Γράφει ο Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ,Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Το ζήτημα των σχέσεων Ορθόδοξης Εκκλησίας και κοινωνίας έχει αρκετά συζητηθεί, ακριβώς επειδή είναι πολύπλευρο και πολυδιάστατο. Δεν αναφέρεται μόνο στην φιλανθρωπική δράση της Εκκλησίας και στην στήριξη των εμπεριστάτων, έχει να κάνει και με άλλες παραμέτρους, όπως η συμβολή της εκκλησιαστικής ζωής στην κοινωνική συνοχή, αλλά και η διαμόρφωση μέσα από αυτήν ενός φρονήματος που προσδιόριζε και προσδιορίζει και σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, τις συλλογικές μας αντιδράσεις και εκδηλώσεις, την κοινή ζωή του λαού μας.
Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ιστορικά ήταν η ορθόδοξη λατρεία που διατήρησε και διάσωσε, κατά μείζονα λόγο την ελληνική γλώσσα, που διαμόρφωσε, σε καθοριστικό επίπεδο τη συνείδηση της κοινής καταγωγής και της κοινής ιστορίας και που σχηματοποίησε τη δημοκρατική λειτουργία των συλλογικοτήτων μας, μέσα στα πλαίσια των ενοριών και των παραδοσιακών κοινοτήτων, μορφώνοντας εν τέλει το δημοκρατικό φρόνημα του λαού μας. Η Ορθοδοξία και η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξαν οι βασικοί παράγοντες διατήρησης της ταυτότητας του Ελληνισμού, ώστε να οδηγηθεί στην δυναμική διεκδίκηση της ελευθερίας του, με την Επανάσταση του 1821. Και η Ορθοδοξία ήταν που κατά κανόνα διαμόρφωσε τον πολιτισμό και την πολιτισμική ιδιοπροσωπία του λαού μας, ώστε να διατηρηθεί στα χρόνια της δουλείας. Γι’ αυτό άλλωστε και σε κάθε δύσκολη στιγμή –η περίπτωση της κατοχής του 1941-1944 είναι ενδεικτική αλλά όχι μοναδική– η Εκκλησία βρίσκεται ως Εθναρχούσα στην πρώτη γραμμή των αγώνων.
Υπάρχει όμως και η πτυχή της καθημερινότητας, που δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Η Oρθοδοξία διδάσκει ευπρέπεια, κοινωνικό ήθος, ευταξία και συνδιαλλαγή. Η εικόνα του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας που συχνά προβάλλεται από τις μορφές των δήθεν «Xριστιανών» όπως αυτές παρουσιάζονται στις διάφορες τηλεοπτικές σειρές, και οι περί του αντιθέτου διαπιστώσεις που ακούγονται ή γράφονται είναι ουσιαστικά εκτός πραγματικότητας. Θέλουν να δείξουν μια Ορθοδοξία που δεν είναι η πραγματική, στην οποία αποδίδουν χαρακτηριστικά που δεν έχει και ρόλους που ποτέ δεν ανέλαβε. Και την αδικούν κατάφωρα, δυστυχώς ηθελημένα.
Και μόνο η εφαρμογή των αρχών του Ευαγγελίου στη ζωή μας, ατομική, οικογενειακή και κοινωνική, θα ήταν αρκετή για να μεταβάλλει την κοινωνία σε παράδεισο. Αν αυτό δεν γίνεται, οφείλεται βεβαίως σε ανθρώπινες ατέλειες, αδυναμίες και σκοπιμότητες, το ίδιο όμως ισχύει και για όσους, αναφέρονται στον ευαγγελικό λόγο, χωρίς όμως κατ’ ουσίαν να τον ακολουθούν. Αναφέρομαι σε φονταμενταλιστικές φωνές που κατά καιρούς ακούγονται, συχνά έξαλλες και συγκρουσιακές, ενίοτε υβριστικές και συχνότατα προσβλητικές, οι οποίες όμως δεν εκπροσωπούν, ούτε απηχούν καν τον λόγο της Εκκλησίας.
Το γεγονός ότι όλοι μας σχεδόν φέρουμε την ιδιότητα του Ορθοδόξου Χριστιανού δεν σημαίνει ότι και όλοι την τιμούμε εξίσου, και βέβαια το ότι πολλοί μιλούν για την Εκκλησία και την Ορθοδοξία δεν συνεπάγεται ότι όλων ο λόγος είναι εξίσου έγκυρος και γνήσιος. Γι’ αυτό και όσοι σπεύδουν να ασκήσουν κριτική πρέπει να εξετάζουν πρώτα ποιος και πιθανότατα γιατί έχει εκφράσει συγκεκριμένες απόψεις, και υπό το πρίσμα αυτό να τις ελέγχουν και να τις αναλύουν, χωρίς να τις εκλαμβάνουν οπωσδήποτε και εκ των προτέρων ως γνήσιες εκκλησιαστικές απόψεις. Το είδαμε άλλωστε και πρόσφατα: πάμπολλοι μιλούν περί της Εκκλησίας, αλλά λίγοι μιλούν για την Εκκλησία, την αλήθεια, το ήθος και το υπόδειγμα ζωής που προβάλλει.
Όπως και προηγουμένως είπα, οι Xριστιανοί μαθαίνουν μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο να είναι ευγενείς, σεβαστικοί και θετικά πάντοτε στοιχεία της κοινωνίας όπου ανήκουν. Οι φωνές του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας στην πραγματικότητα στρέφονται κατά της Εκκλησίας, δεν την υπερασπίζονται. Ας μην το ξεχνούμε αυτό, ώστε να αποτελέσει το κριτήριο δια του οποίου θα σταθμίζουμε στο εξής τους λόγους των «αγανακτισμένων» και των «εντόνως διαμαρτυρομένων», που δεν μιλούν εξ ονόματος της Εκκλησίας, αλλά με στόχο την προβολή των προσωπικών τους ιδεοληψιών, κάποτε δε και την προώθηση των δικών τους ιδιοτελών συμφερόντων.