Toυ Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιου Γκουτζίνη

Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ. Ξάνθης και Περιθεωρίου

          Στο προηγούμενο άρθρο μας είχαμε ασχοληθεί με τη σημασία που έχουν για την εκκλησιαστική και κοινωνική ζωή οι υπαίθριες θερινές πανηγύρεις των ναών και των εξωκκλησίων. Σήμερα θα εστιάσουμε στο ζήτημα της ποιμαντικής του τουρισμού, ή μάλλον για να ακριβολογούμε της ποιμαντικής των τουριστών. Θα μπορούσαμε κάπως αυθαίρετα να διαχωρίσουμε τους τουρίστες του καλοκαιριού, τους παραθεριστές, σε δύο κατηγορίες. Σε όσους παραθερίζουν σε εξοχικά που βρίσκονται κοντά στον τόπο μόνιμης κατοικίας τους και είναι συνήθως ημεδαποί και σε όσους μετακινούνται από το εσωτερικό ή από το εξωτερικό σε προορισμούς άλλους από εκείνους της μόνιμης κατοικίας τους.

  Είναι παρατηρημένο ότι την δεκαετία της οικονομικής κρίσης το πλείστο μέρος των Ελλήνων έχει ξεχάσει τι θα πει «θερινές διακοπές», αφού για οικονομικούς λόγους αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο κόστος, έστω και ολιγοήμερων μετακινήσεων. Η πλειοψηφία πάλι, όσων μπορούν να κάνουν διακοπές το καλοκαίρι, προτιμούν είτε κάποιο εξοχικό κοντά στον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους είτε κάποιο πατρικό σπίτι στον τόπο καταγωγής τους, είτε πάλι εξοχικά φίλων οι οποίοι μπορούν να τους φιλοξενήσουν. Λιγότεροι είναι εκείνοι οι οποίοι επισκέπτονται τουριστικούς προορισμούς εντός ή εκτός Ελλάδος. Η εκκλησιαστική ποιμαντική δεν θα πρέπει επίσης να αγνοήσει και τον διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό συνήθως νέων ανθρώπων, οι οποίοι για επαγγελματικούς λόγους καθώς εργάζονται στη «βιομηχανία» του τουρισμού, αναγκάζονται τους θερινούς μήνες να «μετοικούν» σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς της πατρίδας μας. Αυτοί συνήθως ζουν σε κακές συνθήκες διαμονής, αφού συχνά στεγάζονται σε πρόχειρα καταλύματα, ενώ εργάζονται με εξαντλητικά ωράρια.

   Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι κατά την περίοδο του θέρους οι λατρευτικές ανάγκες αυξάνονται, καθώς χωριά που τον χειμώνα είναι ακατοίκητα «ανοίγουν» το καλοκαίρι, μαζί με τις εκκλησιές τους, ενώ επίσης παίρνουν ζωή και παραθεριστικοί οικισμοί «παρά θίν’ αλός», όπου συνήθως οι λατρευτικές ανάγκες καλύπτονται με την λειτουργία εξωκκλησίων, στα οποία αναφερθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο μας. Η εκκλησιαστική μέριμνα είναι απαραίτητη ώστε σε αυτές τις «θερινές ενορίες» να τοποθετούνται ιερείς ικανοί όχι μόνο προς τέλεση της θείας λατρείας αλλά και ευαισθητοποιημένοι στο να αθρώσουν έναν λόγο παρηγορίας και οικοδομής προς τους παραθεριστές. Αυτοί είναι συνήθως άνθρωποι οι οποίοι ζουν τον περισσότερο χρόνο στις πόλεις, συχνά στα μεγάλα αστικά  κέντρα της πατρίδας μας ή του εξωτερικού. Οι συνθήκες της θερινής ραστώνης και της ψυχικής χαλάρωσης τους βοηθούν στο να τείνουν «ευήκοον ους» σε έναν καλό λόγο που θα προέλθει από τον λειτουργό ιερέα. Η ποιμαντική πείρα μαρτυρά ότι συχνά μέσα από μία τέτοια συνάντηση σε συνθήκες θερινών διακοπών, άλλαξαν ανθρώπινες ζωές και προσανατολίστηκαν σταθερά στη σχέση τους με τον Θεό και την Εκκλησία.

