Toυ π. Σωφρόνιου Γκουτζίνη

Πρωτοσύγκελλου Ι.Μ. Ξάνθης και Περιθεωρίου

Aρχιμανδρίτη Οικουμενικού Θρόνου

Καθώς πλησιάζουμε προ το τέλος του Νοεμβρίου εγγίζουμε όλο και περισσότερο προς τα Χριστούγεννα. Τόσο το ημερολόγιό μας, όσο και η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας σιμώνουν προς τη μεγάλη γιορτή. Στο προηγούμενο άρθρο μας επισημάναμε με συντομία την αλλαγή που εδώ και λίγες δεκαετίες έχει συντελεστεί στον τρόπο που ανταλλάσσουμε ευχές μεταξύ μας σε αυτή την προ των Χριστουγέννων περίοδο. Ολοένα και περισσότερο ευχόμαστε «καλές γιορτές» και ξεχνούμε την πατροπαράδοτη ευχή «καλά Χριστούγεννα» που δεν έλειπε από κανένα στόμα σε προηγούμενες, όχι και τόσο μακρινές όμως εποχές.

          Ενδεχομένως αυτή η αλλαγή στο λεξιλόγιό μας να φαίνεται σε πολλούς επουσιώδης. Φρονούμε όμως πως δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Κάθε άλλο μάλιστα. Η χρήση της γλώσσας μαρτυρεί τον πολιτιστικό πλούτο ή την πολιτιστική πενία των λαών. Κάθε γλωσσικός όρος είναι φορέας και εκφραστής συγκεκριμένου αξιακού συστήματος. Οσο φτωχότερο είναι το λεξιλόγιο, τόσο φτωχή είναι και η κριτική ικανότητα ενός λαού. Επίσης η αλλαγή της ορολογίας δεν συνιστά αλλαγή μόνο ως προς το λεκτικό μέρος μίας φράσης, αλλά κυρίως ως προς το εννοιολογικό. Η αλλαγή της γλώσσας έρχεται μετά από την αντικατάσταση και αλλαγή των εννοιών και των νοημάτων που σημαίνονται με τις αντίστοιχες λέξεις και φράσεις. Εν προκειμένω η αντικατάσταση της λέξεως «Χριστούγεννα» με την λέξη «γιορτές», η οποία είναι συνήθης πλέον στον καθημερινό λόγο, ιδιαίτερα των νεωτέρων γενεών, είναι δηλωτική μίας αλλαγής που έχει ήδη συντελεστεί και με την επικράτηση του νέου λεξιλογίου τείνει να καταστεί κυρίαρχη.

          Ετσι στο σωτήριο έτος 2019 ο Ελληνας γιορτάζει όχι τα Χριστούγεννα της Εκκλησίας, αλλά μία γιορτή η οποία είναι αφορμή για την επαναλαμβανόμενη κάθε χρόνο φιλανθρωπία των ημερών, μία γιορτή «για τα παιδιά», όπως μας διαβεβαιώνει ο κυρίαρχος «δημοσιογραφικός» λόγος, μία γιορτή στερημένη από το οντολογικό και σωτηριολογικό της περιεχόμενο που εκφράζεται άριστα από τους πρώτους κιόλας στίχους των Καταβασιών των Χριστουγέννων: «Χριστός Γεννάται, δοξάσατε! Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε! Χριστός επί γης, υψώθητε!».

          Τόσο η αλλαγή στην «γλώσσα» των ευχών, όσο και η κυρίαρχη κοινωνική δυναμική επιβεβαιώνουν το γεγονός πως η περίοδος τον Χριστουγέννων για τον Ελληνα του 2019, μπορεί κάλλιστα να εορταστεί χωρίς καμία αναφορά στον Χριστό, χωρίς καμία σχέση με την Εκκλησία και τη λατρεία της. Η περίοδος του Αγίου Δωδεκαημέρου είναι αφορμή για τόνωση του εμπορίου, για κάποια κινητικότητα στην τουριστική αγορά της χειμερινής περιόδου, για σύντομες διακοπές, για το χωρίς νόημα και σκοπό νομοτελειακά επαναλαμβανόμενο ρεβεγιόν, για ξενύχτι ίδιο και απαράλλαχτο με αυτό του κάθε «Παρασκευοσαββατοκύριακου».

