχών, ως και την οριστική εδαφική και διοικητική διάρθρωσή του, οι σχέσεις αυτές μετεξελίχθηκαν σε μία στενή συμπληρωματικότητα της εκκλησιαστικής με τις τοπικές ή σε εθνικό επίπεδο δομημένες πολιτικές, στρατιωτικές κ.λπ. αρχές.

Η σχέση αυτή, όπως και σε προηγούμενα άρθρα έχουμε υποστηρίξει, δεν είναι μόνο εκδήλωση της παράδοσης της συναλληλίας. Αποτελεί παραλλήλως κράμα τόσο των αντιλήψεων της Εκκλησίας για τον ρόλο της στη συγκρότηση της ενότητας της ελληνικής κοινωνίας, όσο και της προσπάθειας του ανώτερου κλήρου να αποκτήσει συμβολικά και κυριολεκτικά μια θέση ανάμεσα στις «αρχές» του τόπου. Και εδώ ακριβώς, κατ’ εμέ κριτή, βρίσκεται το πρόβλημα: στο ότι η διοικούσα Εκκλησία, και πρωτίστως οι κατά τόπους Επίσκοποι και Μητροπολίτες δεν βλέπουν την θέση τους στην ελληνική κοινωνία βασισμένη στο τι εκπροσωπούν και τι προσωποποιούν, αλλά στο αν και κατά πόσον θα τους αποδοθούν τιμές και τύποι, μέσω των οποίων θα αυτοεπιβεβαιωθούν ως «αρχές του τόπου».

Φυσικά και οι Επίσκοποι είναι αρχές, αλλά όχι υπό την έννοια που συχνά το αντιλαμβανόμαστε. Είναι αρχές ευσεβείας του ποιμνίου τους, καθώς γύρω τους συγκροτείται η Εκκλησία αφού «ίστανται εις τόπον και τύπον Χριστού». Είναι αρχές, υποδείγματα και καθοδηγητές της «εις Χριστόν βιοτής», την οποία επαγγέλλεται η Εκκλησία, και η οποία αποτελεί την επί γης προτύπωση των πνευματικών μεγαλείων της Βασιλείας του Χριστού, και ως εκ τούτου πρόσωπα αξιοσέβαστα και άξια πάσης τιμής, με διακεκριμένο και ηγετικό πνευματικό ρόλο. Και αυτό δεν χρειάζεται ούτε αγήματα, ούτε φιλαρμονικές, ούτε άλλους εξωτερικούς τύπους του κρατικού και δημόσιου τελετουργικού για να γίνει αντιληπτό, ιδίως στον ελληνικό λαό, που τρέφει πάντοτε ιδιαίτερη τιμή και σεβασμό για τους Επισκόπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας του.

Ωστόσο, η τάση αυτή οδηγεί, κατά την αρχή της ανταποδοτικότητας, στην παραχώρηση πρωτοκαθεδριών όχι σε πρόσωπα που έχουν τιμηθεί από την Εκκλησία ή έχουν αναλάβει εκκλησιαστικές διακονίες ευόρκως και επιτυχώς, αλλά σε πολιτικούς παράγοντες οι οποίοι και το επιδιώκουν, ακριβώς επειδή ο Ελληνας στον χώρο της Εκκλησίας και κατά τη διάρκεια των εκκλησιαστικών και λατρευτικών τελετουργιών επιζητά τη δημόσια αναγνώριση και την κοινωνική καταξίωσή του.

Και η παραχώρηση αυτή έχει βέβαια και άλλα αποτελέσματα, ιδίως σε περιπτώσεις γενικευμένης κρίσης και ευρύτατης απαξίωσης και αμφισβήτησης του πολιτικού μας συστήματος, ιδίως στο επίπεδο του πολιτικού προσωπικού, όπως αυτή που τώρα βιώνουμε. Εχει δηλαδή την καταστροφική συνέπεια της ταύτισης της διοικούσας Εκκλησίας με το γενικό και αόριστο συχνά μόρφωμα του «κράτους» και της «κρατικής εξουσίας», όπως αυτό έχει σχηματιστεί στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού μας, με αποτέλεσμα να απαξιώνονται και οι εκκλησιαστικοί ηγέτες μαζί με τους πολιτικούς, γεγονός που έχει βέβαια καταστρεπτικές συνέπειες τόσο για το σωτηριώδες έργο της Εκκλησίας, όσο και για τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της, δεδομένου ότι η Εκκλησία αποτελεί θεσμό που ενώνει και συνέχει την κοινωνία, τον μόνο ίσως θεσμό που στέκεται ακόμη όρθιος στη συνείδηση των Ελλήνων.

Από τα παραπάνω συνάγεται νομίζω εύκολα και γιατί συμβαίνει το φαινόμενο που το μνημονευθέν στην αρχή άρθρο διαπίστωσε, αλλά και πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί από την πλευρά της διοικούσας Εκκλησίας, πριν να είναι ανήκεστη η βλάβη και πολύ αργά για όλους μας.