Του Μ. Γ. Βαρβούνη

Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

Πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας για την καταγωγή και την προέλευση διαφόρων εθίμων, ιδιαίτερα μάλιστα για όσες εθιμικές μορφές σχετίζονται με τη θρησκευτική λαογραφία, δηλαδή τον κύκλο της ζωής (γέννηση – γάμο – θάνατο) και τον κύκλο του χρόνου, τον ετήσιο εορτολογικό κύκλο. Πρόκειται για στιγμές ιδιαίτερα αγαπητές στον λαό, που συνδέονται συχνά με την αίσθηση της πατρίδας και της καταγωγής, με όσα δηλαδή συνιστούν αυτό που περιληπτικά ονομάζουμε στις μέρες μας «ταυτότητα» εθνική, τοπική, πολιτισμική και εθνική.

Και είναι η σύνδεση αυτή που συχνά οδηγεί στην ανάπτυξη πάθους και εντάσεων στις σχετικές συζητήσεις, αλλά και που συντελεί στο να είναι τα ζητήματα αυτά ιδιαιτέρως προσφιλή σε ένα ευρύτερο κοινό. Κι έτσι, αντί να γίνονται σεβαστές και αποδεκτές οι γνώμες των ειδικών, σχεδόν όλοι έχουν άποψη για παρόμοια ζητήματα, την οποία ενίοτε υποστηρίζουν με πάθος και ζέση χωρίς να δέχονται καμία αντίθετη άποψη, όπως άλλωστε κατά κανόνα συμβαίνει στον τόπο μας.

Είναι γνωστό ότι τόσο κατά την αρχαιότητα, όσο και κατά τη βυζαντινή και το μεγαλύτερο μέρος της μεταβυζαντινής εποχής, οι λόγιοι δεν ασχολούνταν με την καταγραφή και μελέτη των εκδηλώσεων του λαϊκού πολιτισμού, καθώς τον θεωρούσαν ανάξιο λόγου, και περιστασιακά μόνο περιλάμβαναν στα έργα τους σποραδικές πληροφορίες. Η συστηματική μελέτη του λαϊκού πολιτισμού άρχισε κατά τον 19ο αιώνα μόλις, και εντατικοποιήθηκε από τα μέσα του, ώστε οι πληροφορίες που διαθέτουμε να μην έχουν ιδιαίτερο βάθος χρονικό.

Από την άλλη πλευρά, διάφορα ιδεολογήματα και ποικίλες ιστορικές συγκυρίες κατέστησαν για τους Νεοέλληνες επιτακτική την ανάγκη της σύνδεσής τους με το «ένδοξο» παρελθόν της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Και βέβαια, τα ζητήματα της λαϊκής λατρείας, με δεδομένη την συντηρητικότητα και το δυσμετάβλητο όσων σχετίζονται με τη θρησκευτική πίστη και τις ανάλογες τελετουργίες, θεωρούνται προνομιακό πεδίο για την απόδειξη πολιτισμικών, και εν συνεχεία και εθνικών ή άλλων συνεχειών, ανάλογα με την ιδεολογική φόρτιση που ο καθένας θέλει να αποδώσει στα επιμέρους δεδομένα.

Η έλλειψη λοιπόν συνεχών χρονικά πηγών και η αποσπασματικότητά τους, σε συνδυασμό με την πανανθρώπινη συχνά εξάπλωση στοιχείων, όπως λ.χ. οι τελετουργικές ζωοθυσίες, μας δείχνουν ότι πολλές φορές έχουμε ενώπιόν μας όχι πολιτισμικές συνέχειες, αλλά αρχετυπικά στοιχεία που επιχωριάζουν, με τις ανάλογες βέβαια ιδιαιτερότητες, σε περισσότερες της μίας περιοχές και σε διάφορους πολιτισμούς. Κι έτσι βεβαίως δεν μπορούν να θεμελιωθούν σταθερές θεωρίες για την προέλευση και την ιστορική διαδρομή διαφόρων εθίμων.

Υπό το πρίσμα αυτό εξεταζόμενοι, αποδεικνύονται πλήρως αβάσιμοι οι συχνοί ισχυρισμοί διαφόρων τοπικών λογίων περί της δήθεν πανάρχαιης καταγωγής εθίμων που υπάρχουν στους τόπους καταγωγής τους, αλλά και περί της δήθεν μοναδικότητας των εθιμικών αυτών μορφών. Και τούτο επειδή μοναδικά έθιμα μίας στενής γεωγραφικής περιοχής κατά κανόνα δεν υπάρχουν, υπάρχουν τοπικές παραλλαγές πανελληνίως τουλάχιστον γνωστών εθίμων, οι οποίες μπορεί να έχουν τοπικό χρώμα και ανάλογες διαφοροποιήσεις, όμως δεν συνιστούν εθιμικές μοναδικότητες. Αυτό όμως για να διαπιστωθεί απαιτεί ευρύτερη εθιμική γνώση και λαογραφική μελέτη και έρευνα, κάτι που βεβαίως δεν είναι σύνηθες στο έργο διαφόρων τοπικών λογίων και ερασιτεχνών ή «παραδοσιακών» λαογράφων.

Συνελόντι ειπείν, ούτε η πανάρχαιη καταγωγή και η αδιατάρακτη στους αιώνες συνέχεια, ούτε η τοπική μοναδικότητα των ελληνικών θρησκευτικών εθίμων έχουν βάση, αν θέλουμε να μελετήσουμε τον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό με επιστημονική συνέπεια και ερευνητική σοβαρότητα. Μπορεί αυτά να εξυπηρετούν τοπικιστικές σκοπιμότητες και να ενισχύουν το τοπικό φρόνημα, είναι όμως εκτός λαογραφικής πραγματικότητας, δεδομένου ότι ο παραδοσιακός λαϊκός πολιτισμός κινείται με τους δικούς του ρυθμούς και υπακούει στους δικούς του κανόνες, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις θελήσεις και τις πεποιθήσεις ή αντιλήψεις των κατά τόπους φορέων, διαχειριστών και συντελεστών του.