Το ξακουστό και θρυλικό Μοναστήρι της Παναγίας Τατάρνης ευρίσκεται σε μία γλώσσα ξηράς που εισχωρεί μέσα στην μεγάλη τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών. Πριν μερικά χρόνια, ακριβώς κάτω απ’ το Μοναστήρι κυλούσε τα γαλάζια νερά του ο Αχελώος, ο χιλιοτραγουδισμένος Ασπροπόταμος των δημοτικών τραγουδιών. Τώρα, Ασπρος και παραπόταμα σκεπάσθηκαν απ’ τα γαλήνια νερά της λίμνης. Το τοπίο έγινε ομορφότερο, το κλίμα γλυκύτερο, ήπιο. Χωρίς υπερβολές, το τοπίο είναι σπάνιας ομορφιάς. Το βεβαιώνουν άνθρωποι που γύρισαν όλα τα πλάτη και μήκη της γης.
Το Μοναστήρι είναι χτισμένο σε μία κατωφέρεια της Αηδονόρραχης (ονομάσθηκε έτσι απ’ τα πολλά της αηδόνια που κελαηδούν και «καταπλήττουν» τις ακοές την άνοιξη) με εξαίσια θέα προς τη λίμνη και τα βουνά του Βάλτου. Είναι ένας χώρος καταπράσινος, χωρίς την αγριάδα του βουνού ή την ξεραΐλα του κάμπου. Το υψόμετρο είναι 380 μέτρα απ’ την επιφάνεια της θαλάσσης και εκατό μέτρα περίπου -ανάλογα με την εποχή- πάνω απ’ τη λίμνη. Εδώ η καρδιά γαληνεύει, ο νούς υψώνεται εις θεωρίας πνευματικάς και το μάτι χαίρεται τα μεγαλεία του Δημιουργού. «Εκ γαρ μεγέθους και καλλονής κτισμάτων, αναλόγως ο δημιουργός αυτών Θεός θεωρείται».
Είναι ένας τόπος ευλογημένος, ένα μικρό περιβόλι της Παναγίας. Είναι ένας τόπος φορτισμένος με μνήμες ιστορικές, με αγώνες πνευματικούς.
Το Μοναστήρι απέχει εβδομήντα περίπου χιλιόμετρα από το Καρπενήσι και εκατό περίπου από το Αγρίνιο. Οι δύο δρόμοι σμίγουν στη Δυτική Φραγκίστα, το ωραίο και ζωντανό αυτό χωριό της Ευρυτανίας. Είναι ασφαλτοστρωμένοι. Χωματόδρομος δεν υπάρχει πια. Απ’ το 1992 η άσφαλτος φθάνει μέχρι την πόρτα του Μοναστηριού. Η ομορφιά του τοπίου, που αλλού είναι άγριο και επιβλητικό, γεμάτο έλατα και χαράδρες, ελιγμούς ατέρμονους και στροφές ατέλειωτες και αλλού είναι ήμερο, προσιτό, ευχάριστο στο μάτι, αποζημιώνει πλουσιοπάροχα τον προσκυνητή. Βρύσες με κρυστάλλινα νερά, ποτάμια με βαθύσκια πλατάνια, ρείκια και ανθισμένες κουμαριές, βουνά που καθρεφτίζονται στην ατάραχη και αρυτίδωτη λίμνη, σταχτόχρωμες ελιές ανακατεμένες με γιγάντιες αριές, δεν είναι κάτι το συνηθισμένο για τον άνθρωπο των πόλεων. Και το κυριότερο: Τόπος αμόλυντος από τουρισμό και εκβιομηχάνιση, από λύματα και καυσαέρια. Τόπος αγνός, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού και όπως καλλιεργήθηκε από τα ροζιασμένα χέρια του ξωμάχου.
