Του Κεγχρεών Αγάπιου
Ὁ πύρινος ζηλωτής τῶν παραδόσεων τοῦ Ἔθνους του.
Ὁ φανατικός διώκτης τῶν Χριστιανῶν (Α’ Κορ. ιε’, 9. Γαλ. α’, 23. Φιλιπ. γ’, 6. Βλπ. & Πραξ. η’, 3, θ’ , 1-2 & κστ’, 9-11) . Πιστός τηρητής τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.
Γεμᾶτος θυμό καί ἐκδίκησι. Κρατᾶ δεσμά στά χέρια του καί τρέχει παντοῦ μέ ἄφθαστο δύναμι νά δένῃ τούς Χριστιανούς. Πόσα δεινά ἔφερε στίς τάξεις των! Λές καί εἶναι θύελλα, ξεσπᾷ σάν καταιγίδα, παρασύρει, ἐνσπείρει τόν τρόμο στούς Χριστιανούς τῆς Ἱερουσαλήμ καί τώρα ξεχύνεται πρός τήν Δαμασκό. Εἶναι κι ἐκεῖ ἀρκετοί Χριστιανοί. Πρέπει ὅλους νά τούς φέρῃ δεμένους στά Ἱεροσόλυμα. Ἐμπνέει φόβο καί ἀνασφάλεια στούς πιστούς τοῦ Ναζωραίου. Σκορπίζει γύρω του τόν θάνατο! Μά, περίεργο! Στήν μορφή τοῦ νεαροῦ διώκτου δέν εἶναι χαραγμένες οἱ γραμμές πού τό κίτρινο μῖσος καί ἡ ἐσωτερική κακία γράφει πάντοτε στά πρόσωπα τῶν κακούργων. Στό πρόσωπό του εἶναι ξεχυμένη λάμψις ἐνθουσιασμοῦ. Εἶναι ζηλωτής τῶν πατρικῶν παραδόσεων. Πλανᾶται ὁ τρομερός διώκτης κατά τούς λόγους τοῦ Ἰησοῦ: «ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ» (Ἰω. ιστ’, 2).
Καί ἐνῷ κατεδίωκε, κατεδιώχθη!
Τόν κατεδίωξε τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη τοῦ διωκομένου Ἰησοῦ. Καί τόν συνέλαβε ἡ θεία Χάρις ἐκεῖ στόν δρόμο τῆς Δαμασκοῦ!
Μία φωνὴ σὰν βροντή, μία λάμψις σὰν ἀστραπή…
– «Σαούλ, Σαοὺλ τί μὲ διώκεις; Σκληρὸν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν..!» (Πραξ. κστ’, 14), ἀναχαιτίζει τὴν ὁρμή του, σταματᾶ τὴν δρᾶσι του, τὸν ἀναγκάζει νὰ γείρῃ ταπεινωμένος τὸ κεφάλι του καὶ νὰ παραδοθῇ χωρὶς ὅρους.
Ὁ Σαῦλος νικήθηκε ἐκεῖ! Ἔπαθε τὴν πιὸ ὡραία, τὴν πιὸ μεγαλειώδη ἥττα…
Ἄλλη μιὰ φωνὴ «Σαοὺλ ἀδελφέ!..» (Πραξ. κβ’, 13) καὶ ἕνα ἀδελφικὸ ἀγκάλιασμα καὶ ἕνας ἐν Χριστῷ ἀσπασμὸς ἀνοίγουν πάλι τὸν δρόμο τοῦ Παύλου, πλέον! Στὴν ζωή του ἀπὸ τὸ χρονικὸ διάστημα, ποὺ ἐμεσολάβησε μεταξὺ τῆς κλήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ φιλήματος τοῦ Ἀνανίου, εἶναι τὸ μόνο διάστημα ἀνακωχῆς τῆς μεγάλης ψυχῆς.
Ἔπεσε κάτω μπρούμυτα, κτυπημένος ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τοῦ θείου φωτὸς ὁ Σαῦλος. Καὶ σηκώθηκε «Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὁ Παῦλος. Μὲ τὴν θεία καὶ ὑψηλὴ Ἀποστολή. Μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ κηρύξῃ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραὴλ» (Πράξ. θ’, 15).
Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Παῦλος ἔγινε αἰχμάλωτος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Αἰχμαλώτισε θεληματικὰ τὸν νοῦ του στὴν ὑπακοὴ τοῦ θείου θελήματος. Τοῦ ἀρέσει ἰδιαιτέρως νὰ ὀνομάζῃ τὸν ἑαυτὸ του «δοῦλον Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. α’, 1). Καὶ ἡ δουλεία αὐτή, ἡ εἰς Χριστόν, τοῦ χαρίζει τὴν ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ ἐλευθερία.
Ὁ γνώριμος ἐνθουσιασμὸς του γεμίζει τὴν καρδιά του καὶ μὲ ἄφθαστη ὁρμὴ ρίχνεται στὴν δρᾶσι ὑπέρμαχος τώρα «Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τούτου Ἐσταυρωμένου» (πρβλ. Α’ Κορ. α’, 23). Ἡ ἱστορία τῶν μεγάλων ἀνθρώπων δὲν ἀναφέρει δρᾶσι καμμιά σὰν τὴν δρᾶσι τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου μας. Ἡ λάμψις του σὰν λάμψις ἀστραπῆς, τὸ πέρασμά του σὰν πέρασμα σεισμοῦ, ὁ λόγος του τοῦ οὐρανοῦ δροσιά. Ποταμοὶ ὁλόκληροι πηγάζουν ἀπὸ τὴν μεγάλη του καρδιά καὶ ἄφθονα ποτίζουν τὶς διψασμένες καρδιές. Ἀληθῶς! Στὸν Χριστοκήρυκα Παῦλο ἐπραγματοποιήθησαν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. ζ’, 38).
Τὰ δεσμὰ ποὺ γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἐβάστασε, ἔγιναν γι᾿ αὐτὸν πηγὴ δυνάμεως. Φτερὰ μεγάλα, δυνατά, ἀκαταμάχητα.
Καὶ ἔγινε ὁ ἄφθαστος στὶς πτήσεις τῆς διανοίας.
Ὁ ἀκατάβλητος στὴν δύναμι τῆς θελήσεως.
Ἀνυπέρβλητος στὸ νὰ συλλαμβάνῃ καὶ νὰ πραγματοποιῇ τὰ πιὸ τολμηρὰ καὶ μεγαλεπήβολα σχέδια. Ἀνεδείχθη μοναδικὴ φυσιογνωμία σὲ σημεῖον ὁ σύγχρονος μελετητὴς του Ράϊτ νὰ σημειώνῃ: «Οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου σὲ μιὰ καθιερωμένη σύγχρονη μετάφραση καταλαμβάνουν λιγότερες ἀπὸ ὀγδόντα σελίδες. Ἀκόμη κι ἂν ληφθοῦν ὡς ἕνα σῶμα, εἶναι συντομότερες ἀπὸ ἕναν μόνο διάλογο τοῦ Πλάτωνα ἢ μία πραγματεία τοῦ Ἀριστοτέλη. Στοιχηματίζουμε στά σίγουρα, ἐάν ἰσχυριστοῦμε ὅτι αὐτές οἱ ἐπιστολές, σελίδα-σελίδα, ἔχουν προκαλέσει περισσότερα κηρύγματα, σχολιασμούς, σεμινάρια, μονογραφίες καὶ διατριβὲς ἀπ᾿ ὅλα τά ἄλλα συγγράμματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου…. (Ν.Τ. WRIGHT, Ἀπόστολος Παῦλος ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του, ἐκδ. «Οὐρανὸς», Ἀθήνα 2019α, σελ. 23-24).
Ὀνομάσθηκε «γίγας τοῦ πνεύματος», «πτερωτὸς ἀπόστολος», «πρωταθλητὴς τῶν αἰώνων», «πολυνίκης» τοῦ πνευματικοῦ στίβου τῆς Ἐκκλησίας, «πνευματικὸς μαραθωνοδρόμος τῆς οἰκουμένης».
