Γράφει ο Σταύρος Γουλούλης

Δρος Βυζαντινής Τέχνης

Στο Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας του 2019 (σελ.193-222) η κ. Μαρία Παναγιωτίδη, ομότιμος καθηγήτρια στο ΕΚΠ Αθηνών και πρόεδρος της ΧΑΕ, δημοσίευσε τη μελέτη «Αναζητώντας τον ιδρυτή της μονής Δαφνίου». Χαιρετίσθηκε, θα έλεγα, διθυραμβικά. Είναι ένα παλαιό ερώτημα των ιστορικών-αρχαιολόγων για το τόσο ποιοτικό μνημειακό σύνολο βυζαντινής τέχνης στη χώρα μας με τα ανεπανάληπτα «υπερ-αττικίζοντα» ψηφιδωτά που αποπνέουν Αρχαία Ελλάδα. Απαντούν άμεσα στο αν η αρχαία τέχνη αναγεννάται στον χριστιανικό-βυζαντινό κόσμο.

Η μονή Δαφνίου βρίσκεται πάνω στον πανάρχαιο δρόμο που ενώνει Αθήνα με Ελευσίνα, την Ιερά Οδό, όπου γινόταν πορεία πεζή των Αθηναίων από τον Κεραμεικό προς μύηση στο ιερό της Δήμητρας. Στο μέσον της απόστασης (π. 10ο χιλ.) κτίσθηκε γύρω στο 1100 το καθολικό της Θεοτόκου, ο Παρθενώνας της βυζαντινής Αθήνας, μίας μικρής πόλης εκείνη την περίοδο. Πλην όμως διατηρούσε κατάλοιπα των αρχαίων μνημείων και φαίνεται υπήρξε πολιτική βούληση να συναγωνισθεί, να συνεχίσει την Αρχαία Αθήνα.

Ποιος όμως το φιλοτέχνησε, δηλαδή πλήρωσε τη δαπάνη; Φαίνεται ως στοίχημα πολιτικό, προσωπικό, υποδηλώνοντας νέο προσανατολισμό στην τέχνη, μία υπό διαμόρφωση συνείδηση του κόσμου που το δημιούργησε.

Η κ. Μ. Παναγιωτίδη εστιάζει σε μία μορφή, τον Γρηγόριο Καματηρό, μέλος παλαιάς βυζαντινής οικογένειας, με κτήματα στην Αττική, εξ ων το γνωστό Καματερό. Ηκμασε μεταξύ 1090-1130. Μόνον επιστήμων με δεκαετίες σταδιοδρομίας μπορεί να πάρει επάνω του τέτοια πρόταση. Απαιτείται ειδίκευση στην τεχνοτροπία των αγιογραφιών, τομέα που κατέχει στον υπερθετικό βαθμό, εμπειρία στα μηνύματα που εκπέμπει ένα εικονογραφικό πρόγραμμα με το ιδεολογικό στίγμα του χορηγού, αλλά και ενδελεχή γνώση των ιστορικών πηγών και τεκμηρίων. Ο Καματηρός ήταν το ανώτατο στέλεχος επί των οικονομικών του Κράτους, ιδιαίτερα μορφωμένος, πλούσιος, και τότε οι «έχοντες» αναλάμβαναν τα δαπανηρά έργα τέχνης. Διετέλεσε πραίτωρ, εκπρόσωπος του αυτοκράτορα σε Αθήνα και Ν. Ελλάδα. Το καθολικό ανήκει στον ελλαδικό οκταγωνικό τύπο, δηλαδή με πιο ευρύ θόλο από ό,τι ο απλός σταυροειδής, στηριζόμενο σε οκτώ στηρίγματα. Ο αριθμός συμβολίζει την κοσμική αναγέννηση, έχοντας προέλευση αυτοκρατορική. Σε όλες τις ανακτορικές πόλεις (Κων/πολη, Θεσσαλονίκη, Ραβέννα, Ακυΐσγρανο/Ααχεν, κτλ) υπήρχαν οκταγωνικοί ναοί. Ο ευρύτερος τρούλος έδειχνε εναργέστερα την αγκάλη του ουρανού, του Θεού και του εκπροσώπου του, στους λαούς επί της γης.

Τέτοια καθολικά δεν βρίσκονται σε οποιονδήποτε δρόμο, σε ερημιές και εσχατιές της γης, σε απόκρημνα μέρη. Δεν κτίσθηκε πάνω σε κάποιον σημαντικό αρχαίο ναό [Δαφναίου Απόλλωνα, Δαφνείον, Δαφνί(ν)], για να τονίζει τη χριστιανική συνέχεια. Αυτό συνέβαινε κατά κόρον πιο πριν, στο τέλος του αρχαίου κόσμου. Ούτε βρίσκεται παράπλευρα σε οδό, σε απόμερο τόπο, συνδυάζοντας μοναστική ησυχία και πρόσβαση στις οδικές αρτηρίες, όπου δεν χρειαζόταν να γίνει τόσο μεγάλο έργο. Η τοπογραφία επιβάλλει, επομένως, τη δική της δυναμική, αποκαλύπτει έναν εκπρόσωπο του αυτοκράτορα που το έκτισε σε ειδικό, οριακό χώρο, ήταν το ίδιο ως εντειχισμένο μία στάση (σταθμός, mansio), μόλις το μάτι του ερχόμενου στην Αττική αντικρίζει την Ακρόπολη ή και αντίθετα την αποχαιρετά. Ο δρόμος αυτός (Θεσσαλονίκη-Πάτρα) συνέδεε την Κων/πολη με τη Δύση/Ρώμη μέσω Νοτίου Ελλάδας. Είναι λοιπόν ιερό ίδρυμα ανοικτών οριζόντων, όχι περίσκεψης.

