Της Δήμητρας Παλαιολόγου
Θεωρείται μια από τις πιο πνευματικές και ενωτικές προσωπικότητες της εποχής μας. Με τη νηφάλια και διεισδυτική του ματιά και το εύρος της Παιδείας για την οποία έχει διακριθεί παγκοσμίως, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ανέπτυξε ένα πλούσιο κοινωνικό-φιλανθρωπικό έργο στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας όπου ποιμαίνει από το 1992.
Ήταν στο Ναϊρόμπι της Κένυας όπου ασκούσε το ιεραποστολικό του έργο (1991) όταν ενημερώθηκε τηλεφωνικά από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο ότι διορίστηκε πατριαρχικός έξαρχος στην Αλβανία.
«Προσευχήθηκα όταν άκουσα την τηλεφωνική πρόταση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, για την ανάληψη αυτής της θέσεως στην Εκκλησία της Αλβανίας (που είχε τόσα προβλήματα) διότι βρισκόμουν στο εξωτερικό για ιεραποστολικό έργο, και απήντησα μετά μια μέρα σταθμίζοντας όλες τις προεκτάσεις…» είχε δηλώσει τότε ο κ. Αναστάσιος (Γιανουλλάτος).
Ο ίδιος γνώριζε από την αρχή πως η αποστολή του, η ανασύσταση της ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας, ήταν αρκετά δύσκολη: πάνω από 1.600 ναοί και μονές είχαν λεηλατηθεί από το αθεϊστικό καθεστώς του Χότζα.
Στον δρόμο του συνάντησε πολλά εμπόδια και δοκιμασίες. Παρά την πολιτική και κοινωνική αναστάτωση που επικρατούσε στη γείτονα χώρα και τον «πόλεμο» που δέχτηκε για την ελληνική του καταγωγή, εκείνος κατόρθωσε και μάλιστα μέσα σε λίγα χρόνια, να δημιουργήσει ένα οργανωμένο δίκτυο «αναγέννησης» του ορθόδοξου χριστιανικού βίου.
Διαμαρτυρίες Μπερίσα
Τον Ιανουάριο του 1991, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος τον ορίζει πατριαρχικό έξαρχο στην Αλβανία, με σκοπό να αναλάβει τις πρώτες επαφές με τους ορθοδόξους και τις Αρχές της χώρας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση του αλβανικού κράτους το οποίο επεδίωξε με κάθε τρόπο την απομάκρυνσή του.
Τελικά, ύστερα από έντονες διαπραγματεύσεις η αλβανική κυβέρνηση έδωσε, στα μέσα του Ιουλίου, την άδεια εισόδου στον πατριαρχικό έξαρχο.
Ο κ. Αναστάσιος ξεκινά περιοδεία στα χωριά και στις πόλεις και ίσως το μόνο που αντικρίζει είναι εικόνες απόλυτης καταστροφής. Μονάχα ορισμένοι ηλικιωμένοι, βιαίως αποσχηματισθέντες ιερείς βρίσκονταν εκεί στους οποίους ήταν αδύνατο να βασιστεί η τοπική εκκλησία.
Στις αρχές Αυγούστου του 1991 συγκαλεί Γενική Κληρικολαϊκή Συνέλευση στα Τίρανα στην οποία συμμετέχουν 15 ορθόδοξοι κληρικοί και 30 λαϊκοί αντιπρόσωποι των τεσσάρων εκκλησιαστικών επαρχιών της Αλβανίας. Τότε εκλέχθηκαν αρχιερατικοί επίτροποι καθώς και γενικό εκκλησιαστικό συμβούλιο.
Αργότερα, στις 24 Ιουνίου του 1992, η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκλέγει παμψηφεί για τη θέση του Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας τον ήδη μητροπολίτη Ανδρούσης Αναστάσιο.
Η αλβανική πλευρά αντιδρά και πάλι. Ο πρόεδρος της γείτονας χώρας Σαλί Μπερίσα εκφράζει έντονες διαμαρτυρίες, ωστόσο ύστερα από έντονες συζητήσεις τελικά δέχεται την εγκατάσταση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Υπό τον όρο να μην είναι ελληνικής καταγωγής όλοι οι ορθόδοξοι μητροπολίτες της Αλβανίας. Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος έδωσε το Μέγα Μήνυμα στο Φανάρι στις 12 Ιουλίου και η ενθρόνισή του πραγματοποιήθηκε στον καθεδρικό ναό του Ευαγγελισμού στα Τίρανα, στις 2 Αυγούστου.