Η γερασμένη γέφυρα του Μανώλη, έργο του ΙΖ΄ αιώνος, στέκει ακόμη περήφανη πάνω από το στένωμα του Αγραφιώτη, εις πείσμα του χρόνου και του νερού της λίμνης που κάθε άνοιξη ανεβαίνοντας και φουσκώνοντας την πνίγει ως τον λαιμό. Χλευάζει τη σύγχρονη τεχνική. Πριν είκοσι πέντε χρόνια και πλέον έστησαν δίπλα νέα γέφυρα με μπετόν και σίδερα. Εγιναν εγκαίνια, εκφωνήθηκαν πανηγυρικοί, έγινε μεγάλο γλέντι. Στην πρώτη κατεβασιά του Αγραφιώτη η γέφυρα παρεσύρθη, εξαφανίσθηκε. Ακόμη ψάχνουν για να βρουν τα ίχνη της. Ομως το γεφύρι του Μανώλη με τη μεγάλη καμάρα, χτισμένο με πέτρες και κουρασάνι μένει… εις έλεγχον των δημοσίων υπηρεσιών.
Μπροστά μας τα ξακουσμένα Αγραφα, τα βουνά που έμειναν απάτητα από Τούρκου ποδάρι, διαγράφονται στον ορίζοντα περήφανα, διηγούμενα αρχαία «κλέη», περασμένα μεγαλεία και τωρινή ερήμωση. Στο βάθος αχνοφαίνονται τα Τζουμέρκα, τραχιά, απόκρημνα, σχεδόν πάντοτε χιονισμένα, ποικιλόχρωμα απ’ τα παιχνιδίσματα του ήλιου στις βουνοκορφές τους και στις βαθιές νεροφαγιές.
Απέναντι ο Βάλτος. Το Κάρλελι των Τούρκων (Καρλ-ελή: χώρα του Καρόλου Τόκκου). Βουνά πιο ήμερα αλλά με λιγότερη βλάστηση. Δεσπόζει η «Απορρώξ» στην Κανάλα. Το βουνό με τις κάθετες πλαγιές που πέφτουν κοφτές μέσα στη λίμνη. Είναι βουνό αγιασμένο. Εκεί ασκήτεψε ο όσιος Ανδρέας, ασκητής φημισμένος που έζησε στον ΙΓ΄ αιώνα. Η Ευρυτανία συνδεόταν στα παλαιά χρόνια με τον Βάλτο, χάρις σε ένα γεφύρι που άφησε εποχή: το γεφύρι της Τατάρνας. Ηταν ένα θαύμα τεχνικής, της εποχής της Τουρκοκρατίας. Απορεί κανείς πώς το έχτισαν… Μία και μόνη καμάρα στηριγμένη σε δύο κατακόρυφους βράχους και από κάτω να βράζει ο Αχελώος…
Τώρα αυτό το γεφύρι βρίσκεται βαθιά βυθισμένο μέσα στα νερά της λίμνης. Ενα νέο γεφύρι στην ίδια θέση αλλά ψηλότερα, στήθηκε λίγο πριν φθάσουν τα νερά της λίμνης. Είναι θαύμα τεχνικής. Εχει πάρει τρία διεθνή βραβεία. Σχεδιαστής ο Αρίσταρχος Οικονόμου. Λίγο παραπάνω ένας κολοσσιαίος Σταυρός δείχνει το μέρος όπου ευρίσκεται η Τρύπα. Ενας καιάδας με πολύ θλιβερές αναμνήσεις…
Στα πόδια του γεφυριού της Τατάρνας ανέβλυζε η μεγάλη νερομάνα της Μαρδάχας. Λένε πως επικοινωνούσε με τη λίμνη των Ιωαννίνων. Απ’ αυτή και μόνο ο Ασπρος άλλαζε χρώμα και κατηφόριζε γαλάζιος. Εκεί το Μοναστήρι είχε μετόχι και ναό επ’ ονόματι της Αγίας Παρασκευής. Εκεί γινόταν τον Σεπτέμβριο το μεγάλο πανηγύρι της Τατάρνας. Ηταν η μεγαλύτερη εμποροζωοπανήγυρις της Δυτικής Στερεάς. Κρατούσε επτά ημέρες. Βούιζαν οι ρεματιές από τη χλαλοή. Ακόμα κι ο Μπάρμπα-Γιώργος ο Μπλατσάρας, ο μπαρμπούλης του Καραγκιόζη, μιλάει για «του πανγκύρ’ της Τατάρνας», όταν… τηλεφωνάει στη θειά-Παυλίνα. Ολα όμως αυτά, τώρα είναι στον πάτο της λίμνης.