Οι μορφές των ψηφιδωτών εικονίζονται με στάσεις και ενδύματα σαν τα αρχαία αγάλματα που ακόμη υπήρχαν στην Αθήνα. Ο φοβερός και τρομερός Παντοκράτωρ, ο «πλέον Δίας» παντοκράτορας της βυζαντινής τέχνης! Ασχετα τι λέγεται απλουστευτικά, οι μεσαιωνικοί άνθρωποι αγαπούσαν να βλέπουν αρχαία έργα τέχνης και οι καλλιτέχνες να τα μιμούνται. Τώρα η μίμηση φτάνει σε ένα απόγειο, στο ίδιο το κέντρο του αρχέτυπου ελλαδικού κλασικισμού. Ο καλαίσθητος αξιωματούχος θέλησε να ανανεώσει την αρχαία τέχνη στο λίκνο της, τόπο με την πιο φωτεινή ατμόσφαιρα, την πιο γλυκεία Φύση. Οσο κι αν είναι δεδομένο ότι υπήρχε ανάλογης τεχνοτροπίας πρόγραμμα π.χ. σε Κων/πολη, η επίδραση της αρχαίας αθηναϊκής τέχνης εδώ είναι απόλυτη. Οπως συμβαίνει και σήμερα, οι καλλιτέχνες ενίοτε σύχναζαν σε πόλεις που διέσωζαν αρχαία μνημεία και έργα τέχνης και τα μελετούσαν. Αθήνα, Ρώμη, Κων/πολη, Θεσσαλονίκη, υπήρξαν τέτοιες πόλεις-σχολεία τέχνης.

Από τα παραπάνω μπορούμε να εικάσουμε τι είχε στον νου του ο Γρηγόριος Καματηρός. Διαμόρφωσε στο Δαφνίον ένα ίδρυμα σαν σταθμό, όχι για να αφοσιωθούν στην καλογερική κάποιοι μοναχοί. Αισθητική απόλαυση τέτοιου επιπέδου τέχνη δεν είναι το προσήκον στη μοναστική παράδοση. Αλλωστε δεν εικονίζονται μοναχοί άγιοι. Θα ζούσαν κάποιοι που θα συνέδραμαν με τον τρόπο τους στην κλασική παιδεία στο λίκνο του ελληνικού πολιτισμού, την Αθήνα. Ηταν στρατευμένοι, οπότε εξηγείται γιατί δεν εικονίζονται και γυναίκες αγίες! Ο πλούτος της μονής ήταν μεγάλος, μπορούσε να συντηρεί την καλλιέργεια των γραμμάτων. Μετά το 1204 το ίδρυμα ενός οικονομολόγου δόθηκε σε Κιστερκιανούς, τάγμα Δυτικών μοναχών που εξασκούσαν τεχνολογία και εμπόριο! Θα ήταν κάτι σαν μία σχολή συν τοις άλλοις και για επισκέπτες και περιστασιακούς, εκείνους που ερχόμενοι από Ανατολή-Κων/πολη έως Σικελία-Κάτω Ιταλία, θα έβλεπαν από κοντά τις αρχαιότητες, θα σπούδαζαν σε αυτές, και θα αναπαρήγαν από τα πρωτότυπα τεκμήρια μεγάλης τέχνης έναν νέο βυζαντινό πολιτισμό, στην τεχνική και το ήθος. Θα τον μετέδιδαν παντού. Επομένως φαντάζει μνημείο-ατελιέ που σηματοδοτεί την ανάδυση της ελληνικής ταυτότητας των Βυζαντινών. Το ιδανικό αυτό πραγματοποίησαν έναν αιώνα αργότερα οι Λασκαρίδες αυτοκράτορες θεωρώντας τη Νίκαια Νέα Αθήνα.

Είναι λοιπόν το Δαφνί το όραμα ενός ανθρώπου πολύ πιο μπροστά από την εποχή του. Ισως ο ιδρυτής πίστευε ότι μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο, όχι ως ρομαντικός αλλά ως οικονομικός άνθρωπος, να του μεταδώσει νέα αισθητική, αναγεννώντας την αρχαία τέχνη στην κοιτίδα της, για είναι πρότυπο παντού μέσω των επισκεπτών, ανωνύμων και επωνύμων. Με λίγα λόγια να ορίσει μία Αναγέννηση!… Αιώνες πριν από την ευρωπαϊκή. Σε εποχή που το Βυζάντιο έχανε τα παλαιά εδάφη του, αυτός πρότεινε την ψυχή της Ελλάδας ως μέσον πνευματικής ακτινοβολίας του. Η τέχνη στην υπηρεσία των δρόμων, των μεταφορών, του εμπορίου, της οικονομίας, των ιδεών και βιωμάτων. Το μέλλον του Βυζαντίου. Ενα μοναστήρι με στρατευμένα στελέχη που δεν θα έσωζαν μόνον την ψυχή τους, αλλά και την ψυχή του κόσμου τους, θα άλλαζαν τη μοίρα του.

Ενα τέτοιο σύνολο σε κέντρο διερχομένων ερμηνεύεται από τα απώτερα σημεία που οδηγούν οι δρόμοι του, έχει αναφορά σε όλο τον βυζαντινό κόσμο, δεν περιορίζεται σε μία επισκοπή, όπου δεν γίνονταν τόσο δαπανηρά έργα. Ετσι αιτιολογείται η πολυτέλεια, το οικονομικό κόστος, από έναν αρμόδιο στα οικονομικά, ως επένδυση που θα έφερνε αργότερα αποτέλεσμα.