Του π. Αντωνίου Χρήστου, εφημερίου του Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Δικηγορικών Γλυφάδας
Μεγάλος ντόρος έγινε στη χώρα μας με τις δηλώσεις του υπουργού Ν. Φίλη, που αμφισβήτησε ευθέως τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού. Εκφράζουμε και εμείς την αποδοκιμασία μας σε τέτοιους είδους δηλώσεις, από όπου και αν προέρχονται, που παραχαράσσουν την ιστορική αλήθεια. Όμως, δεν θα απαντήσουμε επί της ουσίας, γιατί το έκαναν άλλοι εγκυρότερα και, κυρίως, ικανότεροι από εμάς.
Με αφορμή όμως τα παραπάνω, σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με τα όρια της φιλοπατρίας για έναν πιστό της Εκκλησίας. Ποιο είναι το ορθόδοξο πλαίσιο της αγάπης για τον τόπο και την πατρίδα από όπου κάποιος κατάγεται; Πότε γίνεται υπέρβαση των ορίων; Επιτρέπεται ένας χριστιανός να είναι ταυτόχρονα εθνικιστής;
Είναι γνωστό ότι για εμάς τους χριστιανούς ισχύει η ρήση του Αποστόλου Παύλου: «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ’ 14). Δηλαδή, σε απλή μετάφραση: «Γιατί δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη, αλλά επιζητούμε τη μελλοντική». Προοπτική μας δηλαδή και πραγματική μας πατρίδα είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Άρα, είμαστε προσωρινοί σε αυτή τη ζωή και γι’ αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να προσκολλώμαστε πέρα από το κανονικό σε υλικά πράγματα, εγκόσμιες αξίες και ιδανικά, ακόμη και σε πρόσωπα που για εμάς έχουν μεγάλη αξία και έχουν μάλιστα αγιογραφική κατοχύρωση στον Δεκάλογο της Παλαιάς Διαθήκης: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης της αγαθής, ης Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι» (Έξ. 20, 12), δηλαδή: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, διά να ευημερήσεις και να γίνεις μακροχρόνιος εις την πλουσίαν και εύφορον χώραν την οποίαν θα σου δώσει ο Κύριος».
Μόνο κάτω από το πρίσμα αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε τη ρήση του Κυρίου μας, που σαφώς μας τονίζει στην Καινή Διαθήκη: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι’, 37). Φυσικά, δεν είναι κακή η τιμή και η αγάπη προς τα προσφιλή μας πρόσωπα, αρκεί αυτά να μην είναι «υπέρ εμέ», πάνω από τον Χριστό μας. Τότε οι σχέσεις γίνονται παθολογικές και εφάμαρτες. Αυτή η προϋπόθεση είναι και το κλειδί για το θέμα της πατρίδας. Επιτρέπονται και επιβάλλονται, αν θέλετε, η αγάπη, η τιμή, η φροντίδα για την πατρίδα, αρκεί να μην είναι περισσότερη από αυτά που αντίστοιχα αποδίδουμε στον Σωτήρα μας Χριστό.
Από την άλλη, όμως, η Εκκλησία μας γνωρίζει πολύ καλά ότι το να φτάσει κανείς στην επουράνια πατρίδα μας εξαρτάται από τη στάση και την πορεία του στην παρούσα ζωή. Ο Θεός μας δεν υποτιμά την παρούσα ανθρώπινη ιστορία. Ίσα-ίσα, με τη σάρκωση του Λόγου στο πρόσωπο του Χριστού μας προλαμβάνει και επεμβαίνει στην Ιστορία, κενώνεται και γίνεται ένα με τα ανθρώπινα, καθώς τα αγιάζει και τότε η Ιστορία γίνεται Θεία Οικονομία, μεταβάλλεται σε ιερή και ο άνθρωπος προγεύεται τα επουράνια από τα επίγεια.
Ο άνθρωπος της Εκκλησίας λοιπόν γνωρίζει ότι ο προορισμός και η πορεία του ταυτίζονται με του Χριστού, ο οποίος είπε στον Πιλάτο: «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18, 36). Από την άλλη, όμως, αυτό δεν τον κάνει απόκοσμο. Τον κάνει διαχειριστή και διάκονο της κτίσεως, φλέγεται από αγάπη και δέεται στον Θεό συνεχώς προσευχητικά, για να μεταμορφωθεί ο κόσμος. «Γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης» λέμε όλοι συνεχώς, ακόμη και τα μικρά παιδιά, με το γνωστό μας «Πάτερ ημών».
Όπως σε όλα τα πράγματα υπάρχουν όρια, έτσι και εδώ. Χρειάζεται εκ μέρους μας προσοχή. Υπάρχουν δύο άκρα που πρέπει ο άνθρωπος της Εκκλησίας να αποφύγει. Το ένα λέγεται Εθνικισμός, όταν κάποιος θεωρεί τη φυλή του ανώτερη και μισεί-εχθρεύεται όλα τα άλλα έθνη, μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικά από αυτόν. Όπου κυριάρχησε ένα τέτοιο μοντέλο, η βία, οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις βασίλευσαν. Το άλλο άκρο είναι ο εθνομηδενισμός, που είναι η προσπάθεια αποδόμησης κάθε ιστορικής μνήμης και εθνικής συνείδησης των λαών. Λαός όμως που δεν έχει ιστορική μνήμη είναι καταδικασμένος. Ο άνθρωπος της Εκκλησίας αγαπά την πατρίδα, αγωνίζεται και ενίοτε θυσιάζεται γι’ αυτήν όταν κινδυνεύει, αλλά πάντοτε υπό το πρίσμα ότι ο πλησίον δεν είναι μόνο ο ομοεθνής, αλλά ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, που αποτελεί Εικόνα του Θεού.