          Είναι τόσο προβλέψιμες αυτές οι «γιορτές» που καταλήγουν να έχουν κάτι από την ανία των διαφόρων επετείων. Οι «γιορτές» είναι απλά ένα ακόμη «πολιτιστικό δρώμενο» ανάμεσα στα τόσα πολιτιστικά έθιμα  με τα οποία η ορθοδοξία μας χρωμάτισε την ζείδωρη παράδοση του τόπου μας και που διατηρούνται (για όσο διατηρούνται ακόμη μεταξύ του λαού μας), αποστερημένα από την Χάρη και το νόημά τους. Χριστούγεννα χωρίς Χριστό, Πρωτοχρονιά χωρίς νόημα, Φώτα χωρίς Φως.

          Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι. Οχι και τόσο παλιά τα Χριστούγεννα ήταν αφορμή χαράς για την κάθε τοπική κοινωνία. Κάθε σπίτι έκαιγε καντήλι. Κάθε νοικοκυρά θύμιαζε και ζύμωνε πρόσφορο. Κάθε γιορταστικό τραπέζι είχε και μία θέση για τον φτωχό και τον ξένο. Κάθε Πρωτοχρονιά η προετοιμασία και η κοπή της Βασιλόπιττας ήταν μία μυσταγωγία για το σπίτι και την οικογένεια: την έκοβε ο αρχηγός της οικογένειας ψάλλοντας το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου και θυμιατίζοντας το γιορτινό τραπέζι. Φυσικά οι δρόμοι και τα στενά αντηχούσαν από τα κάλαντα που έψαλλαν παρέες - παρέες τα παιδιά, γεγονός που στις μέρες μας διαρκώς σπανίζει.

          Ολα τα παραπάνω γίνονταν όχι ως πράξεις ατομικής ευσέβειας, αλλά ως μετοχή στο γεγονός της Εκκλησίας, η οποία ταυτιζόταν με το κοινωνικό σώμα. Κανένα σπίτι δεν έμενε μακριά από τη χαρά του Δωδεκαημέρου, κανένα σπίτι δεν έμενε αφώτιστο τα Θεοφάνεια, η νηστεία ήταν κοινωνικός κανόνας από τον οποίο εξαιρούνταν μόνο οι ανήμποροι και ασθενείς. Η οικογενειακή και κοινωνική ζωή ήταν συναρμοσμένες με την Εκκλησιαστική πράξη και λατρεία και για αυτό τον λόγο τα λαϊκά έθιμα δεν ήταν φολκλόρ όπως σήμερα, αλλά τρόπος και ήθος καθημερινού βίου.

          Ο τρόπος με τον οποίο σήμερα γιορτάζουμε τις «γιορτές» μαρτυρεί το κυρίαρχο σύμπτωμα της εποχής μας, που δεν είναι άλλο από τον ατομικό και ακοινώνητο τρόπο βίου. Ολες μας οι σχέσεις, όλες μας οι επιδιώξεις, ακόμη και η «ευσέβειά» μας, υποτάσσονται στην ακόρεστη ανάγκη για επιβεβαίωση του εγώ μας. Με τον τρόπο αυτό όμως δηλώνουμε την απόλυτη αδυναμία μας να γιορτάσουμε. Ο Ελληνας σήμερα αδυνατεί να γιορτάσει το οτιδήποτε, διότι η χαρά της γιορτής, η χαρά της προσφοράς, η χαρά του «δοσίματος», έχουν αντικατασταθεί από την ανάγκη για ηδονική πλησμονή. Η κοινωνία μας εδώ και χρόνια έχει ταυτίσει τη χαρά με την απόλαυση. Για αυτό και δεν μπορεί πια να γιορτάσει. Αυτή είναι η τραγικότητά της. Η πραγματική χαρά και η πραγματική γιορτή προϋποθέτουν την έξοδο από το εγώ και την αναζήτηση του «προ αιώνων Θεού» που για μας γίνεται «Παιδίον νέον». Για τις προϋποθέσεις αυτής της εξόδου θα συνεχίσουμε στο επόμενο.