Άλλοι ίσως καυχώνται για την καταγωγή τους από ένδοξους προγόνους ή για τα πλούτη τους ή για τη σοφία τους. Όμως για εμάς τους πιστούς, το καύχημα των καυχημάτων είναι ο Σταυρός του Κυρίου μας. Διότι σε αυτόν, σαν σε ένα σύμβολο που περιλαμβάνει με πληρότητα τη θρησκεία μας, βρίσκουμε συμπυκνωμένο ολόκληρο το Ευαγγέλιο. Σε αυτόν μελετάμε τη βαθιά μας πτώση, σε αυτόν συναντάμε την άρρητη φιλανθρωπία του Θεού, σε αυτόν διαβάζουμε τη λύση των βασάνων που ταλαιπωρούν τη ζωή μας.
Και έτσι άνοιξε για τον πεσμένο άνθρωπο η σωτηρία, και αυτή η σωτηρία άνοιξε μέσω του Σταυρού. Αποτροπιαστικό, φρικτό και ατιμωτικότατο ήταν αυτό το φονικό όργανο, επάνω στο οποίο κρεμούσαν μόνο τους χειρότερους κακούργους, αφού πρώτα τους γδύνανε, τους μαστιγώνανε στην πλάτη και τους ποτίζανε ναρκωτικό ποτό, για να τους καρφώσουν χέρια και πόδια στο ξύλινο σταυρό και να τους ρίξουν στην κόλαση αβάσταχτων πόνων, ατελείωτων βασάνων, συνεχών σπασμών και σφαδασμών.
Όμως, ο Ιησούς Χριστός, με το υπέρτατο μαρτύριό Του, αγίασε αυτό το φρικτό Ξύλο, από τη στιγμή που επάνω του, σαν σε θάλαμο βαμμένο με πορφύρα, εκπλήρωσε το μυστήριο της άρρητης αγάπης Του και, συμφιλιώνοντας τα ουράνια με τα επίγεια, έκανε από τότε τον ουρανό βατό για τη γη. Ας κοιτάξουμε τον Σταυρό και με ταπεινή υπόκλιση να μάθουμε τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε στη ζωή μας, αν δεν ήταν μάταιο να χυθεί για εμάς το πανάκριβο Αίμα του Λυτρωτή μας. Μ’ αυτό νίκησε τη σάρκα, τον κόσμο, τον διάβολο, τα πάθη, τις ηδονές, τις θλίψεις, το ψέμα, την αμέλεια, τη νωθρότητα. Ο Χριστός πέθανε σταυρωμένος. Ο σταυρός που υπήρξε το όργανο της απολυτρώσεως, έγινε μαζί με τον θάνατο, τον πόνο και το αίμα, μία από τις ουσιώδεις λέξεις που φέρνει στο νού την σωτηρία μας. Ο σταυρός δεν είναι πιά όνειδος, αλλά απαίτηση και τίτλος δόξας, πρώτα για τον Ιησού Χριστό και έπειτα για τους μαθητές Του, τους Χριστιανούς.
Ο απόστολος Παύλος εκφράζει την αυθόρμητη αντίδραση κάθε ανθρώπου μπροστά στο σταυρό της απολυτρώσεως στα λόγια: «Ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν».
Ήταν δυνατό η σωτηρία να προέλθει κατά την αντίληψη που επικρατούσε στον ελληνορωμαϊκό κόσμο της εποχής του Ιησού Χριστού από την σταύρωση, αυτό το μαρτύριο για σκλάβους που δεν αποτελούσε μόνο ένα σκληρό τρόπο θανατώσεως, αλλά και ντροπή;
Ήταν δυνατό η απολύτρωση να δοθεί κατά την αντίληψη των Εβραίων από ένα πτώμα, που εθεωρείτο τόσο ακάθαρτο που επεβάλλετο να απαλλαγούν απ’ αυτό όσο το δυνατό γρηγορώτερα ή από ένα κατάδικο κρεμασμένο στο ξύλο που έφερνε επάνω του το σημάδι της θεϊκής κατάρας και τιμωρίας;
Ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου μας αποτελεί τον πυρήνα του κηρύγματος των Αποστόλων και της Εκκλησίας. Ο σταυρός του Κυρίου κρύβει ένα μυστήριο, το νόημα του οποίου αποκάλυψε ο Ίδιος ο Χριστός επικαλούμενος την μαρτυρία του Προφήτη Ησαΐα: «Ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται» (Ησαΐου νγ΄, 4). Στο νόημα του σταυρικού θανάτου του Κυρίου μας αναφέρεται ο απόστολος Πέτρος: «Αυτός σήκωσε τις αμαρτίες μας με το ίδιο του το σώμα στο σταυρό, για να πεθάνουμε κι εμείς ως προς την αμαρτία, και να ζήσουμε μέσα στο θέλημα του Θεού. Με τις πληγές του Χριστού γιατρευτήκατε». Για τον Χριστό, ο σταυρικός Του θάνατος έγινε η αιώνια δόξα Του. Οι μαθητές του Χριστού ταυτίζονται με τον Διδάσκαλό τους κατά την απαίτηση: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Με τους λόγους αυτούς, ο Ιησούς Χριστός ζητεί από τους μαθητές Του να πεθάνουν για τον εαυτό τους, να πεθάνουν για τον κόσμο διακόπτοντας όλους τους φυσικούς δεσμούς με τον κόσμο της αμαρτίας και να είναι έτοιμοι να δεχθούν να τους πάρουν την ζωή ένεκα του Ιησού. Αυτά όμως συνιστούν την δόξα του.
Ο σταυρός του Ιησού Χριστού γίνεται στην ζωή του Χριστιανού το σύνορο ανάμεσα στους δύο κόσμους, αυτόν της σάρκας και αυτόν του πνεύματος. Ο πιστός που αποδέχεται και σηκώνει τον σταυρό του ακολουθώντας τον Εσταυρωμένο Ιησού ζώντας την εσταυρωμένη ζωή μπορεί μαζί με τον απόστολο Παύλο να αναφωνεί υπερήφανα: «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» (Γαλάτας στ΄, 14).