Μετέφερε συνεχῶς καὶ σὲ νέους τόπους τὸ μήνυμα τοῦ θριάμβου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ. Ἀντιόχεια, Σελεύκεια, Κύπρος, Παμφυλία, Πισιδία, Ἰκόνιο, Ἀττάλεια, Φοινίκη, Συρία, Κιλικία, Λυκαονία, Φρυγία, Γαλατικὴ χώρα, Μυσία, Ρώμη συγκλονίζονται ἀπὸ τὸ κήρυγμά του. Ἰδιαίτερα ὅμως τὸ μήνυμα τοῦ θριάμβου τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ τὸ κήρυξε ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐξαιρέτως στὴν πόλι μας, ποὺ κατὰ τὴν πρώτη ἐπίσκεψί του ἔμεινε δέκα ὀκτώ (18) μῆνες, ἀλλὰ ἐπισκέφθηκε καὶ ἄλλες φορὲς τὴν Κόρινθο στὰ ἑπόμενα ταξίδια καὶ περιοδεῖες του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κατὰ τὴν πρώτη παραμονὴ του ἐδῶ στὴν Κόρινθο, συνέταξε τὶς δύο πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολές του καὶ κατὰ τὴν τρίτη ἐπίσκεψί του στὴν πόλι μας, τὸν χειμῶνα τοῦ 55-56 μ. Χ., ἔγραψε ἐδῶ καὶ τὰ πρῶτα δεκαπέντε (15) κεφάλαια τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς.
Ἔτρεξε, ἐκοπίασε, ἐμόχθησε! Τὸ ἀποτέλεσμα; Αἰωνόβιοι θρησκευτικὲς πεποιθήσεις σείονται ἐκ θεμελίων καὶ σὲ ἐρείπια μεταβάλλονται. Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ ἱδρύονται παντοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ χαρίζει νέα ζωή!
Στὸ πέρασμά του τίποτε δὲν μπορεῖ ν’ ἀντισταθῇ. Ὁ ἐχθρὸς ρίχνει ἐπάνω του θύελλες καὶ καταιγῖδες, θλίψεις, διωγμούς, φυλακίσεις…. Μὰ ἐκεῖνος, σκύβει τὸ κεφάλι, ἀλλὰ δὲν σταματᾷ. Ἡ ὁρμή του δὲν ἀνακόπτεται. Παλεύει μέ ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς. Καὶ ἡ πάλη του ἦταν πάντοτε νικηφόρα. Ποτὲ μάταιη, ὥστε νὰ διακηρύττει: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλ. δ’, 13).
Ἡ ἄθλησίς του αὐτή, ὁ σκληρὸς καθημερινὸς ἀγῶνας του, τὰ παθήματα, ὅσα ὑπέφερε γιὰ τὸν Χριστό, εἶναι τὰ πειστήρια, τὰ δείγματα τῆς γνησιότητος τῆς ἀποστολῆς του. Εἶναι τὰ διαπιστευτήρια, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύει τὸν ἑαυτὸν του ἀπεσταλμένον ἀπὸ τὸν Κύριον.
Αὐτοὶ οἱ ὑψηλοὶ τίτλοι τιμῆς ἀκούστηκαν σήμερα ἀπὸ τὴν Β’ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ του κατὰ τὸ Ἀποστολικὸν Ἀνάγνωσμα. Καὶ ὅποιος τοὺς ἀκούει ἢ τοὺς μελετᾷ μένει κατάπληκτος, γιατί τὸν ἀνέδειξαν μαζὶ μὲ τὸν προεξάρχοντα ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, τὸν Πέτρον, ποὺ καὶ αὐτὸς ἦλθε ἐδῶ στὴν Κόρινθον (βλπ. Πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ Ἁγ. Διονυσίου Ἐπισκόπου Κορίνθου [τέλη β’ μ. Χ. αἰῶνος]), καὶ αὐτὸν Πρωτοκορυφαῖον!
Ὑπερέβη, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅλους, σὲ φλόγα πίστεως, σέ κόπους, σὲ ἀγῶνες, στὴν μέριμνα «πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν» (Β’ Κορ. ια’, 28), στὴν ἀγωνιώδη φροντίδα του, δηλαδή, γιὰ τὶς Ἐκκλησίες.