Το έργο του
Από την αρχή της εκλογής του στην ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, λένε όλοι όσοι τον γνωρίζουν, ο κ. Αναστάσιος έβαλε τις βάσεις πάνω στις οποίες θα στηριζόταν προκειμένου το όραμά του να πάρει «σάρκα και οστά». Ο ίδιος, παρά τις δυσκολίες και το κλίμα δυσπιστίας που υπήρχε προς το πρόσωπό του, διαδραμάτισε και δη σε περιόδους κρίσης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία, σημαντικό ρόλο για την αποκλιμάκωση της έντασης. Συγχρόνως αγωνίσθηκε για την άμβλυνση των αντιθέσεων στα Βαλκάνια.
Με λιγοστούς συνεργάτες, μεταξύ των οποίων δώδεκα υπερήλικες πρεσβύτερους και τρεις ασθενείς διακόνους, ξεκίνησε μια πλούσια φιλανθρωπική, κοινωνική και πνευματική δραστηριότητα.
Οργάνωσε περισσότερες από 400 ενορίες σε πόλεις και χωριά όπου εξαιτίας του διωγμού είχε αφανιστεί κάθε χριστιανικό στοιχείο. Εκεί, εντάχθηκαν η λειτουργική και η μυστηριακή ζωή, το κήρυγμα και η κατήχηση. Μεταξύ άλλων, με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκαν η Θεολογική Σχολή (Aκαδημία) «Aνάστασις» στο Δυρράχιο, το Εκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός» στο Aργυρόκαστρο και στο Σουκθ-Δυρράχιο καθώς και σχολή της Βυζαντινής Μουσικής στα Τίρανα. Επιμορφώθηκαν τουλάχιστον 170 νέοι κληρικοί και ιδρύθηκαν 50 Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις. Παράλληλα, ο κ. Αναστάσιος φρόντισε για την έκδοση θρησκευτικών βιβλίων και συνέστησε Τεχνική Υπηρεσία της Εκκλησίας. Μερίμνησε για την ανοικοδόμηση και την αναστήλωση 210 ναών και πολιτιστικών μνημείων.
Στο πλαίσιο αυτό επισκευάστηκαν 160 ναοί αλλά και 70 εκκλησιαστικά κτίρια τα οποία σήμερα λειτουργούν ως σχολεία, κέντρα υγείας, ξενώνες και εργαστήρια.
Οργάνωσε περισσότερες από 400 ενορίες σε πόλεις και χωριά όπου εξαιτίας του διωγμού είχε αφανιστεί κάθε χριστιανικό στοιχείο
Ο πολυγραφότατος συγγραφέας και γλωσσομαθής ορθόδοξος προκαθήμενος είχε ως κύρια προτεραιότητα την ανάδειξη της Παιδείας και του Πολιτισμού αλλά και τη στήριξη της Υγείας, της κοινωνικής πρόνοιας.
Στο πλαίσιο αυτό ίδρυσε το ορθόδοξο Διαγνωστικό Ιατρικό Κέντρο «Ευαγγελισμός» με 24 ειδικότητες και 3 πολυϊατρεία σε άλλες πόλεις· το Πανεπιστήμιο «Λόγος» και το Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης, Επαγγελματικό Λύκειο, 3 Δημοτικά Σχολεία – Δίγλωσσα, Οικοτροφείο καθώς και 17 νηπιαγωγεία.
Τέλος, συνέβαλε στην κατασκευή δρόμων και υδραγωγείων ενώ εξέδωσε την πρώτη ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα («Aνάστασις»), περιοδικά, δημιούργησε το δελτίο «News from Orthodoxy in Albania» και Ραδιοφωνικό σταθμό. Στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου (1999) οργάνωσε ευρύτατο ανθρωπιστικό πρόγραμμα, το οποίο βοήθησε περίπου 33.000 πρόσφυγες σε διάφορα μέρη της Αλβανίας. Ταυτόχρονα ανέπτυξε τη φιλανθρωπική μέριμνα της Εκκλησίας, με διανομή εκατοντάδων τόνων τροφίμων, ιματισμού, φαρμάκων.
