Σχετικό με όσα αναφέρθηκαν στο προηγούμενο άρθρο, είναι και το γεγονός ότι τον Ιούλιο του 2020 η Ιερά Μητρόπολη Λόβετς της Βουλγαρίας, με ανακοίνωσή της γνωστοποίησε ότι ήταν έτοιμο να κυκλοφορηθεί στα βουλγαρικά παιδικό βιβλίο για τον άγιο Πορφύριο, τη ζωή και το έργο του, η οποία θα περιλαμβανόταν στην εκδοτική σειρά της Μητρόπολης «Για τα παιδιά της Βουλγαρίας». Το βιβλίο αναφερόταν στη ζωή και τα θαύματα του αγίου Πορφυρίου, με κείμενα επιλεγμένα από το συναξάρι του. «Αγαπημένος, γνωστός και στις προσευχές όλων των πιστών, ο άγιος Πορφύριος εξακολουθεί να αποτελεί στήριγμα και βοήθεια για τον λαό του Θεού», ανέφερε η ανακοίνωση της Μητροπόλεως. Παρόμοιο δε βιβλίο στα σερβικά κυκλοφορήθηκε το 2009 στα σερβικά, με πρωτοβουλία της μονής Ζωοδόχου Πηγής Χρυσοπηγής, στα Χανιά της Κρήτης, στο πλαίσιο της προσπάθειας για γνωριμία των πιστών της Σερβίας με τον άγιο.
Από τα παραπάνω καθίσταται νομίζω σαφές ότι η γνωστοποίηση νεοφανών αγίων που έζησαν και έδρασαν στον ελλαδικό χώρο στους υπολοίπους ορθόδοξους λαούς των Βαλκανίων, αποτελεί επίσης ένα ουσιαστικό πνευματικό δίκτυο, που στηρίζεται στις δομές, λατρευτικές και διοικητικές, της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και συνιστά ένα καθαρό παράδειγμα μεταφοράς ελληνικών πολιτισμικών, λατρευτικών και τελετουργικών εν προκειμένω, προτύπων στους άλλους βαλκανικούς λαούς. Όπως μάλιστα έχει δείξει η σχετική έρευνα, συχνά οι μεταφορές αυτές ενισχύονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία συντελούν ώστε οι αντίστοιχες τελετουργικές μορφές να γνωστοποιηθούν, να διαδοθούν αλλά και να υιοθετηθούν ταχύτατα.
Πρόκειται για μια νέα μορφή διαμεσολάβησης των σχετικών με τις θρησκευτικές πίστεις και τελετουργίες, η οποία, δεδομένης της τεχνολογικής προόδου και της συνεχιζόμενης και αυξανόμενης επίδρασης των ψηφιακών εφαρμογών και του διαδικτύου στην καθημερινή ζωή του λαού, τείνει να καταστεί κυρίαρχη και ιδιαιτέρως επιδραστική στην σύγχρονη λαϊκή λατρευτική πράξη και πρακτική, και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο. Και συνιστά αυτό μια απολύτως χαρακτηριστική περίπτωση διάδρασης ανάμεσα στον πολιτισμό, υπό την ευρύτατη έννοια του όρου, και την δόμηση και εκδήλωση της παραδοσιακής θρησκευτικότητας, η οποία έχει επισημανθεί από την διεθνή σχετική βιβλιογραφία, και αποτελεί ήδη αντικείμενο μελέτης, καθότι επιδρά άμεσα στον θρησκευτικό πολιτισμό, στις νοοτροπίες και τις αντιλήψεις, αλλά και στις σύγχρονες λαϊκές λατρευτικές και τελετουργικές πρακτικές της εποχής μας.
Ανάλογη είναι η λατρευτική, τελετουργική και πολιτισμική λειτουργικότητα της μεταφοράς περιπύστων και θαυματουργών εικόνων, κυρίως δε αντιγράφων τους που στη συνέχεια κατά κανόνα δωρίζονται και παραμένουν στον τόπο όπου μεταφέρθηκαν, αλλά και ιερών λειψάνων, με στόχο την προσκύνησή τους από τους πιστούς, με κατεύθυνση από την Ελλάδα στις διάφορες βαλκανικές χώρες. Το φαινόμενο έχει ήδη μελετηθεί όσον αφορά τον ελληνικό χώρο, τόσο ως προς τις λατρευτικές μεταφορές των λειψάνων και των ιερών εικόνων, όσο και σχετικά την λατρευτική και τελετουργική λειτουργικότητα των αντιγράφων περιπύστων και θαυματουργών εικόνων, που συχνά μεταφέρονται, δωρίζονται και εγκαθίστανται πανηγυρικά, στο πλαίσιο της πνευματικής μέριμνας που ασκούν μεγάλα μοναστηριακά και προσκυνηματικά κέντρα του ελληνικού πολιτισμικού χώρου.
Σε όσα ακολουθούν θα δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα ανάλογων μεταφορών από την Ελλάδα σε βαλκανικές χώρες, στο πλαίσιο των διορθόδοξων εκκλησιαστικών και λατρευτικών σχέσεων, που λειτουργούν ωστόσο, από την πλευρά της θρησκευτικής Λαογραφίας, ως δίκτυα μετάδοσης ανάλογων πολιτισμικών και τελετουργικών προτύπων από τον ελληνικό προς τον βαλκανικό χώρο. Για τις μετακινήσεις αυτές απαραίτητη είναι η υποβολή επισήμου αιτήματος από την Ορθόδοξη Εκκλησία της χώρας υποδοχής προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, και η επίσημη έγκρισή της, ώστε κατόπιν ο οικείος Μητροπολίτης, αναλόγως του τόπου όπου φυλάσσεται το συγκεκριμένο λείψανο, να μεταβεί στην αντίστοιχη βαλκανική χώρα, με την ανάλογη συνοδεία κληρικών της Μητρόπολης του, κομίζοντας το λείψανο για ολιγοήμερη προσκύνηση, όπως λ.χ. έγινε στην περίπτωση του λειψάνου της αγίας Αικατερίνης, το οποίο τον Οκτώβριο του 2018 μεταφέρθηκε από την Κατερίνη στο Ιάσιο της Ρουμανίας.
Για το σπουδαίο αυτό ζήτημα θα συνεχίσουμε και στο επόμενο άρθρο μας.