Μὲ ὁδηγὸ τὸν Ἱερὸν Χρυσόστομον, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔχει γραφῆ καὶ στὴν πραγματικότητα εἶναι: «Στόμα Χριστοῦ Παῦλος, στόμα δὲ Παύλου Χρυσόστομος», ἄς ἐξετάσουμε γιατί τόσα ὑπέστη ὁ μακάριος;
«Ὑπέστη ναυάγιο, γιὰ νὰ καταπαύσῃ τὸ ναυάγιο τῆς οἰκουμένης.
Ἔμεινε στὸ βυθὸ ἕνα ἡμερόνυχτο, γιὰ ν᾿ ἀνασύρῃ ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς πλάνης τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐκοπίασε, γιὰ ν᾿ ἀναπαύσῃ τοὺς κουρασμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Πληγώθηκε γιὰ νὰ θεραπεύσῃ τοὺς πληγωμένους ἀπὸ τὸν διάβολον.
Φυλακίστηκε, γιὰ ν᾿ ἀποφυλακίσῃ καὶ νὰ ἐκβάλῃ στὸ φῶς ὅσους εὑρίσκονταν στὸ σκοτάδι.
Ἔφθασε πολλὲς φορὲς στὸν θάνατο, γιὰ ν᾿ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ φοβεροὺς θανάτους.
Μαστιγώθηκε πέντε φορὲς μὲ σαράντα παρὰ μία μαστιγώσεις, γιὰ νὰ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν μάστιγα τοῦ διαβόλου αὐτοὺς ποὺ τὸ ἔκαναν αὐτό.
Ραβδίστηκε, γιὰ νὰ στηρίξῃ μὲ τὴν ράβδο καὶ τὴν βακτηρία τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἀνθρώπους.
Λιθοβολήθηκε, γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴν λίθινη ἀναισθησία.
Βρέθηκε στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ μᾶς βγάλῃ ἀπὸ τὴν ἐρημιά μας.
Πεζοποροῦσε, γιὰ νὰ στηρίξῃ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ξεφύγει ἀπὸ τὸν σωστὸ δρόμο καὶ ν᾿ ἀνοίξῃ τὸν δρόμο πρὸς τὸν οὐρανό.
Κινδύνευσε στὶς πόλεις, γιὰ νὰ δείξῃ τὴν Ἄνω Πόλι.
Εὑρέθη σὲ πεῖνα καὶ δίψα, γιὰ νὰ χορτάσῃ καὶ ξεδιψάσῃ ἄλλους.
Περιεφέρετο γυμνὸς καὶ πτωχός, γιὰ νὰ ἐνδύσῃ μὲ τὴν στολὴν τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἀσχημονοῦντας.
Παρεδόθη στὴν μανία τοῦ ὄχλου, γιὰ νὰ ἐλευθερώσῃ ὅσους εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν δαιμόνων.
Ἐπυρώθη, γιὰ νὰ σβήσῃ τὰ πυρφόρα βέλη τοῦ διαβόλου.
Τὸν κατέβασαν ἀπὸ κάποιο παράθυρο τοῦ τείχους, ὥστε ἀπὸ κάτω νὰ ἀνεβάσῃ ἐπάνω ὅσους εἶχαν πέσει χαμηλὰ. (Ε.Π.Ε. 20, 23-25).
Καὶ ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κινδύνους τὸν ἐλύτρωνε ὁ Κύριος. Τὸ διακηρύττει ὁ ἴδιος: «καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος» (Β’ Τιμ. γ’, 11).
Καὶ τὸ πιὸ ἐκπληκτικό! Ἀξιώθηκε, ὅταν ζοῦσε, νὰ ἀνεβῇ στὸν Παράδεισο.
