«Εκείνος που στις συζητήσεις επιθυμεί να επιβάλλει τη γνώμη του, η οποία μπορεί να είναι και ορθή, ας γνωρίζει ότι νοσεί από τη νόσο του διαβόλου, (δηλαδή από την υπερηφάνεια)» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. δ΄, 41).
Πολύ συχνά είμαστε εντελώς βέβαιοι για τις απόψεις μας, γιατί τις στηρίζουμε στον ορθό λόγο και στην κοινή αίσθηση του δικαίου, ακόμη και στην παράδοση του τόπου μας. Είμαστε πολύ περισσότερο βέβαιοι για την πίστη μας την ορθόδοξη, γιατί έχουμε αποδεχθεί τον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα μας και την αγία Του Εκκλησία, το ζωντανό σώμα Του, ως τη μάνα μας. Και γι’ αυτό δεν θέλουμε να κινούμαστε διπλωματικά – τις απόψεις μας και την πίστη μας δεν τις διαπραγματευόμαστε. Κι ακόμη περισσότεροˑ όταν μετέχουμε σε συζητήσεις, όπου υπάρχουν άλλοι που διαφοροποιούνται από εμάς και ως προς τις απόψεις μας και ως προς την πίστη μας, δυσανασχετούμε. Και ίσως νευριάζουμε και απορούμε πώς υπάρχουν άνθρωποι τόσο τυφλοί που δεν βλέπουν τα αυτονόητα. Θεωρούμε λοιπόν εντελώς δικαιολογημένη την τάση μας να επιβάλουμε(!) τις απόψεις μας και την πίστη μας. Γιατί πρέπει να καταλάβουν. Πρέπει να πεισθούν. Πρέπει να σωθούν – ή μάλλον να τους… σώσουμε!
Ας προσέξουμε όμως! Καταλαβαίνουμε ότι έχουμε μπει σε επικίνδυνα μονοπάτια ψυχοπαθολογίας. Γιατί ξεκάθαρα λειτουργεί μέσα μας το φίλαρχο στοιχείο, η κυριαρχία επί των άλλων, δηλαδή ο εγωισμός και η υπερηφάνεια. Κάτω όμως από τον μανδύα τον «καλό» και τον «χριστιανικό», που μας θολώνει την κρίση. Όλοι έχουμε ακούσει για τα εκ δεξιών λεγόμενα όπλα του Πονηρού, ο οποίος όταν δεν μπορεί να μας ρίξει απευθείας στο κακό, χρησιμοποιεί το δέλεαρ του αγαθού! «Μετασχηματίζεται ο διάβολος σε άγγελο φωτεινό», αποκαλύπτει το στόμα του Χριστού, ο απόστολος Παύλος. Λοιπόν, με το πρόσχημα της σωτηρίας του άλλου, διακυβεύουμε τη δική μας σωτηρία. Διότι με τον τρόπο αυτόν νοσούμε από τη νόσο του διαβόλου, κατά τον όσιο Ιωάννη, αυτή που έριξε από τους ουρανούς τον πρώτο αρχάγγελο και τον έκανε ακριβώς άρχοντα του σκότους.
Ποια η εξήγηση αυτού που φαίνεται σωστό αλλά δεν είναι; Το ζητούμενο στη ζωή μας πάντοτε είναι το θέλημα του Θεού και όχι το δικό μας, δηλαδή η αγάπη η οποία στηρίζεται στην ταπείνωση – ό,τι αποτελεί το ήθος του σαρκωμένου Θεού μας. Κι είναι το μόνο ήθος που αν αγωνιζόμαστε να το οικειοποιούμαστε μας κρατάει σε κοινωνία με Εκείνον. Ο ίδιος ο Θεός μάς καλεί στην ορθή πίστη, αλλά μας αφήνει ελεύθερους εμείς να αποφασίσουμε. Δεν πρέπει να ξεπερνάμε λοιπόν τον ίδιο τον Θεό, στο όνομα τάχα Εκείνου! Κάθε προσβολή του άλλου, έστω και διαφωνούντος και αρνητή, αποτελεί ευθεία προσβολή του Κυρίου. Γιατί καταργούμε το μεγαλύτερο δώρο Του στον άνθρωπο, την ελευθερία. Πόσες διαμάχες με τους συνανθρώπους μας, και ιδίως πόσες εντάσεις και δύσκολες καταστάσεις θα είχαν αποφευχθεί μεταξύ συζύγων ή μεταξύ γονιών και παιδιών, μάλιστα των εφήβων, αν κατανοούσαμε την βαθιά αυτήν πραγματικότητα.
Κι εκείνο που δείχνει την παραπάνω αλήθεια, πέραν τούτων, είναι αφενός το γεγονός ότι οι όποιες απόψεις σε θέματα της ζωής αυτής, όσο ορθές κι αν είναι, έχουν το στοιχείο της σχετικότητας: τίποτε ανθρώπινο δεν είναι απόλυτο· αφετέρου η ίδια η πίστη μας επιβάλλεται λόγω της αλήθειας που εκφράζει σε κάθε καλοπροαίρετη καρδιά. Η ίδια η αλήθεια εμπερικλείει και τη δύναμη αποδεικτικότητάς της, γιατί συνιστά ενέργεια του παντοδύναμου Θεού μας. Γι’ αυτό και η αλήθεια αυτή δεν έχει ανάγκη από δικηγόρους.