Αρχική » Εκοιμήθη ο ιερέας Αγγελος Δικμάνης , ο τελευταίος όμηρος των Βουλγαρικών κατοχικών δυνάμεων στη Δράμα

Εκοιμήθη ο ιερέας Αγγελος Δικμάνης , ο τελευταίος όμηρος των Βουλγαρικών κατοχικών δυνάμεων στη Δράμα

από christina

 

   Εκοιμήθη και  κηδεύτηκε τήν Δευτέρα 11 Μαῒου 2020 στόν Ἱερό Ναό Ἁγίων Ἀναργύρων Δράμας, ὁ ἱερέας τῆς Μητροπόλεώς Δράμας  πρωτοπρεσβύτερος π. Ἄγγελος Δικμάνης.

    Ὁ μακαριστός π. Ἄγγελος Δικμάνης γεννήθηκε στή Πετρούσα Δράμας, χειροτονήθηκε διάκονος τήν 25η Μαῒου 1952 στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Ἀθανασίου Πετρούσης καί πρεσβύτερος τήν 29η Μαῒου 1952 στόν Ἱερό Μητροπολιτκό Ναό Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Δράμας, ἀπό τόν μακαριστό Μητροπολίτη Δράμας κυρό Γεώργιο.

     Ὡς ἱερέας διακόνησε ἀπό τό 1952 στόν Ἱερό Ναό Ἁγίων Ἀναργύρων Δράμας μέχρι τῆς συνταξιοδοτήσεώς του 30.11.2007.

     Τό 2006 ἔλαβε τό Ὀφφίκιο τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου μετά Σταυροῦ ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δράμας κ. Παῦλο.

    Εἶναι ὁ μόνος ἐπιζῶν ἀπό τήν ὁμηρία τῆς Γ΄ Βουλγαρικῆς κατοχῆς(1941-1944). Γεννήθηκε στήν  Πετροῦσα. Σέ ἡλικία 22 ἐτῶν οἱ Βούλγαροι τόν ἔστειλαν στή Βουλγαρία (Φιλιππούπολη) μαζί μέ 40 περίπου παλικάρια ἀπό τό χωριό του – συνολικά 104 ἄτομα καί ἀπό τίς γύρω περιοχές – γιά νά ἐργαστοῦν  σέ καταναγκαστικά ἔργα, γιά τήν κατασκευή μεγάλου δημόσιου δρόμου (ντουρντουβάκια). Δύο χρόνια μετά τούς ξαναγύρισαν  στήν Ἑλλάδα.

Χειροτονήθηκε ἱερέας τό 1952 καί ὑπηρέτησε ὅλα τά χρόνια τῆς ἱερατικῆς διακονίας του στόν ἱερό ναό  Ἁγίων Ἀναργύρων Δράμας.

Μετά την Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα και την ακόλουθη επικράτηση της Βέρμαχτ, η χώρα χωρίστηκε σε τρεις ζώνες κατοχής: γερμανική, βουλγαρική και ιταλική. Η Βουλγαρία έλαβε την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (πλην ενός κομματιού του Νομού Έβρου κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων[7]), περιοχές που από δεκαετίες αποτελούσαν στόχο του βουλγαρικού αλυτρωτισμού και είχαν περιέλθει βραχυπρόθεσμα υπό την κατοχή του βουλγαρικού κράτους μετά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Βουλγαρία προσπαθούσε να της αναγνωριστεί η de jure προσάρτηση των εδαφών, και όχι απλώς η κατάληψη τους, ενώ από την πλευρά της η Γερμανία, παρόλο που δεν δεχόταν την επίσημη προσάρτηση των εδαφών όσο θα κρατούσε ο πόλεμος, παραχώρησε ελευθερία κινήσεων στις βουλγαρικές αρχές. Η βουλγαρική κατοχή συνοδεύτηκε από μια σειρά μέτρων εναντίον του ελληνικού πληθυσμού: μεταξύ άλλων καταλύθηκαν οι ελληνικές αρχές και απελάθηκαν οι Έλληνες διανοούμενοι, επιστήμονες, αρχιερείς, κληρικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, επιβλήθηκε η χρήση της βουλγαρικής γλώσσας με την ταυτόχρονη απαγόρευση της ελληνικής και την επιβολή προστίμων στους παραβάτες, τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν και αντικαταστάθηκαν από βουλγαρικά, απαγορεύθηκαν ακόμη η κατοχή ελληνικών βιβλίων ιστορίας και η λειτουργία ελληνικών τυπογραφείων, ενώ οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να υιοθετήσουν βουλγαρικές καταλήξεις στα επίθετά τους. Παράλληλα, εφαρμόστηκε τακτική εποικισμού με Βούλγαρους, στους οποίους δόθηκαν οι περιουσίες των Ελλήνων που είχαν εγκαταλείψει την περιοχή.

Γενικότερα, η Βουλγαρία με τα σκληρά μέτρα που ακολουθούσε σε βάρος του πληθυσμού είχε στόχο την de jure προσάρτηση των ελληνικών εδαφών στο βουλγαρικό κράτος. Ο νομάρχης της Δράμας Basil Georgiev, σε επιστολή του στο βουλγαρικό Υπουργείο Εσωτερικών στις 15 Σεπτεμβρίου του 1941 ζητούσε την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου για να ξεκινήσει ο οικονομικός και πολιτικός εκβουλγαρισμός

Η γερμανική διοίκηση δυσανασχετούσε για πολιτικούς, υγειονομικούς και οικονομικούς λόγους με τα μέτρα των βουλγαρικών αρχών κατοχής, που είχαν αναγκάσει χιλιάδες Έλληνες να εγκαταλείψουν την Ανατολική Μακεδονία και να καταφύγουν στη γερμανοκρατούμενη Κεντρική Μακεδονία σχεδόν χωρίς υπάρχοντα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με βουλγαρικές εκτιμήσεις, μέχρι τα τέλη του θέρους του 1941 είχαν εγκαταλείψει τον νομό Δράμας 25.000 Έλληνες, ενώ ελληνική πηγή κάνει λόγο για περίπου 30.000 πρόσφυγες από την περιοχή της Καβάλας μέχρι το 1942.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