Κίνδυνοι τότε στὴν Ἐκκλησία, κίνδυνοι προσωπικοὶ συνέβησαν στὸν Ἀπόστολο Παῦλο, κίνδυνοι ποὺ δὲν ἔπαψαν ποτὲ κατὰ τὴν ἐν γῇ διαδρομὴ ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὰ ἔσχατα. Καὶ νὰ πού βρεθήκαμε κι᾿ ἐμεῖς σὲ «κατάστασι πολιορκίας» πρὶν λίγο καιρό. Κλεισθήκαμε μέσα στὰ σπίτια μας γιὰ τόσες ἡμέρες. Φοβηθήκαμε ἀπό τὴν ἀόρατη ἀπειλὴ τῆς πανδημίας. Ἀγανακτήσαμε θεωρώντας ὑπερβολικά τά μέτρα… Ἐνοχληθήκαμε, ἰδιαίτερα οἱ πιστοί, γιὰ τὸ σφράγισμα τῶν Ναῶν..! Καὶ κάποιοι ἀνέλαβαν τὴν διεκδίκησι τῶν δικαιωμάτων τους, δίκαια ἴσως!
Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονοῦμε ὅτι τὸ βάπτισμα, στὸ ὁποῖο τὸ Πάσχα τοῦ Χριστοῦ γίνεται Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ μιὰ διαδικασία καὶ προαναγγέλλει δοκιμασίες μετὰ ἀπὸ αὐτό, γιὰ τὶς ὁποῖες ὁμιλεῖ χαρακτηριστικὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ του στό δέκατο κεφάλαιο (στιχ. 32-39). Ὁ πιστὸς δοκιμάζεται διὰ πολλῶν θλίψεων καὶ ὁ Θεὸς ἐρευνᾷ τὶς καρδιές μας καὶ τὶς δοκιμάζει: «ἀλλ᾿ ὅπως ἀκριβῶς ἔχομεν εὑρεθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν δόκιμοι καὶ ἄξιοι νὰ μᾶς ἐμπιστευθῇ τὸ Εὐαγγέλιόν του, ἔτσι καὶ τὸ διδάσκομεν˙ δὲν ἐπιδιώκομεν νὰ ἀρέσωμεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ ἀρέσωμεν εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος βλέπει καὶ ἐξετάζει ὄχι μόνον τὰ ἐξωτερικὰ ἔργα, ἀλλὰ καὶ τὰς καρδίας μας» (Α’ Θεσ. β’, 4), ἐπιτρέποντας ἁπλῶς τὸν πειρασμό: «πειρασμός ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώπινος˙ πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α’ Κορ. ι’, 13), ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπὸ τὸν πειράζοντα: «ἐξ αἰτίας τῶν θλίψεών σας ἀκριβῶς αὐτῶν ἐγὼ δὲν ἠμποροῦσα πλέον νὰ μένω ἥσυχος καὶ ἔστειλα τὸν Τιμόθεον, διά νά μάθω μέσῳ αὐτοῦ περί τῆς πίστεώς σας καί νὰ κατατοπισθῶ, μήπως σᾶς ἐδημιούργησε πειρασμοὺς ἰσχυροὺς καὶ σᾶς ἐκλόνισεν ὁ πονηρός, ὁ ὁποῖος ὡς ἔργον του ἔχει νὰ πειράζῃ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μήπως ἔτσι ὁ κόπος μας ἀποδειχθῇ μάταιος καὶ ἀνωφελὴς» (Α’ Θεσ. γ’, 5), ἀφοῦ ὁ Θεὸς δοκιμάζει τοὺς δικούς του καὶ μόνον ὁ Σατανᾶς τοὺς πειράζει!
Ἀποτελεῖ ὅρο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἡ δοκιμασία: «πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. γ΄, 12). Ἡ δοκιμασία εἶναι ὁ δρόμος τοῦ ἐσωτερικοῦ Πάσχα, ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης ποὺ ἐλπίζει: «Δὲν καυχώμεθα δὲ μόνον διὰ τὴν χάριν, ποὺ ἐλάβομεν καὶ τὴν δόξαν ποὺ θὰ ἀπολαύσωμεν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰς θλίψεις, ἐπειδὴ γνωρίζομεν καλά, ὅτι ἡ θλίψις ἐργάζεται σιγὰ-σιγὰ καὶ φέρει ὡς πολύτιμον ἀγαθὸν τὴν ὑπομονήν, ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔχει ὡς καρπὸν της τὴν δοκιμασμένην ἀρετὴν, ἡ δέ δοκιμασμένη ἀρετή φέρει τὴν σταθερὰν ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεόν, ‘’ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν’’» (Ρωμ. ε’, 3-5).
