Έχω καταθέσει και στο παρελθόν, στην ίδια στήλη, από την ίδια θέση, σκέψεις και θύμησες από την παιδική μου ηλικία, όχι γιατί αφορούν κανέναν ή, έστω, στοιχειωδώς, έχουν κάποια σημασία, αλλά επειδή σχετίζονται με τον χαρισματικό Όσιο Γέροντα Ιάκωβο τον Τσαλίκη, τον παππού, ως τον φωνάζαμε εμείς μικρά παιδιά.
Ήμουν μικρός, στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Τότε διέμενα στην Εύβοια, μιας και ο μακαριστός πατέρας μου, ανώτερος Αξιωματικός του Λιμενικού, εκεί είχε μετατεθεί και, μαζί, όλη η οικογένεια. Και, φιλομόναχος, τρομάρα μου, από μικρός, έψαχνα αφορμή, όποιος οικογενειακός φίλος πήγαινε σε Προσκυνήματα, παρακαλούσα τους γονείς μου με κλάμματα, πολλές φορές, να επιτρέψουν να πάω μαζί. Φοβόντουσαν κι΄ εκείνοι μη γίνω καλόγερος και, υπό την έννοια αυτή, τώρα, στα 46 μου πλέον χρόνια, κατανοώ, μερικώς, έστω, τις όποιες τότε επιφυλάξεις τους.
Η Μονή του Οσίου Δαυίδ έγινε αγαπημένο προσκύνημα. Πιότερο η μορφή του Οσίου Δαυίδ στο τέμπλο του Καθολικού. Με συνεπήρε η μορφή του. Ώρες μπορούσα να κάθομαι να τον κοιτάω. Με μαγνήτιζε καρδιακά, απλωτικά, καθηλωτικά. Εκεί γνωρίσαμε τον παππού Ιάκωβο, τον ταπεινό, τον γλυκύτατο, τον ανεξίκακο.
Εμείς τα παιδιά, χωρίς υπερβολή, τον κάναμε ό,τι θέλαμε. Τον τραβούσαμε, τον πειράζαμε, τον φιλούσαμε στα χέρια, τον αγκαλιάζαμε και εκείνος ο μακάριος, ταπεινός, ιλαρός, καθόταν ήσυχος και απολάμβανε την παρέα των μικρών του φίλων. Στους άλλους, αρκετές φορές, ήταν λίγο αυστηρός, αδέκαστος, παραδοσιακός. Αν πάλι τύχαινε να έρθει για προσκύνημα ιερέας με ενορίτες του και τολμούσε να μην είναι αρκετα εντός της «παράδοσης», ο Γέροντας, διακριτικά μεν, αυστηρά δε, έλεγε: «Πάτερ μου, να αφήσεις τα μαλλιάκια σου, να αφήσεις τη γενειάδα σου, να γίνεις παλαιοδιαθηκικός, ιεροπρεπής περισσότερο…». Αλλ΄ όμως, αν και λίγο καυστικός, ήξερες πως όποια παρατήρηση γινόταν, χωρίς υπερβολή, είχε αφετηρία την καρδιά του Γέροντα. Και, εκεί, κυριαρχούσε η αγάπη, μια απροσποίητη αγάπη, μια αγάπη που ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στο σύγγραμά του «Συμβουλευτιόν Εγχειρίδιον», την ονοματίζει «χαρά Θεού, μονοπάτι παραδείσιο, πνοή Θεού μέσα στον άνθρωπο».
Όταν αγκάλιαζες τον Γέροντα Ιάκωβο, αυτόν τον μέγα «στάρετς» της εποχής μας, νόμιζες πως τα οστά του θα διαλυθούν στα χέρια σου, τόσο αδύνατος ήταν. Όμως, όταν περπατούσε, ήτο αιθέριος, γρήγορος σχετικά, «επιδαψιλώς εκινείτο» για να θυμηθώ και μια φράση του σκιαθίτη λογοτέχνη κυρ Αλέξανδρου. Του άρεσε η τάξη, σχεδόν σε όλα. Στο Ναό, πρωτίστως. Στη Μονή, στην πνευματική ζωή, στο ωρολόγιο Πρόγραμμα, σε κάθε άνθρωπο. Και όσες φορές εμείς, ως παιδιά τότε, φωνάζαμε στον αυλόγυρο της Μονής, εάν ήταν μεσημέρι, ο Γέροντας παρενέβαινε, άλλοτε αυστηρά, άλλοτε πατρικά και παραινετικά και μάς καθησύχαζε, μας έφερνε και πάλι στον μοναστικό κόσμο, στη μοναστική τάξη στην οποία και εμείς, έστω και για λίγες ώρες ως προσκυνητές, ανήκαμε.
