Toυ π. Σωφρόνιου Γκουτζίνη

Πρωτοσύγκελλου Ι.Μ. Ξάνθης και Περιθεωρίου

Aρχιμανδρίτη Οικουμενικού Θρόνου

Τα Θεοφάνεια είναι μία από τις λαμπρότερες και πλέον ευφρόσυνες μέρες του εκκλησιαστικού έτους. Στη γλώσσα του λαού η γιορτή ονομάζεται «Φώτα». Και οι δύο αυτές λέξεις που δηλώνουν την εορτή του Βαπτίσματος του Κυρίου στον Ιορδάνη σημαίνουν την φανέρωση και τον φωτισμό. Την φανέρωση του αληθινού Θεού στον άνθρωπο και τον φωτισμό του ανθρώπου με το φώς της αληθινής Θεογνωσίας. Κατά το Βάπτισμα του Κυρίου στον Ιορδάνη «Η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις». Η Φωνή του Γεννήτορος Πατρός προσμαρτυρεί τη Θεότητα του Σαρκωθέντος και Βαπτιζομένου Υιού, το δε Αγιον Πνεύμα φαινόμενο σε είδος περιστεράς, βεβαιώνει την ασφαλή αλήθεια του λόγου του Πατρός.

Ετσι το Βάπτισμα του Κυρίου γίνεται οδός της αληθινής Θεογνωσίας και είναι το μυστήριο εκείνο που μας εισάγει στην Εκκλησία. Αν θα θέλαμε συνοπτικά να αποτυπώσουμε την θεολογία του Μυστηρίου του Βαπτίσματος θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι το μυστήριο εκείνο διά του οποίου ο πιστός γίνεται πλέον μέλος της Εκκλησίας, ενώ συγχρόνως με την τριπλή κατάδυση στο νερό γίνεται κοινωνός του θανάτου και της Αναστάσεως του Κυρίου και λαμβάνει ένα όνομα με το οποίο πολιτογραφείται ως εν δυνάμει πολίτης της Βασιλείας των Ουρανών. Βαπτιζόμενος στο όνομα του Χριστού ο πιστός ενδύεται τον Χριστό και κατόπιν μέσω του Μυστηρίου του Αγίου Χρίσματος, διά του Αγίου Μύρου, λαμβάνει τη σφραγίδα της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, την οποία καλείται στη ζωή του να την ενεργοποιήσει προκειμένου η εν δυνάμει κλήση του στη Βασιλεία των Ουρανών να γίνει μία πραγματικότητα βιωμένη ήδη από τηνπαρούσα ζωή μέσα στην Εκκλησία.

Η σύντομη έκθεση της θεολογίας του μυστηρίου του Βαπτίσματος δεν εξαντλεί τις διαστάσεις του θέματος, αρκεί όμως προκειμένου να καταδειχθεί η δυσαρμονία που υπάρχει ανάμεσα στην διδασκαλία της Εκκλησίας για το Βάπτισμα και στον τρόπο που οι νεοέλληνες αντιμετωπίζουμε το Μυστήριο αυτό της Εκκλησίας.

Η βασική μας θέση είναι πως ο Ελληνας του 21ου αιώνα θεωρεί «τα Βαφτίσια» ως μία οικογενειακή γιορτή κατά την οποία το παιδάκι παίρνει ένα όνομα. Τα «Βαφτίσια» είναι μία οικογενειακή χαρά, ένας τρόπος δημιουργίας κοινωνικών δεσμών ή ακόμη και εξυπηρετήσεως επαγγελματικών συμφερόντων μέσω του θεσμού του αναδόχου. Σίγουρα πάντως για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων τα «Βαφτίσια» δεν έχουν κανένα θεολογικό νόημα, καμία σχέση με την εν Χριστώ ζωή, ενώ ο θεσμός του αναδόχου, ο οποίος στο παρελθόν είχε το νόημα της εν Χριστώ διαπαιδαγώγησης του βαπτιζομένου, σήμερα έχει μόνο κοινωνική «χρησιμότητα» ενώ οι υποχρεώσεις του εξαντλούνται σε ένα μίνιμουμ«ευσεβούς» τυπολατρίας (να συνοδεύσει δηλαδή ο ανάδοχος το βαφτιστήρι του για να το κοινωνήσει τρείς φορές στον ναό) και στο να του αγοράζει την Πασχαλινή λαμπάδα.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν αναιρούν την ύπαρξη ζευγαριών που βαπτίζουν τα παιδιά τους με συναίσθηση μετοχής στο Μυστήριο της Εκκλησίας καθώς και αναδόχων που αποδέχονται τις πνευματικές ευθύνες της κατήχησης και κατά Χριστόν μόρφωσης του βαπτιζομένου. Ομως η «μεγάλη εικόνα» δεν αλλάζει, δημιουργώντας ένα ακόμη νεοελληνικό, εκκλησιαστικής φύσεως, παράδοξο. Στην χώρα μας έχουμε εκατομμύρια βαπτισμένους που ταυτοχρόνως είναι καιακατήχητοι. Η συντριπτική πλειοψηφία του λαού έχει μπει στην κολυμβήθρα, κοινωνάει τα άχραντα μυστήρια στις μεγάλες γιορτές, περνά τις σπουδαιότερες στιγμές της ζωής διά της Εκκλησίας: Γάμος-Βάπτιση παιδιών-Γάμος παιδιών-Εξόδιος ακολουθία, χωρίς ωστόσο ποτέ να αναπτύξει πραγματικά χριστιανική συνείδηση. Το Βάπτισμα είναι απλώς ένα όμορφο τελετουργικό, όπου την πρώτη θέση σε αυτό την έχει όχι ο ιερέας, αλλά ο φωτογράφος, όχι το μυστήριο και η προσευχή, αλλά ο στολισμός και τα δώρα. Πολλές φορές μάλιστα στον στολισμό επιχειρείται να καλυφθεί με λουλούδια και αυτή η ίδια η κολυμβήθρα. Σίγουρα για αυτή την κατάσταση την κύρια ευθύνη δεν την έχουν οι γονείς που φέρνουν να βαφτίσουν τα παιδιά τους, αλλά ο εκκλησιαστικός οργανισμός και τα στελέχη του. Η δυσαρμονία μεταξύ θεολογίας και πράξης του Βαπτίσματος (το ίδιο ισχύει και για το μυστήριο του Γάμου) δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα, παρά την περί του αντιθέτου ρητορική, μέρος της οποίας είναι και το παρόν άρθρο. Ολοι πιστεύουν ότι κάτι πρέπει να αλλάξει, αλλά κανείς δεν τολμά. Επ’ αυτού θα επανέλθουμε.