Ὁ Χριστιανὸς ζῇ, κατὰ τὸν Θεῖον Παῦλον: «οὐκέτι [αὐτός], ζῇ δὲ ἐν [αὐτῷ] Χριστὸς» (Γαλ. β’, 20). Κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ οἱ θλίψεις τοῦ Χριστιανοῦ ἀπὸ τὶς δοκιμασίες εἶναι «παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς [αὐτόν]» (Β’ Κορ. 1, 5). Ὁ Χριστιανὸς ἀνήκει ὅλος στὸν Χριστὸ ἀκόμη καὶ μὲ τὸ σῶμα του, καὶ ὁ πόνος τὸν κάνει «σύμμορφο» μὲ τὸν Χριστὸ (Φιλ. γ’, 10). Ὅπως ὁ Χριστὸς «καίπερ υἱός, ἔμαθεν ἀφ᾿ ὧν ἔπαθε τὴν ὑπακοὴν» (Ἑβρ. ε’, 8), ἔτσι καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ «τρέχωμεν δι᾿ ὑπομονῆς τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς … ὑπέμεινε σταυρὸν» (Ἑβρ. ιβ’, 1 ἑξ.).
Ἂν οἱ Χριστιανοὶ «πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέρωμεν» τὸ κάνουμε «ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ» (Β’ Κορ. δ’, 10), γιατί «ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλ. α’, 29). Ὄχι μόνο «διότι ἡ βραχείας διαρκείας, διὰ τοῦτο δὲ καὶ ἐλαφρά, θλῖψις μας, ἀπεργάζεται καὶ φέρει ὡς κέρδος εἰς ἡμᾶς αἰώνιον βάρος δόξης, ὑπερβολικὰ μεγάλο καὶ ἀφάνταστο» (Β’ Κορ. δ’, 17) μετὰ τὸν θάνατο, ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τώρα κατεργάζεται τὴν χαρά. Χαρὰ στὴν ὁποία ὁ Πέτρος καλεῖ τοὺς πιστοὺς ἐπειδὴ «κοινωνοῦν τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι» γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πνεύματος τῆς δόξης (Α’ Πετρ. δ’, 13 ἑξ.). Χαρὰ τοῦ Παύλου «ἐν τοῖς παθήμασιν [αὐτοῦ]» ποὺ τὰ ὑπομένει γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ «ἀνταναπληροῖ τἀ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί [αὐτοῦ] ὑπέρ τοῦ Σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (Κολ. α’, 24).
Ἀκατάβλητος ἀγωνιστής, ἀδελφοί, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μένει παντοτινὸ ὑπόδειγμα ἀγώνων γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν ἀλήθεια. Ζητεῖ καὶ σήμερα αὐτοὺς ποὺ θὰ τὸν μιμηθοῦν.
Ἐκεῖνος πάλεψε τότε γιγάντια μέσα σ᾿ ἕνα κόσμο εἰδωλολατρικό.
Σήμερα καλούμεθα ν᾿ ἀγωνισθοῦμε μέσα σ᾿ ἕνα κόσμο πολυειδῶν κρίσεων (οἰκονομικῆς, ὑγειονομικῆς, ἀξιῶν κ. τ. ὅ.) γιὰ νὰ παρουσιάσωμε ζωντανὴ καὶ ζέουσα αὐτὴν τὴν πίστι καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐκεῖνος ἐκήρυξε καὶ μὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό του ἐπεσφράγισε.
Εὐχηθῆτε, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, εὐγνώμονες ἐμεῖς οἱ Κορίνθιοι στὸν Ἀπόστολό μας, Ἔφορο καὶ πολιοῦχο μας. Εὐγνώμονες ὅλοι οἱ Ἕλληνες στὸν Ἀπόστολο τῆς Ἑλλάδος νὰ γίνουμε μιμητές Του, ὅπως Αὐτὸς ἔγινε μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.