Toυ π. Σωφρόνιου Γκουτζίνη

Πρωτοσύγκελλου Ι.Μ. Ξάνθης και Περιθεωρίου

Aρχιμανδρίτη Οικουμενικού Θρόνου

H Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ένα σχολείο στο οποίο η Εκκλησία μας διδάσκει «την των πραγμάτων αλήθειαν» και μέσω του οποίου νοηματοδοτεί τη ζωή μας ως ζωή εν Χριστώ. Το νόημα αυτό της ζωής, παραμένει ωστόσο δυσεύρετο για τους πολλούς.

Οσο η κοινωνία διατηρούσε ορισμένα σταθερά σχήματα, ο άνθρωπος έβρισκε κάποια στηρίγματα στη ζωή. Στην σύγχρονη όμως κοινωνία όλα διασπώνται και διαλύονται. Και ο άνθρωπος ζει και εκφράζει τη διάσπαση και τη διάλυση της κοινωνίας στην προσωπική του ζωή και στις κοινωνικές του σχέσεις. Αναζητώντας την αυτοεπιβεβαίωση και την αυτοκαταξίωση καταλήγει στην αυτοδιάψευση και στην απαξίωση της υπάρξεώς του. Αυξάνει τις δραστηριότητες και την κινητικότητά του για να βεβαιώσει την ύπαρξή του. Αλλάζει το επάγγελμά του, για να δοκιμάσει νέες εμπειρίες. Διαλύει την οικογένειά του, για να δημιουργήσει νέους δεσμούς. Ταξιδεύει σε διάφορα σημεία της γης για να γνωρίσει καινούργια πράγματα και να γεμίσει το κενό που υπάρχει μέσα του. Παρ’ όλα αυτά πουθενά δεν βρίσκει κάποιο νόημα στη ζωή του. Αλλά και η μεγάλη κρίση των τελευταίων χρόνων δε φαίνεται να συνέβαλε σημαντικά για αυτοέλεγχο, επαναπροσανατολισμό και αναζήτηση κάποιου βαθύτερου νοήματος ζωής. Αυτό δηλώνει ότι το πνευματικό έλλειμμα της κοινωνίας μας είναι μεγαλύτερο και βαθύτερο από το οικονομικό.

Το νόημα της ζωής βρίσκεται σε σχέση με την αιτία και τον σκοπό της υπάρξεώς της. Η ζωή του ανθρώπου δεν νοηματοδοτείται με εφήμερες επιτυχίες και απολαύσεις, ούτε περιορίζεται στη βιογραφία του, αλλά εκτείνεται και πέρα από αυτά. Ο άνθρωπος που γερνά δαπανάται μεν βιολογικά, αλλά ωριμάζει πνευματικά. Στην προοπτική της εν Χριστώ ζωής όλα έχουν κάποια αξία και βρίσκουν το νόημά τους. Χωρίς όμως την προοπτική αυτή η ανία, η απουσία νοήματος και η απόγνωση δημιουργούν οδυνηρές καταστάσεις.

Η αληθινή ζωή που περιέχει νόημα και σκοπό, προέρχεται από την πηγή της ζωής, τον Θεό, και κατευθύνεται προς αυτόν. Η αποσύνδεση από τον Θεό νεκρώνει τον άνθρωπο. Αυτό δηλώνει και η φράση του Χριστού προς εκείνον που ζήτησε να τον ακολουθήσει, αφού προηγουμένως επιστρέψει για να θάψει τον πατέρα του: «Αφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Η πραγματική ζωή βρίσκεται στην υπέρβαση της ζωής και του θανάτου. Ο φθαρτός και θνητός άνθρωπος βρίσκεται στην αιώνια και αθάνατη ζωή με τη μετοχή του στην άκτιστη θεία ζωή.

