Του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη

Θεολόγου 

 «Δεν είμαι φανατικός χριστιανός» λένε κάποιοι συνάνθρωποί μας και εννοούν: πιστεύω γενικά στο Θεό, θεωρώ τον εαυτό μου καλό άνθρωπο, άρα είμαι βέβαιος πως έχω κατακτήσει την ουσία της διδασκαλίας του Χριστού, όμως δεν πηγαίνω συχνά στην εκκλησία, δεν εξομολογούμαι, νηστεύω μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα, κοινωνώ μια ή έστω δυο φορές το χρόνο (κυρίως επειδή το θεωρώ ωραίο συμβολικό έθιμο και νιώθω καλά έτσι), και φυσικά έχω πολύ σοβαρή ατομική άποψη για όλα αυτά (ότι τα κάνω ολόσωστα) και αρνούμαι ν’ ακούσω την παραμικρή κριτική ή νύξη για το αντίθετο.

«Αυτές οι γριές είναι θρησκόληπτες και φανατικές» λένε οι ίδιοι συνάνθρωποί μας και εννοούν όχι μόνο σκληρές υποκρίτριες γεμάτες κακία, αλλά και κάποιες αγνές ψυχούλες, σοφές και γεμάτες αγάπη, που ζουν αναπνέοντας το άρωμα της παρουσίας του Χριστού στη ζωή τους – κέντρο της ζωής τους είναι ο εκκλησιασμός, η προσευχή, η νηστεία, η θεία κοινωνία αλλά και η αγάπη προς το Θεό και προς το συνάνθρωπο. Έκφραση αυτής της αγάπης είναι και η ολόψυχη συμμετοχή τους στις εορτές της Παναγίας και των αγίων μας, τους βίους των οποίων, καθώς και τα τροπάρια της υμνογραφίας τους, γνωρίζουν και απολαμβάνουν, ακόμη κι αν είναι ολιγογράμματες.

Ορισμένες από αυτές τις γιαγιάδες στην πραγματικότητα είναι σύγχρονες αγίες και μπορείτε να διαβάσετε μερικές περιπτώσεις εδώ.

Δυστυχώς, όταν σκεφτόμαστε έτσι, σφάλλουμε με ορισμένα σοβαρά ζητήματα.

Κατ’ αρχάς, μπερδεύουμε το φανατισμό και την υποκρισία με τη θέρμη και τη συνέπεια. Φανατικός είναι εκείνος που έχει υψώσει τόσο πολύ μέσα του την ιδεολογία του, ώστε δεν αγαπά τους ανθρώπους, παρά μόνο με ιδεολογικά κριτήρια. Γι’ αυτό περιφρονεί ή μισεί όσους έχουν διαφορετικές απόψεις από τον ίδιο και είναι ικανός και να τους επιτεθεί και να τους προξενήσει ακόμη και σωματικές βλάβες.

Υποκριτής είναι εκείνος που παριστάνει τον έντιμο και σωστό χριστιανό, γνωρίζοντας κατά βάθος ότι δεν είναι.

Συνεπώς, ένας άνθρωπος που νηστεύει, εκκλησιάζεται, εξομολογείται κ.τ.λ. με ειλικρίνεια, έχοντας μέσα του ταπείνωση και αγάπη προς τους άλλους, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί φανατικός. Πρέπει να χαρακτηριστεί ειλικρινής, συνεπής και σοβαρός χριστιανός, με δυο λέξεις αληθινός χριστιανός.

Όταν λοιπόν θέλουμε να πούμε πως πιστεύουμε μεν στο Θεό (στο Θεό, όπως Τον αντιλαμβάνονται οι χριστιανοί, όχι «στο σύμπαν» ή σε κάποιο άλλο ειδωλολατρικό κατασκεύασμα), αλλά η πνευματικότητα στη ζωή μας έχει δευτερεύουσα ή τριτεύουσα θέση, καλό είναι να λέμε πως είμαστε χλιαροί χριστιανοί, πως δεν είμαστε θερμοί ή συνεπείς χριστιανοί. Και ακόμη καλύτερο, επιτρέψτε μου, είναι να φροντίσουμε να γίνουμε θερμοί και συνεπείς χριστιανοί.

Το πρώτο βήμα, μάλιστα, για να το πετύχουμε, θαρρώ πως είναι να πάψουμε να θέτουμε τον εαυτό μας και τις απόψεις μας ως απόλυτο κριτήριο για την πνευματική και ηθική ζωή μας.

Είναι παράξενο ότι, σε όλους τους τομείς της ζωής, στην επιστήμη, τον πολιτισμό κ.τ.λ., παραδεχόμαστε την άποψη των ειδικών και αυτήν ακολουθούμε, και μόνο στον τομέα της θρησκευτικής πίστης και της πνευματικής και ηθικής ζωής νομίζουμε πως κανείς δεν ξέρει καλύτερα από τον εαυτό μας. Έτσι, φροντίζουμε να ζούμε όπως μας λέει ο εαυτός μας, «η καρδιά μας» ή «η λογική μας», και στην ουσία έχουμε κατασκευάσει μια δική μας θρησκεία.

Κι όμως, στον τομέα αυτό υπάρχει το Ευαγγέλιο και οι βίοι και οι διδασκαλίες των αγίων, που είναι οι αληθινοί έμπειροι και σοφοί διδάσκαλοι της ηθικής και πνευματικής ζωής – αν δεν τους ακούμε, δεν μπορεί να είμαστε στο σωστό δρόμο, παρά μόνο κατά τύχη.

Ίσως δε γνωρίζουμε πώς έζησε ο άγιος του ονόματός μας ή της εκκλησίας του χωριού μας ή της ενορίας μας (αν και στην εποχή μας είναι εύκολη η πρόσβαση σε πληροφορίες κάθε είδους), ίσως δε γνωρίζουμε τι δίδαξαν οι άγιοί μας, όλων των εποχών, σίγουρα όμως ξέρουμε κάτι που μπορούμε να το βάλουμε σε εφαρμογή άμεσα: ότι όλοι οι άγιοι, όλων των εποχών, νήστευαν, προσεύχονταν καθημερινά και θερμά, εκκλησιάζονταν, εξομολογούνταν, κοινωνούσαν (μεταλάβαιναν), συγχωρούσαν τον εχθρό τους, είχαν κέντρο της ζωής τους τη σχέση τους με το Θεό (σχέση όχι ατομική, αλλά εκκλησιαστική, που σημαίνει κοινωνική και πανανθρώπινη), ήταν ταπεινοί και νοιάζονταν περισσότερο για το συμφέρον των άλλων παρά για το δικό τους.

Ή μήπως δεν τα γνωρίζουμε αυτά;

Αν λοιπόν είμαστε χριστιανοί, όχι βέβαια «φανατικοί», μπορούμε να κάνουμε το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, την κατεύθυνση των αγίων, που με αυτό τον τρόπο έκαναν ακριβώς αυτό: έζησαν σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού, όπως είναι καταγεγραμμένη στο Ευαγγέλιο – και, ζώντας με αυτό τον τρόπο, κατέληξαν να ζουν μέσα στο Φως του Θεού, και εδώ και στην αιωνιότητα.

Ως υστερόγραφο, καλό είναι, αδελφοί και αδελφές μου, να αγοράσετε και να μελετήσετε το Ευαγγέλιο και ολόκληρη την Καινή Διαθήκη (μέρος της οποίας είναι το Ευαγγέλιο).