Όταν δεν είχε πολύ κόσμο, αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία, τού άρεσε να πίνει έναν ελληνικό καφέ μαζί με τους λίγους προσκυνητές στην παλαιά τραπεζαρία της Μονής, εκεί που σήμερα είναι το αρχονταρίκι, δίπλα στο Αγίασμα. Λίγος κόσμος, όλοι γύρω από ένα τραπέζι, μικροί μεγάλοι και κοιτούσαμε τον Γέροντα. Άλλοτε μιλούσε ευδιάθετος, άλλοτε εξαντλημένος σχεδόν, αλλά η όψη του, το βλέμμα του…! Από τότε ομοίαζε με τις βυζαντινές αποστεωμένες μορφές των αγίων στις εικόνες. Μορφή ιερή, οσία, ιλαρότατη.
Αν πάλι τον έβλεπες κατά τη Θεία Λειτουργία και δεν ιερουργούσε, επήγαινε μπροστά από το ηγουμενικό στασίδι – αλήθεια, δεν τον είδα και ποτέ επάνω σε αυτό – έπεφτε στα γόνατα σαν μικρό παιδάκι και έτσι συμμετείχε ολοκληρωτικά στα ιερά τελούμενα. Και, αν και μικροί, τι κρίση να έχει ένα παιδί στην Τετάρτη και Πέμπτη Δημοτικού, κάθε φορά που τον έβλεπα έτσι, χωρίς υπερβολή, αυτόν έβλεπα, αυτόν παρατηρούσα συνεχώς, όχι τον εφημέριο ιερομόναχο που ιερουργούσε!
(Συνεχίζεται…)
Διδαχές από τη διδασκαλία του Οσίου Ιακώβου:
-Αλλο είναι η προσευχή και άλλο η ελεημοσύνη. Και η ελεημοσύνη βοηθά την ψυχή του ανθρώπου, αλλά άλλο είναι το Μνημόσυνο, η προσευχή. Διότι έτσι τα βρήκαμε. Έτσι είναι. Και από τους Αποστολικούς χρόνους. Αυτά, παιδιά μου, είναι εξ αμνημονεύτων χρόνων. Δεν μπορεί κάποιος να κόψει αυτά τα πράγματα.
-Δεν ξέρομε την ημέρα, ουδέ και την ώρα του θανάτου μας. Γι’ αυτό, επειδή είμαστε προσωρινοί άνθρωποι, ας φροντίζωμε για την ψυχή μας, που είναι πράγμα αθάνατο. Πεθαίνουν οι άνθρωποι, αλλά πώς πεθαίνουν; Πεθαίνομε, αλλά να είμαστε κοντά στον Χριστό. Να αγωνιζόμαστε με προσευχή, με αγάπη.
-Είναι απαραίτητα τα Μνημόσυνα για την ανάπαυση των ψυχών. Οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουν πολυτελή Μνημόσυνα, κάνουν περιττά έξοδα. Η ψυχή ζητάει απλά πράγματα. Να βράσωμε μία χούφτα στάρι και να είμαστε καθαροί, να ζυμώσωμε και το πρόσφορο με προσευχή. Να τά πάμε στην εκκλησία, στη Θεία Λειτουργία να μνημονευθούν τα ονόματα των «κεκοιμημένων» και να ψάλλουν τα Μνημόσυνα.
-Θαύματα γίνονται καθημερινά, αλλά δεν τα βλέπουμε, δεν τούς δίνουμε σημασία. Το ότι ο Θεός, παρά τις κηλίδες και τις αμαρτίες μας, δεν οργίζεται και δεν διακόπτει τις σχέσεις του μαζί μας, αυτό δεν είναι ένα μέγα θαύμα;
