Toυ π. Σωφρόνιου Γκουτζίνη

Πρωτοσύγκελλου Ι.Μ. Ξάνθης και Περιθεωρίου

Aρχιμανδρίτη Οικουμενικού Θρόνου

           Η μετάνοια είναι ένα δεύτερο βάπτισμα, το βάπτισμα των δακρύων. Είναι η επανένταξη στην Εκκλησία, η οποία συγχωρεί ακόμη και τα θανάσιμα αμαρτήματα. Η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, ως περιφρόνηση των θείων ή κατάσταση αμετανοησίας που χαρακτηρίζεται ως ασυγχώρητη από τον ίδιο τον Χριστό, μπορεί να καλλιεργείται όχι μόνο με μεγάλα, αλλά και με φαινομενικώς μικρά αμαρτήματα. Το αμάρτημα όμως που οδηγεί τον άνθρωπο στη βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος είναι η αναίδεια. Μας διαφωτίζει εν προκειμένω ο Αγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Οι αναιδείς άνθρωποι βρίσκονται στο πρώτο στάδιο της βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος. Εκείνοι που περιφρονούν τα θεία βρίσκονται στο δεύτερο και στο τρίτο βρίσκεται ο διάβολος».

            Το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως ήταν εξαρχής προϋπόθεση για τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες το μυστήριο ελάμβανε χώρα δημόσια, ενώ αργότερα για πρακτικούς λόγους η εξομολόγηση λαμβάνει χώρα εντός των πλαισίων της προσωπικής πνευματικής μέριμνας. Η σημερινή πρακτική φέρει τη σφραγίδα της μοναστικής παράδοσης, όπου το μυστήριο της εξομολογήσεως συμπίπτει με το μυστήριο της μετανοίας. Ο πιστός εξομολογείται τις αμαρτίες του και δέχεται την άφεση. Στη μοναχική ζωή συνήθως διακρίνεται η εξομολόγηση από την εξαγόρευση των λογισμών. Η εξαγόρευση γίνεται σε πνευματικό πατέρα, ο οποίος δεν είναι απαραίτητο να είναι κληρικός, ενώ η εξομολόγηση, που συνδέεται με την άφεση των αμαρτιών, γίνεται μόνο σε κληρικό. Εργο του πνευματικού πατέρα δεν είναι να εξουσιάζει τα πνευματικά του παιδιά, αλλά να τα στηρίζει, να τα ενισχύει και να τα οδηγεί σταδιακά στην αληθινή ελευθερία.

            Πολλές φορές οι χριστιανοί θεωρούμε την εξομολόγηση ως μία δικανική διαδικασία. Ετσι όμως παραποιούμε τον χαρακτήρα της. Η εξομολόγηση είναι η έκφραση της συντριβής του ανθρώπου ενώπιον του Θεού. Οταν ο άνθρωπος συναισθάνεται την ουσία της αμαρτίας του, συντρίβεται. Τότε γίνεται αληθινός και στέκεται διαφανής απέναντι στο Πνεύμα της αληθείας που βρίσκεται παντού, αλλά εμποδίζεται να δράσει από την ανθρώπινη αθλιότητα. Ο συντετριμμένος άνθρωπος εκφράζει το δράμα της παγκόσμιας αμαρτωλότητας. Ετσι ανοίγεται στην αληθινή παγκοσμιότητα. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η Εκκλησία αποκαλεί «παγκόσμιους πατέρες» τους Οσίους της, οι οποίοι διαρκώς βίωναν αυτή την πραγματικότητα της συντριβής και της μετάνοιας.

            Παράλληλα με τη συντριβή, ο πιστός κατά την εξομολόγηση δοκιμάζει και την αίσθηση της αισχύνης. Η αίσθηση αυτή καθαρίζει πνευματικά τον άνθρωπο και φανερώνει τη συγγένειά του με τον Θεό.

            Η συγχώρηση των αμαρτιών που καθίσταται δυνατή με τη μετάνοια και την εξομολόγηση, δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να παύσει να τις θυμάται και να θλίβεται για αυτές. Ο Θεός συγχωρεί και λησμονεί τις αμαρτίες των ανθρώπων, όμως οι άνθρωποι ωφελούνται όταν τις θυμούνται. Αλλωστε καθημερινά ο άνθρωπος αμαρτάνει και καθημερινά χρειάζεται συγχώρεση από τον Θεό. Σημειώνει σχετικά ο ιερός Χρυσόστομος: «Το συνειδός ανάπτυξον έμπροσθεν του Θεού και αυτώ δείξον τα τραύματα, και παρ’ αυτού τα φάρμακα αίτησαι». Ο Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός προέτρεπε τους πιστούς να εξομολογούνται, ει δυνατόν καθημερινά: «Και αν ημπορείτε να εξομολογάσθε κάθε ημέραν, καλόν και άγιον είναι. Ειδέ και δεν ημπορείτε καθ’ ημέραν, ας είναι μία φορά την εβδομάδα και μία φορά τον μήνα ή το ολιγώτερον τέσσαρες φορές τον χρόνο».

            Η καθημερινή αίτηση της συγχωρήσεως και η εκζήτηση του Θείου ελέους αποτελεί στοιχειώδες στοιχείο της χριστιανικής ζωής. Αλλωστε ολόκληρη η χριστιανική ζωή είναι ζωή μετανοίας: αρχίζει με τη συνειδητοποίηση της αποστάσεως που χωρίζει τον πιστό από τον Χριστό και ολοκληρώνεται με την ομοίωση προς αυτόν.

            Η μετάνοια δεν είναι ηθικό αλλά υπαρξιακό γεγονός. Δεν ανάγεται στο ψυχολογικό επίπεδο, ή σε ένα επίπεδο κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά στο επίπεδο της πνευματικής ζωής. Οπως η αμαρτία δεν έγκειται απλώς στην παράβαση ηθικών εντολών, αλλά στην αποσύνδεση από την πηγή της ζωής, τον Θεό, έτσι και η μετάνοια δεν έγκειται απλώς στην ηθική συμμόρφωση, αλλά στην ανασύνδεση με τον Θεό, την πηγή της ζωής. Η μετάνοια, κατά τον Αγιο Σωφρόνιο του Εσσεξ, είναι η «καθολική εντολή» που καθιστά τον άνθρωπο ικανό να εκπληρώσει και όλες τις άλλες εντολές. Γίνεται οδός αυτογνωσίας αλλά και θεογνωσίας, γιατί προσεγγίζει τον άνθρωπο στον Θεό και τον καθιστά δεκτικό της Θείας Χάριτος. Η πορεία της μετανοίας δεν είναι μόνο ανθρώπινο έργο αλλά και καρπός δωρεάς και συνεργίας του Θεού. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τη στιγμή της αφιερώσεως ενός ανθρώπου στο Θεό, την ώρα της μοναχικής κουράς, η Εκκλησία όρισε να ψάλλεται το τροπάριο της Κυριακής του Ασώτου: «Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαι μοι σπεύσον, ασώτως τον εμόν κατηνάλωσα βίον...». Η χάρις και το έλεος του Θεού αποκαλύπτουν την ασωτία μας και συντελούν στην επιστροφή μας προς την «πατρική οικία», όπου όλοι ανεξαιρέτως χωρούν, αφού «εν τω οίκω του Πατρός, μοναί πολλαί εισί...».