Του Αρχιμ. Φιλίππου Χαμαργιά, Πρωτοσυγκέλλου της Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας
Ένα ακόμα θαύμα βιώνουμε σήμερα, μέσα από την ανάγνωση της ευαγγελικής περικοπής του εκ γενετής τυφλού, ο οποίος, μετά από την επέμβαση του Χριστού, αποκτά αυτό που στερήθηκε από την γέννησή του…το φως του. Και μπορεί εμείς, ως αναγνώστες ή ως ακροατές της ευαγγελικής περικοπής στην εκκλησία, να θαυμάζουμε το γεγονός και να στεκόμαστε με δέος στο άκουσμά του, από την άλλη πλευρά υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο. Είναι όλοι αυτοί οι οποίοι χρωματίζουν τη στάση τους απέναντι στο θαυμαστό γεγονός ανάλογα με την διάθεσή τους και την ιδεοληψία τους.
Μια τέτοια στάση εκφράζει η ομάδα των Φαρισαίων οι οποίοι, παρά την μόρφωση και την καταξιωμένη κοινωνικά θέση τους, αρνούνται να δουν και να παραδεχθούν την αλήθεια. Απέχουν από την αλήθεια και δεν υφίσταται καμία αντικειμενικότητα στην κρίση και τη γνώμη τους και βασιλεύει η εμπάθεια, η οποία τους οδηγεί σε εξωφρενικούς συλλογισμούς και συμπεράσματα.
Κατ’ αρχάς αρνούνται το επιτελεσθέν θαύμα. Επειδή όμως διαπιστώνουν ότι αυτό είναι αδύνατον, τότε αρχίζουν το έργο της διαστρέβλωσης των γεγονότων και κατ’ επέκταση αυτής της ίδιας της αλήθειας. Προσπαθούν να “πιαστούν” από μια δήθεν παράβαση. Την κίνηση αγάπης και φιλανθρωπίας του Χριστού προς τον τυφλό, την ονομάζουν “εργασία” και παράβαση του Νόμου. Έτσι και οι Φαρισαίοι θεωρώντας εργασία το θαύμα, κατηγορούν τον Ευεργέτη διότι σήκωσε λίγο χώμα και έφτιαξε πηλό, ενώ οι ίδιοι λίγο πριν είχαν σηκώσει πέτρες για να Τον λιθοβολήσουν.
Κι όταν δεν πετυχαίνει αυτή η τακτική τους, βρίσκουν άλλον τρόπο. Καλούν τους γονείς του και με ένα είδος εκβιαστικής ανάκρισης, ψάχνουν να βρουν ένα λόγο τους, ώστε να τον μεταβάλλουν σε “πάτημα” και να τους καταστήσουν από γονείς σε κατηγόρους του ίδιου του παιδιού τους.
Κι αφού ούτε αυτή η μέθοδος τους δικαιώνει, τότε φορώντας το προσωπείο του “ευσεβούς” και δείχνουν ένα ψεύτικο ενδιαφέρον, περιενδεδυμένο με περίσσια υποκρισία, καλώντας τον “δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν.”[1] Για να λάβουν από τον πρώην πλέον τυφλό μια απάντηση που θα αποκαλύψει το πρόσωπό τους μέσα από μια ανταπάντηση γεμάτη λοιδωρία και ειρωνία, γεμάτη κακία και μίσος που εκφράζεται με τον χλευασμό.
Να λοιπόν τα αποτελέσματα της τακτικής τους: Διαστρέβλωση του Νόμου προς το συμφέρον τους και κατά το δοκούν, βία και τρομοκρατία των γονέων, χλευασμός και ύβρεις με τελικό σκοπό την μανία και τον διωγμό του τυφλού, αφού τελικά “ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω”[2].
Δυστυχώς όμως τέτοιες περιπτώσεις και όμοια αντιμετώπιση και αντίληψη συναντάμε σε ανθρώπους κάθε εποχής και κοινωνίας. Ένα παράδειγμα: κάτι παρόμοιο με τους Φαρισαίους κάνουν όσοι προσπαθούν να υποβαθμίσουν το έργο του κληρικού και να τον παρομοιάσουν με δημόσιο υπάλληλο. Το έργο το πνευματικό και το ποιμαντικό, το έργο του πατέρα προς τα παιδιά του, το παρουσιάζουν ως ένα έργο δημόσιου λειτουργού. Νομίζουν πως ο αμοιβόμενος, από το Δημόσιο, με μισθό, παύει να είναι πατέρας και γίνεται υπάλληλος. Ξεχνούν πως ο πατέρας δεν κοστολογεί ποτέ αυτό που του επιβάλλει η συνείδησή του να πράξει. Αλλά και ολόκληρο το έργο της Εκκλησίας μας, το έργο Κλήρου και Λαού λοιδωρείται και διαστρεβλώνεται πολλές φορές προκειμένου να υποβαθμιστεί ο ρόλος και ο λόγος της Εκκλησίας και να φιμωθούν οι εργάτες του Αμπελώνος του Κυρίου.
Κάποιοι άλλοι ακολουθούν την τακτική της ουδετερότητας των γονέων του τυφλού. Μπροστά στην αντιπαλότητα και στην επιθετικότητα των αντιλεγόντων προσπαθούν να ξεφύγουν, να βγουν αλώβητοι και καθαροί από οποιαδήποτε διαμάχη ή διαφορά. Αρνούνται να πάρουν θέση, ενώ μέσα τους ξέρουν την αλήθεια. Δεν γίνονται ομολογητές, αλλά βολεύονται σε μια σιωπή ουδετερότητας και απαλλαγής από κάθε ευθύνη.
Ευτυχώς όμως πάντα και παντού θα υπάρχει ένας γενναίος τυφλός. Ένας τυφλός που θα έχει βρει το πνευματικό φως του και θα είναι πάντα έτοιμος να ομολογήσει την αλήθεια και την αυθεντικότητα των γεγονότων. Έστω κι αν τον καρφώνουν τα βέλη της εμπάθειας και της εμμονής των αντιφρονούντων, εκείνος θα στέκει με θάρρος που πηγάζει από την πίστη σε Εκείνον. Ένας γενναίος που θα κρατάει την ψυχραιμία του όταν θα υψώνεται μπροστά του ο τοίχος των ανυποχώρητων κατηγόρων. Διότι μαχητής δεν είναι αυτός που θεωρεί πως έχει τη δύναμη, αλλά αυτός που αντλεί τη δύναμη για να αγωνισθεί από την πίστη του στον Θεό. Αυτός που έχει μια εσωτερική βεβαιότητα όχι για τον εαυτό του αλλά για όσα βιώνει ως Χριστιανός και ως γνήσιο τέκνο του Θεού.
[1] Ιωάν. 9, 24
[2] Ιωάν. 9, 34
Εκτύπωση