Tου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ

Η εορτή των Χριστουγέννων είναι η μητρόπολις των εορτών κατά τον άγιο Πατέρα μας Ιωάννη τον Χρυσόστομο “Εορτή γαρ ην περιφανής η πάντας συνάγουσα και μητρόπολις” (Επιστολή “τη Δεσποίνη μου, τη αιδεσιμωτάτη και θεοφιλεστάτη διακόνω Ολυμπιάδι”, PG 52, 553), επειδή απ’ αυτή εγεννήθηκαν όλες οι άλλες εορτές των σωτηριωδών γεγονότων της ζωής του Κυρίου μας. Οι άγιοι πατέρες μας στην ποιμαντική τους μέριμνα για την πνευματική οικοδομή και κατάρτισι των πιστών, δίδαξαν με ποιο τρόπο πρέπει να εορτάζουν οι πιστοί στον Θεό άνθρωποι τις εκκλησιαστικές εορτές, προβάλλοντες τον σκοπό και το νόημα των εορτών.

1- “Θεού μνημονεύσωμεν”

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θέτει ως πρώτο καθήκον του πιστού τη μνήμη του Θεού. Διδάσκει σχετικώς, ότι “Επεί δε κεφάλαιον εορτής μνήμη Θεού, Θεού μνημονεύσωμεν” (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΘ΄, “Εις τα Αγια Φώτα”, Β.Ε.Π.Ε.Σ. 60, 77). Για τους πιστούς η εορτή οφείλει να είναι μνήμη Θεού. Θυμόμαστε τις σωτηριώδεις ενέργειες του Θεού για μας.

Τα Χριστούγεννα εορτάζουμε την ενανθρώπησι του Υιού και Λόγου του Θεού, την κάθοδο του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος στον κόσμο κατά τον προφητικό γραφικόν λόγο “μετά δε τούτο επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη” (Βαρούχ γ΄ 38).

Ο άγιος Αθανάσιος ο μέγας πατριάρχης Αλεξανδρείας μάς εξηγεί και ερμηνεύει τον σκοπό της ενανθρωπήσεως, ότι “Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν και αυτός εφανέρωσεν εαυτόν διά σώματος, ίνα ημείς του αοράτου Πατρός έννοιαν λάβωμεν και αυτός υπέμενε την παρ’ ανθρώπων ύβριν, ίνα ημείς αφθαρσίαν κληρονομήσωμεν” (“Περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου και της διά σώματος προς ημάς επιφανείας αυτού” Β.Ε.Π.Ε.Σ. 30, 119). Δηλαδή, ότι ο Θεός με την σάρκωσί Του έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός κατά χάρι, ότι ο Υιός του Θεού φανερώθηκε με ανθρώπινη σάρκα για να μας αποκαλύψει τον αόρατο Θεό Πατέρα κατά τον λόγο του Ευαγγελιστού Ιωάννου “Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο μονογενής Υιός του Θεού, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός εκείνος εξηγήσατο” (Ιωάννου α΄ 18 ) και ότι Αυτός υπέμεινε την ύβρι των ανθρώπων, αυτόν τούτον τον θάνατον, για να κληρονομήσουμε την αφθαρσία και την αθανασία.

Ο Θεός έρχεται από τον ουρανό στη γη, για να ανέβει ο άνθρωπος από την γη στον ουρανό. Ο Θεός μετέλαβε του χείρονος, δηλαδή του κατωτέρου ως προς Αυτόν, για να μεταδώσει σε μας του βελτίονος, ως προς Αυτόν.