Ο Θεός δεν υποτάσσεται στο κακό ή στην αμαρτία, δηλαδή στο μη όν. Και ο Χριστός, ως Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος, ούτε αμάρτησε, ούτε ήταν δυνατόν να αμαρτήσει. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τον άνθρωπο, που προήλθε από το μη όν. Η προέλευση αυτή του ανθρώπου προσδιορίζει και την κατάστασή του μακριά από τον Θεό. Η αμαρτία ως απομάκρυνση από τον Θεό είναι και απομάκρυνση από το όν. Και η μετάνοια, ως επιστροφή στον Θεό είναι επιστροφή στο όν. Αυτό σημαίνει ότι όποιος αρνείται τον Θεό, αρνείται ουσιαστικά και τον εαυτό του.

Απομακρυσμένος ο άνθρωπος από τον Θεό εκπίπτει στο μη όν και παραμένει ως ανυπόστατη ύπαρξη. Επιστρέφοντας πάλι στον Θεό επανασυνδέεται με το όν που είναι η πηγή της ζωής. Η ζωή του Θεού γίνεται δική του ζωή και ο χρόνος της ζωής του εκδιπλώνεται ως χρόνος τελειώσεως και θεώσεως. Εδώ βρίσκεται η βασική διαφορά ανάμεσα στον πιστό και στον άπιστο. Δεν είναι διαφορά ηθικής, αλλά οντολογικής φύσεως. Ο πιστός μετέχει στη θεία ζωή, συντονίζεται με τη θεία ενέργεια και εκτείνεται προς τη θέωση, ενώ ο άπιστος βραχυκυκλώνεται στην ατομικότητά του, απονεκρώνεται και ζει την τραγικότητα του θανάτου. Η ζωή που πηγάζει από τον Θεό της αγάπης συντονίζει τους ανθρώπους με τη θεία αγάπη και τους οδηγεί σε ένωση μεταξύ τους, ενώ η ζωή χωρίς τον Θεό παραδίδεται στη διάσπαση και στη διάλυση. Τέλος η κόλαση, στην οποία καταλήγει ο άνθρωπος που αρνείται τον Θεό, χαρακτηρίζεται από την απουσία της αγάπης και από την κυριαρχία της ταραχής και της διασπάσεως. Το φως του Θεού, που είναι η δόξα και η χαρά των πιστών, γίνεται για τους απίστους σκοτάδι και βάσανος.

Η παρούσα και η μέλλουσα ζωή συνδέονται οργανικά. Η παρούσα ζωή οδηγεί στην μέλλουσα και η μέλλουσα προετοιμάζεται από την παρούσα. Η κοινωνία με τον Θεό κατά την παρούσα ζωή αποτελεί προϋπόθεση για την διατήρησή της στη μέλλουσα. Η προοπτική αυτή εισάγει ριζική ανατροπή της θεώρησης του κόσμου. Τίποτε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως όντως αγαθό, όταν περιορίζεται στον κόσμο. Τα πλούτη, οι τιμές, η υγεία και αυτή η πρόσκαιρη ζωή δεν αποτελούν πραγματικά αγαθά. Η χριστιανική ζωή ξεπερνά το πρόσκαιρο και επεκτείνεται στο αιώνιο. Η εκτίμηση των πραγμάτων με εγκοσμιοκρατικά κριτήρια φανερώνει παρανόηση του αληθινού νοήματος της ζωής. Η παρανόηση αυτή παίρνει τραγικές διαστάσεις όταν ο άνθρωπος, ενώ πιστεύει στην αιώνια ζωή, αδιαφορεί για αυτήν και προσηλώνεται στην πρόσκαιρη. Για αυτό και όλα τα πράγματα της καθημερινότητας μπορούν και πρέπει να εντάσσονται στην προοπτική της αιωνιότητας.

Ο τελικός σκοπός της ζωής του χριστιανού βρίσκεται στη βασιλεία του Θεού. Η προσήλωση στον σκοπό αυτόν είναι φυσικό να χρωματίζεται ανάλογα με τις επιμέρους τοποθετήσεις και δραστηριότητές του, προσδίδοντας σε αυτές ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο. Οταν δεν υπάρχει η προοπτική της αιωνιότητας, τότε όλες οι επιμέρους τοποθετήσεις και δραστηριότητες γίνονται εφήμερες και μάταιες.

Η αλήθεια του βίου μας προσφέρεται, ιδιαίτερα μέσα στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ως λατρευτικό βίωμα, ως ζωή εν Χριστώ.