Γράφει ο π.Γεώργιος Δορμπαράκης
«Η ώρα που περνάς τώρα, ο άνθρωπος που συναντάς τώρα και εδώ, το έργο που επιτελείς αυτήν εδώ τη στιγμή – αυτά είναι πάντοτε τα πιο σημαντικά σ’ ολόκληρη τη ζωή σου» (Παύλος Ευδοκίμωφ).
Οχι βεβαίως. Δεν χρειάζεται «να σπρώχνουμε τον καιρό» ούτε «να σκοτώνουμε… την ώρα μας». Αυτά είναι σημάδια της απιστίας μας στον Θεό και η κατεξοχήν ένδειξη της φοβερής αμαρτίας στην οποία έχουμε περιπέσει: της ακηδίας ως έλλειψης φροντίδας για ό,τι πνευματικό στη ζωή μας. Αντιθέτως, όπως μας το υπενθυμίζει ο μεγάλος θεολόγος της Ρωσικής διασποράς Παύλος Ευδοκίμωφ, το τώρα, αυτό που ζούμε την κάθε στιγμή στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, είναι και ό,τι ανώτερο υπάρχει. Γιατί; Διότι είναι το πεδίο που αναμετριέται η συνείδησή μας με τον ίδιο τον Θεό, και είτε κερδίζουμε την παρουσία Του είτε δυστυχώς την απεμπολούμε, καθώς χανόμαστε μέσα στην ορφάνια της απουσίας Του. Κι όχι γιατί Εκείνος φεύγει – από πού να φύγει, αφού Εκείνος διακρατεί και συνέχει τα σύμπαντα; Δική Του η δημιουργία! – αλλά γιατί εμείς Τον διαγράφουμε νομίζοντας ότι δεν υπάρχει.
Ο χρόνος έτσι (όπως κι ο κάθε τόπος) αποκτά μία ιερότητα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ώρα θεοφανείας. Το οριζόντιο στοιχείο της ζωής του ανθρώπου, καθώς ανοίγεται στο κάθετο της ενεργείας του Θεού, μεταμορφώνεται σε σκαλί που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού. Δεν είναι τυχαίο ότι η αιωνιότητα για την πίστη και την Εκκλησία μας δεν νοείται απλώς ως η ατέρμονη συνέχεια που έρχεται μετά το τέλος αυτού του κόσμου, αλλά πρωτίστως ως η χαρισματική γεύση και αίσθηση της παρουσίας του αιώνιου Θεού ακριβώς στο μεταμορφωμένο εδώ και τώρα της ζωής ενός αληθινού πιστού, του αγίου. Ο άγιος, δηλαδή ο πιστός χριστιανός που «εξαγοράζεται τον καιρόν» αξιοποιώντας τον με υπακοή στο θέλημα του Θεού, ζει την αιωνιότητα του Θεού, καθώς γίνεται ένας εν ετέρα μορφή Χριστός. «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή», λέει ο ίδιος ο Κύριος, «ίνα γινώσκωσί Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιωάν. 15, 12).
Πού να σταθούν λοιπόν οι ρεμβασμοί για ένα παρελθόν που ήδη έχει φύγει και που έρχεται συχνά ωραιοποιημένο για να μας κάνει δραπέτες από τον μόνο σωτήριο χρόνο, το παρόν, ή και που συχνά μάς καταπλακώνει και μας στοιχειώνει από ενοχές αμαρτημάτων και αγνοημάτων; Είναι πειρασμός που από πίσω κρύβεται ο Πονηρός. Ή και πού να σταθούν παρομοίως όλα τα όνειρα κι οι φαντασιώσεις για ένα μέλλον που δεν ξέρουμε αν θα έρθει και πώς θα είναι, αλλά εμείς το λογιζόμαστε είτε μ’ ευφορία είτε με πανικό; Κι εδώ πάλι έχουμε διολίσθηση με τρόπο ανεπαίσθητο σε μονοπάτια που ’ναι επικίνδυνα για την ίδια την ψυχή μας. Το μόνο που μπορούμε να λέμε γι’ αυτό που είναι πέρα από το παρόν, είτε παρελθόν είτε μέλλον, είναι το «Κύριε ελέησον». Να ελεήσει ο Κύριος το όποιο παρελθόν μας ώστε να σβήσει κάθε αμαρτία του, όταν μάλιστα ρίχνουμε την αμαρτία αυτή ενώπιόν Του εν εξομολογήσει, αλλά και να ελεήσει το όποιο μέλλον επιτρέψει να έχουμε, ώστε να είναι αυτό πάνω στο άγιο θέλημά Του. «Το περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστι». Τώρα λοιπόν κερδίζω τον Θεό ή τώρα Τον χάνω, γι’ αυτό και είναι τεράστια η ευθύνη του καθενός μας για το πώς αξιοποιούμε τον χρόνο μας.
Κι ίσως εδώ να επισημάνουμε ένα πονηρό όπλο, από τα δεξιά λεγόμενα, του Διαβόλου. Ξέροντας την τρομακτική αξία του χρόνου και ιδίως του παρόντος, δεν μας αποτρέπει συχνά από το αγαθό. «Να κάνεις το καλό, να μετανοήσεις», σφυρίζει πονηρά στο αυτί μας, «αλλά όχι… τώρα‧ άσε για αύριο». Και τον ακούμε και αναβάλλουμε ό,τι είναι για σήμερα και κερδίζει τη μάχη. Γιατί αναβάλλοντας για αύριο, έρχεται το μεθαύριο, το μεθαύριο παραπέμπει για αργότερα και πάει λέγοντας. «Η αναβολή οδηγεί στη χώρα του ποτέ», λέει από παλιά ένα σοφό γνωμικό.