Από όσα στα προηγούμενα σχετικά άρθρα μας εκτέθηκαν, προκύπτει νομίζω το συμπέρασμα ότι ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, με τις έντονες εθνικές και θρησκευτικές συγκρούσεις στον βαλκανικό χώρο, που συχνά παίρνουν τη μορφή ευθείας σύγκρουσης μεταξύ Ορθοδόξων χριστιανών και μουσουλμάνων, τα προσκυνήματα αυτά λαμβάνουν χαρακτήρα ενίσχυσης της πίστης και της μαχητικότητας, αλλά και της απόφασης για εμμονή στις πατροπαράδοτες αξίες, ταυτότητες και πρακτικές. Κι έτσι τα προσκυνήματα αυτά αποκτούν και έναν επίσης μεταφερόμενο από λαό σε λαό εθνικό χαρακτήρα, τον οποίο συχνά επισημαίνει στα σχετικά με την εκδήλωση της ορθόδοξης λαϊκής θρησκευτικότητας και η σχετική βιβλιογραφία.
Μετά από τα παραδείγματα που παραπάνω εξετάστηκαν, και την ανάλυσή τους, καθίσταται νομίζω σαφές ότι οι θρησκευτικές, λατρευτικές και προσκυνηματικές τελετουργίες συχνά λειτουργούν ως δίκτυα μεταξύ των βαλκανικών λαών, των ορθοδόξων εν προκειμένω, μέσω των οποίων διαχέονται ελληνικά πολιτισμικά, λατρευτικά και τελετουργικά, πρότυπα στους υπόλοιπους λαούς του βαλκανικού χώρου. Πρόκειται για μία πραγματικότητα που εξαρτάται μεν στενά από την ανάλογη λειτουργικότητα της οικογένειας, καθώς έχει υποστηριχθεί και για άλλες περιοχές, ωστόσο κυρίως αποτελεί μια ευδιάκριτη μορφή διατήρησης παραδοσιακών και παραδεδομένων μορφών έκφρασης της θρησκευτικότητας.
Πράγματι, αν κανείς εξετάσει ποιες είναι αυτές οι μορφές που διαδίδονται, το περιεχόμενο και την ουσία τους, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται κυρίως για τις παλαιότερες εκδηλώσεις της θρησκευτικότητας, ακόμη και αν είναι προσαρμοσμένες σε νέα πλαίσια, όπως συμβαίνει λ.χ. με τη λατρεία των νεοφανών αγίων. Εδώ έχουμε απομακρυνθεί από τις σύγχρονες τάσεις της εκκοσμίκευσης και της αποϊεροποίησης, και επανερχόμαστε σε παραδοσιακές αξίες και πρακτικές. Γι’ αυτό και η άμεση σχέση όσων αναφέρονται με παραδοσιακά κέντρα της ορθόδοξης ζωής, όπως οι μονές του Αγίου Όρους, και με παραδοσιακές πρακτικές, όπως εκείνη της μεταφοράς λειψάνων και εικόνων, που όμως έχει αποκτήσει νέο περιεχόμενο σε σχέση με το παρελθόν, προσαρμοζόμενη στις νέες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες, οι οποίες προσδιορίζουν το βαλκανικό πνευματικό και πολιτιστικό παρόν.
Πολλά από αυτά που εξετάστηκαν παραπάνω, όπως είδαμε, εξαρτώνται από την δράση και την σχετική καθοδήγηση των ιερέων που είναι επικεφαλής ορθόδοξων ενοριών, και οι οποίοι πρωταγωνιστούν τόσο στις μεταφορές λατρειών, λειψάνων και εικόνων, όσο και στις προσκυνηματικές τελετουργικές επισκέψεις, για τις οποίες έγινε λόγος. Είναι δε συχνό το φαινόμενο η αλλαγή ή η μετάθεση ενός ιερέα να συντελεί ώστε να μην επαναλαμβάνονται ανάλογες τελετουργικές μορφές, που εμφανίζονται έτσι να έχουν έναν μάλλον προσωποπαγή χαρακτήρα. Ή πάλι η έλευση ενός νέου και δραστήριου ιερέα σε μιαν ενορία να αναζωπυρώνει τη σχετική πνευματική κίνηση, ώστε να καθιερώνονται και οι σχετικές λατρευτικές πράξεις, οι οποίες οδηγούν στην παγίωση των σχετικών λατρευτικών και τελετουργικών στοιχείων.
Και βέβαια, προκειμένου για την πολυσύνθεση, πολυπολιτισμική και πολυθρησκευτική περιοχή των Βαλκανίων και η διαπολιτισμικότητα παίζει εδώ έναν σημαντικό ρόλο, ο οποίος μπορεί να ωθήσει είτε προς την αναβίωση και παγίωση, είτε προς την κατάργηση και την εξαφάνιση των σχετικών δικτύων, ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες και τη στάση των ανθρώπων απέναντί τους. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τον παράγοντα της διάδοσης και εξάπλωσης των λατρευτικών και τελετουργικών αυτών μορφών δια του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που συστηματικά επισημαίνει η σχετική βιβλιογραφία, εύκολα αντιλαμβανόμαστε όχι μόνο στη σημασία, αλλά και τη δυναμική των δικτύωνα αυτών, τα οποία, εξαρτώνται μεν και ομαδοποιούνται με βάση τον ηλικιακό συντελεστή των φορέων και πρωταγωνιστών τους, αλλά δεν απουσιάζουν, αναλογικά, από καμία ηλικιακή ομάδα.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η παραδοσιακή λατρευτική και τελετουργική ζωή των ορθοδόξων χριστιανών στις βαλκανικές χώρες έχει συντελέσει ώστε να εγκαθιδρυθούν και να παγιωθούν δίκτυα ανάλογων λειτουργικών και τελετουργικών επαφών μεταξύ τους. Δίκτυα που λειτουργούν συχνά ως αγωγοί και δρόμοι επαφής μεταξύ τους, δια των οποίων κάποτε στοιχεία της ελληνικής λατρευτικής ζωής περνούν στους Βαλκάνιους γείτονές μας, και υιοθετούνται από αυτούς. Τούτο φυσικά δεν σημαίνει ότι όλα αυτά δεν λειτουργούν και αντιστρόφως, με στοιχεία που υιοθετούνται από τους Έλληνες.
Η επικοινωνία των επιμέρους θρησκευτικών παραδόσεων των λαών είναι οπωσδήποτε αμφίδρομη, και πολυσήμαντη, και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αρκετών μελετών. Δεδομένου όμως ότι το θέμα μας εδώ περιορίζεται στις ελληνικές επιδράσεις στον ορθόδοξο βαλκανικό χώρο, όσα προηγήθηκαν επισήμαναν και οριοθέτησαν ένα ερευνητικό δρόμο, ο οποίος νομίζω πολλά έχει ακόμη να προσφέρει στην έρευνα της ελληνικής και της βαλκανικής παραδοσιακής και σύγχρονης λαϊκής λατρευτικής ζωής και πράξης.