Η σάρκωσις του Θεού είναι ένα θαύμα, τις προεκτάσεις του οποίου ο νούς του ανθρώπου αδυνατεί να συλλάβει. Πώς ο Θεός που είναι πνεύμα γίνεται υλικός; Πώς ο άκτιστος (αδημιούργητος) κτίζεται (δημιουργείται); Πώς ο αχώρητος στους ουρανούς χωρείται στη μήτρα της γυναικός και στη φάτνη; Πώς τον απρόσιτο εγγίζουν οι αμαρτωλοί άνθρωποι και τα άλογα ζώα; Πώς ο ένδοξος και δυνατός εκδύεται την δόξα Του και την δύναμί Του και δέχεται να εμφανισθεί με την ανθρώπινη αδυναμία και ασθένεια; Πώς ο αναμάρτητος συναναστρέφεται αμαρτωλούς; Πώς ο ουράνιος γίνεται χοϊκός;

Ο Απόστολος Παύλος συμπεριέλαβε όλο το έργο του Θεού για την σωτηρία των ανθρώπων σε μία φράσι “το μέγα της ευσεβείας μυστήριον” (Α΄ Τιμόθεον γ΄ 16). Τα πάντα πραγματοποιήθηκαν με την ευδοκία του ουρανίου Πατέρα και την συνέργεια του αγίου Πνεύματος.

Είναι έργο Θεού, στο οποίο συνεργάσθηκαν πολλοί δίκαιοι. Κορυφαία ανάμεσά τους η Θεοτόκος, η Παρθένος Μαρία, η οποία δέχθηκε να γίνει μητέρα Του, όταν απάντησε στον Αγγελο “ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου” ( Λουκά α΄ 38).

Οι ύμνοι της θείας λατρείας, τα αναγνώσματα των ιερών Ακολουθιών και οι λόγοι των πατέρων μας αναφέρονται στη σημασία και το νόημα αυτής της εορτής. Οι πιστοί οφείλουν με πνευματική αναζήτησι, ενδιαφέρον και επιμέλεια να μελετήσουν, για να δυνηθούν να καταλάβουν, να αντιληφθούν “τι το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος, γνώναί τε την υπερβάλλουσαν της γνώσεως αγάπην του Χριστού” (Εφεσίους γ΄ 18-19).

2- Η συμμετοχή μας στην εορτή

Οι άγιοι πατέρες μάς προτρέπουν να εορτάσουμε με θεϊκό και πνευματικό τρόπο, αποφεύγοντες την αμαρτία και την πονηρία “ως δοκεί τω πνεύματι”, (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΑ΄, “Εις την Πεντηκοστήν”, Β.Ε.Π.Ε.Σ 60,111), δηλαδή όπως νομίζει το Αγιο Πνεύμα, ο Θεός, που κυβερνά ολόκληρη τη ζωή μας. Πώς “δοκεί τω Πνεύματι”;

α) Να σεβόμαστε τον Θεό

Η εορτή γίνεται για να αυξήσουμε την πίστι μας, για να την στερεώσουμε, ώστε να είναι δυνατή. Αυτό επιτυγχάνεται με την κοινή λατρεία, με την πνευματική μελέτη, με την ανάγνωσι των θείων γραφών, με την προσευχή και την κατάλληλη πνευματική κατάρτισι.

β) Να συμμετέχουμε στη λατρεία και στην κοινή προσευχή της εκκλησιαστικής κοινότητας

Οι πιστοί συγκροτούν την προσευχόμενη κοινότητα, την Εκκλησία, η οποία έχει κέντρο της προσευχής της το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Οι πιστοί συγκεντρώνονται, συνάγονται και τελούν την θεία Λειτουργία ευχαριστούντες τον Θεό Πατέρα “υπέρ πάντων ων ίσμεν και ων ουκ ίσμεν των φανερών και αφανών ευεργεσιών των εις ημάς γεγενημένων” (ευχή της αγίας αναφοράς της θείας Λειτουργίας).