  Η περίπτωση των τουριστών εκείνων, αλλοδαπών και ημεδαπών, που επισκέπτονται δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς συνήθως οργανωμένοι σε τουριστικά γκρουπ, είναι μία ακόμη ποιμαντική πρόταση, η οποία συνδέεται περισσότερο με τον λεγόμενο θρησκευτικό τουρισμό. Εδώ συνήθως έχουμε ολιγόωρη παραμονή και ξενάγηση κυρίως σε Ιερές Μονές (π.χ. Μετέωρα), Εκκλησιαστικά Μουσεία, ή σε ενοριακούς ναούς με ιστορική και αρχαιολογική σημασία (π.χ. Καπνικαρέα, Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης κλπ). Δεν  έχουμε δηλαδή, μία κίνηση της εκκλησίας προς τον κόσμο, όπως έχουμε στην πρώτη περίπτωση, αλλά μία είσοδο του κόσμου σε χώρους εκκλησιαστικής ζωής. Χρειάζεται και εδώ ιδιαίτερη προετοιμασία, ώστε αυτή η είσοδος να είναι αφενός μεν επωφελής για τους «εισοδεύοντες» τουρίστες, τους οποίους στόχος μας θα είναι να τους εμπνεύσουμε ώστε να μεταμορφωθούν σε προσκυνητές· σε διαφορετική περίπτωση η είσοδος κινδυνεύει να λάβει τον χαρακτήρα «εισβολής» με όλα τα καταστρεπτικά αποτελέσματα που μία εισβολή μπορεί να επιφέρει.

 Ο ευπρεπισμός και η καθαριότητα των χώρων των  ιερών προσκυνημάτων, ο εφοδιασμός τους με πολύγλωσσο έντυπο ενημερωτικό υλικό, ο προσδιορισμός και η σήμανση συγκεκριμένων χώρων επισκεψιμότητας, η μέριμνα για κατάλληλο χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτων, η δυνατότητα παροχής πρώτων βοηθειών και η ύπαρξη περιποιημένων και καθαρών χώρων υγιεινής, αποτελούν τα στοιχειώδη τα οποία ένα ιερό προσκύνημα οφείλει να προσφέρει στους επισκέπτες του. Από εκεί και μετά θα πρέπει η ποιμαντική μας φροντίδα να «προσδαπανήσει» αυτό το επιπλέον που θα κάνει την διαφορά ώστε από τη συνείδηση του τουρίστα να φτάσουμε στη συνείδηση του προσκυνητή.

Ιδού ένα αληθινό παράδειγμα: σε  μικρό μοναστήρι νησιού του Βορείου Αιγαίου έρχεται οικογένεια εξ Αθηνών να προσκυνήσει. Αφού ανάβουν το κερί τους και προσκυνούν στον κατανυκτικό ιερό ναό, προσφέρεται παραδοσιακό μοναστηριακό κέρασμα στο υπαίθριο αρχονταρίκι. Ο νεαρός δόκιμος που το προσφέρει ενημερώνει τους προσκυνητές για το ιστορικό της Μονής καθώς και για το ημερήσιο πρόγραμμα της ζωής σε αυτήν. Λίγο πριν αναχωρήσουν ο πατέρας της οικογένειας ρωτά: «Τι χρωστάμε για τον καφέ;». Η απάντηση είναι «ασφαλώς και δεν χρωστάτε τίποτε, είναι κέρασμα από το μοναστήρι». Τότε ο άνθρωπος έκανε τον Σταυρό του, αφού δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η Μονή προσέφερε κάτι δωρεάν σε αυτόν που ήταν ένας άγνωστος… Ακόμη λοιπόν και ένα απλό μοναστηριακό κέρασμα μπορεί να ανατρέψει ιδεοληψίες και θεωρίες ότι «η Εκκλησία κοιτά μόνο να εισπράττει και ποτέ δεν δίνει τίποτε δωρεάν σε κανέναν».

 Φυσικά η ποιμαντική του τουρισμού  δεν θα πρέπει να εξαντλείται στο κέρασμα σε ένα αρχονταρίκι. Σίγουρα όμως θα πρέπει να αρχίζει από εκεί και να εκτείνεται μέχρι τα βάθη της ψυχής όσων προσκυνητών επιθυμούν να συμμετάσχουν στα ιερά μυστήρια της Εξομολογήσεως και της Θείας Ευχαριστίας. Υπό αυτή την έννοια η μόνιμη παρουσία Πνευματικών στα διάφορα ιερά προσκυνήματα θα ήταν μία εξαιρετική πρόνοια της ποιμαντικής των τουριστών «υπέρ ων Χριστός απέθανεν».