Με όλες αυτές τις πρωτοβουλίες άνοιξαν χιλιάδες θέσεις εργασίας ενώ δημιουργήθηκαν έργα κοινωνικής υποδομής, με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας να αναπτύσσεται σταθερά σε έναν πολυδύναμο πνευματικό και αναπτυξιακό παράγοντα.
Μερίμνησε για την ανοικοδόμηση και την αναστήλωση 210 ναών και πολιτιστικών μνημείων. Στο πλαίσιο αυτό επισκευάστηκαν 160 ναοί αλλά και 70 εκκλησιαστικά κτίρια τα οποία σήμερα λειτουργούν ως σχολεία, κέντρα υγείας, ξενώνες και εργαστήρια
Στην Αφρική
Εμπειρία ζωής υπήρξε το ιεραποστολικό του ταξίδι στη Μαύρη Ήπειρο. Εκεί πρωτοστάτησε στη σύγχρονη αναγέννηση της εξωτερικής Ιεραποστολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Στη δεκαετία 1981-91, ως τοποτηρητής της Μητρόπολης Eιρηνουπόλεως – Ανατολικής Αφρικής ίδρυσε και οργάνωσε την Πατριαρχική Σχολή «Aρχιεπίσκοπος Kύπρου Mακάριος», την οποία διηύθυνε επί δεκαετία.
Ανάμεσα στα άλλα, χειροτόνησε 62 Αφρικανούς κληρικούς και προώθησε τις μεταφράσεις της Θείας Λειτουργίας σε 4 αφρικανικές γλώσσες. Μερίμνησε για τη σταθεροποίηση περίπου 150 ορθοδόξων ενοριών και πυρήνων και για την ανέγερση δεκάδων ναών, φρόντισε για την ανέγερση επτά ιεραποστολικών σταθμών καθώς επίσης και για τη δημιουργία σχολείων και ιατρικών κέντρων.
Ο ιεραπόστολος που προσβλήθηκε από μαλάρια
Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος (Γιαννουλάτος) γεννήθηκε στον Πειραιά το 1929. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου και έλαβε το πτυχίο του το 1952. Το 1960 χειροτονήθηκε διάκονος και αρχιμανδρίτης το 1964.
Υπήρξε ιεραπόστολος στην Αφρική όπου και διδάχθηκε τις τοπικές διαλέκτους, αναγκάστηκε όμως να αποχωρήσει όταν προσβλήθηκε από μαλάρια.
Με μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία, οργάνωσε στην Αθήνα το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες», καθώς επίσης και το Διορθόδοξο Κέντρο Αθηνών της Εκκλησίας της Ελλάδος (1971-1975).
Το 1972 χειροτονήθηκε επίσκοπος Ανδρούσης και ταυτόχρονα ανέλαβε έκτακτος καθηγητής Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας και Κοινωνιολογίας και Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1976 τακτικός καθηγητής. Επίσης, τοποθετήθηκε γενικός διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Ο Αναστάσιος εξέδιδε το περιοδικό «Πορευθέντες» στην ελληνική και αγγλική σε όλη τη δεκαετία 1960-1970. Το 1981, μετά την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του, αναχώρησε και πάλι για την Αφρική, αυτή τη φορά ως μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είναι μεταξύ άλλων: ομότιμος καθηγητής του Εθνικού και Kαποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, πρόεδρος του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» (2006-). Επίσης, είναι επίτιμος πρόεδρος της «Παγκοσμίου Διασκέψεως των Θρησκειών για την Ειρήνη» (2006-).
Από το 1959 μετέχει ενεργώς σε πολυάριθμα διεθνή συνέδρια, διορθόδοξες, διαχριστιανικές και διαθρησκειακές συσκέψεις, εκπροσωπώντας την Eκκλησία ή την επιστήμη σε διάφορους διεθνείς Οργανισμούς. Έχει δώσει διαλέξεις σε διάφορα πανεπιστημιακά κέντρα του εξωτερικού, σχετικά με τη σύγχρονη χριστιανική σκέψη, τον διαθρησκειακό διάλογο, την παγκόσμια αλληλεγγύη και ειρήνη.