γ) Με “ένδυμα γάμου”

Η εξομολόγησις είναι η μετά συντριβής καρδίας ομολογία της μετάνοιάς μας για τις αμαρτίες μας. Η αμαρτία διακόπτει την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Για να αρθεί η διακοπή και να συνδεθεί ο άνθρωπος με τον Θεό, ο άνθρωπος οφείλει να αναγνωρίσει την αμαρτία του και με ταπείνωσι να ζητήσει από τον φιλάνθρωπο Θεό Πατέρα να τον αποκαταστήσει. Χωρίς μετάνοια και εξομολόγησι δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τον Θεό Πατέρα. Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να προσέλθουμε στο μυστήριο της θείας Κοινωνίας χωρίς να έχουμε καθαρισθεί πνευματικά. Ο Κύριός μας επεσήμανε αυτή την ανάγκη με την παραβολή του γάμου του υιού του βασιλέως “Εισελθών δε ο βασιλεύς θεάσασθαι τους ανακειμένους, είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου και λέγει αυτώ· εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου; Ο δε εφιμώθη. Τότε είπεν ο βασιλεύς τοις διακόνοις· δήσαντες αυτού πόδας και χείρας άρατε αυτόν και εκβάλετε εις το σκότος τον εξώτερον” (Ματθαίου κβ΄ 11-13).

δ) Να προσέλθουμε στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας

Με την θεία Κοινωνία ενωνόμαστε με τον Χριστό και δι’ Αυτού λαμβάνουμε όλες τις δωρεές του Θεού. Ο Κύριος είπε, “αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον και εγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα” (Ιωάννου στ΄ 53-54).

ε) Να έχουμε αγάπη με τους συνανθρώπους μας

Την προϋπόθεσι αυτή έθεσε ως αυστηρή προϋπόθεσι ο ίδιος ο Κύριός μας για να εισακουσθεί η προσευχή μας. Για το θέμα αυτό δίδαξε “εάν ούν προσφέρης το δώρόν σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρόν σου” (Ματθαίου ε΄ 23-24). Πριν μιλήσεις στον Θεό πρέπει να έχεις διώξει από την καρδιά σου οτιδήποτε καταλογίζεις στον αδελφό σου, συνάνθρωπό σου.

στ) Να επιτελούμε ενάρετα έργα

Η εορτή πρέπει να αποτελεί αφορμή για την άσκησι των αρετών, για την βίωσι των εντολών του Θεού Πατέρα μας, για την έκφρασι της υπακοής μας στο άγιο θέλημά Του, για σεμνή και θεοπρεπή πολιτεία. Σ’ αυτά συμβάλλουν η νηστεία και η εγκράτεια, ο περιορισμός δηλαδή μέχρι τελείας εξαφανίσεως των αμαρτωλών παθών από την ψυχή μας.

ζ) Να μην αμαρτάνουμε κατά την εορτή

Παρατηρούμε, ότι οι εορτές της Εκκλησίας μας για πολλούς γίνονται αφορμή να αμαρτάνουν βαρύτερα. Γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε να μην αμαρτάνουμε με τον τρόπο που εορτάζουμε τις εορτές της Εκκλησίας μας.

η) Να ζούμε την εν Χριστώ αδελφότητά μας

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είναι σαφής “εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν” (Α΄ Ιωάννου δ΄ 20). Η ελεημοσύνη, η μεταδοτικότητα, η συγγνώμη, η ανοχή, η αλληλεγγύη προς τους αδελφούς εκφράζουν τους πνευματικούς δεσμούς των μελών της Εκκλησίας και καθιστούν αυτούς τους δεσμούς ισχυρότερους.

3- Η γέννησις του Ιησού Χριστού

Την εορτή της γεννήσεως του Ιησού Χριστού μέχρι τον 4ον μ.Χ. αιώνα συνεορτάζουν με την εορτή της βαπτίσεώς Του την 6ην Ιανουαρίου. Οι δύο εορτές έφεραν την ονομασία Επιφάνεια.

Η επιλογή της ημερομηνίας της 25ης Δεκεμβρίου έγινε από την Εκκλησία για πνευματικούς και ποιμαντικούς λόγους. Δεν είναι γνωστή η ημέρα και το έτος γεννήσεως του Κυρίου μας. Από τα ιστορικά γεγονότα και τα πρόσωπα που αναφέρονται στην ιερά διήγησι των Ευαγγελίων και σε άλλες εξωβιβλικές πηγές προσδιορίζουμε κατά προσέγγισι το έτος της γεννήσεως του Κυρίου, από το οποίο αρχίζει η χριστιανική χρονολόγησις.