Του π. Αντωνίου Χρήστου, εφημερίου του Ι. Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Δικηγορικών Γλυφάδας
Θαύμα, σε γενικές γραμμές, ονομάζουμε κάθε περιστατικό που στη βάση της λειτουργίας των φυσικών νόμων είναι αδύνατον να εξηγηθεί με τα καθιερωμένα, επιστημονικά αποδεκτά, κριτήρια. Ετυμολογικά, η λέξη «θαύμα» προέρχεται από την ελληνική λέξη «θαυμάσιον” και είναι αυτό το οποίο προκαλεί θαυμασμό και κατάπληξη. Γενικά, λοιπόν, «θαύμα» ονομάζει ο κόσμος ένα γεγονός υπερφυσικό, ειδικό και έκτακτο και όχι φυσικό, γενικό και μόνιμο.
Για τη Θεολογία και τη συνείδηση της Εκκλησίας μας, όμως, για το θαύμα, τα πράγματα είναι βαθύτερα και ουσιαστικότερα από την εισαγωγική μας παράγραφο. Το θαύμα για την Εκκλησία δεν έχει να κάνει τόσο με την παραβίαση των νόμων της φύσεως, αν και, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο και την υμνολογία μας, αναφέρεται ότι «όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις». Κυρίως έχει να κάνει με το αντίθετο, με την καθ’ εαυτό αποκατάσταση της φύσεως (!), όσο και αν ξενίζει ακόμη και τους πιστούς ως άκουσμα, αυτό το γεγονός! Ποιας φύσεως, όμως; Αυτής που είχε ο κόσμος και ο άνθρωπος πριν αμαρτήσει και γευτεί τις συνέπειες της αμαρτίας, αφού ο Θεός έπλασε τα πάντα «καλά λίαν».
Μετά την πτώση του ανθρώπου, όμως, και τη διάπραξη του «προπατορικού αμαρτήματος», όλα άλλαξαν και οι συνέπειες απλώθηκαν και συμπαρέσυραν όλη την κτίση. Η διακοπή της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, οι πόνοι, οι θλίψεις, ο κόπος, οι ασθένειες, οι διαταράξεις των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους, η εχθρότητα με τα άλλα πλάσματα της φύσης και, κυρίως, ο θάνατο είναι μεταπτωτικές συνέπειες και όχι η φυσική κατάσταση στην ανθρώπινη ζωή, επειδή απλά συμβαίνουν. Γι’ αυτό υπάρχει η τριαδική, πατερική διάκριση μεταξύ της παρά φύσιν (όπως είναι η πραγματικότητα μετά την πτώση), της κατά φύσιν (όπως είναι η πραγματικότητα όταν δημιουργήθηκαν τα όντα ή όταν επέστρεψε ο πεπτωκώς άνθρωπος διά της μετανοίας εκεί) και της υπέρ φύσης κατάστασης, που δεν έχει από την «κατασκευή» του ο άνθρωπος και η οποία έχει να κάνει με τη θέωση και τη σωτηρία του ανθρώπου, με την ένωσή του με τον Χριστό, και την ονομάζουμε Αγιότητα.
Θα δώσουμε μερικά παραδείγματα από την καθημερινότητα, για να μας γίνουν πιο αντιληπτά τα παραπάνω: Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα αμάξι καινούργιο, που μόλις το αγοράσαμε. Το παρκάραμε έξω από το σπίτι μας, αλλά πάει κάποιος και από φθόνο με έναν λοστό μάς ραγίζει το παρμπρίζ ή ένας φαρσέρ μάς βάζει ένα μεγάλο αντικείμενο στην εξάτμισή του. Αφού συμβαίνουν αυτά, είναι «φυσιολογικό» πλέον να κοιτάω έξω και να βλέπω παραμορφωμένα και με δυσκολία στον δρόμο ή το αμάξι να μην παίρνει μπροστά ή να κάνει έναν περίεργο θόρυβο. Δεν κατασκευάστηκε έτσι όμως από την εταιρεία το αυτοκίνητο, αλλά αυτά είναι συνέπειες της καταστροφικής ή χιουμοριστικής διάθεσης του ανθρώπου που μας τα προκάλεσε. Όταν πάμε στον μάστορα και μας φτιάξει το αυτοκίνητο, τότε έχουμε την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του, όπως αυτό κατασκευάστηκε αρχικώς από την εταιρεία.
Ας το πάμε πιο θεολογικά, για να καταλάβουμε το θαύμα καλύτερα: Όταν διαβάζουμε ή ακούμε στο Ευαγγέλιο για τον Χριστό που κάνει μια ανάσταση ή μια θεραπεία από μια ασθένεια, έχουμε την «αποκατάσταση της φύσεως», στην κατάσταση στην οποία «κατασκευάστηκε» οντολογικά ο άνθρωπος. Γι’ αυτό τις περισσότερες φορές ο Χριστός, πριν κάνει τη θεραπεία, συγχωρεί τις αμαρτίες των ανθρώπων και, έτσι, αφού αίρει την αιτία του νοσούντος, επέρχεται διά της επεμβάσεως του Κυρίου και η θεραπεία του.
Όταν διαβάζουμε ή ακούμε στο Ευαγγέλιο για τον Χριστό που κάνει μια ανάσταση ή μια θεραπεία από μια ασθένεια, έχουμε την «αποκατάσταση της φύσεως», στην κατάσταση στην οποία «κατασκευάστηκε» οντολογικά ο άνθρωπο
Για την Εκκλησία μας, ο πιο δόκιμος όρος, θεολογικά, για το θαύμα είναι η λέξη «σημείον», που δηλώνει ότι είναι προϊόν της Θείας Οικονομίας και φανέρωση της επουράνιας Βασιλείας του Θεού. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στην ερώτηση του Ιωάννου του Προδρόμου, διά των μαθητών του, αν είναι ο Χριστός και ο Κύριος απαντάει: «και αποκριθείς, ο Ιησούς είπεν αυτοίς· πορευθέντες απαγγείλατε Ιωάννη α ακούετε και βλέπετε· τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται και κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται και πτωχοί ευαγγελίζονται».
Όλοι οι άνθρωποι, λίγο-πολύ, ανεξαρτήτως συνειδητής ή μη μετοχής τους στη ζωή της Εκκλησίας, αναζητούν ένα θαύμα στη ζωή τους. Αυτό είναι ζητούμενο ιδιαίτερα όταν τα αδιέξοδα πληθαίνουν και ο ανθρώπινος παράγοντας και η επιστήμη, ειδικότερα, «σηκώνουν τα χέρια ψηλά».
Η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από θαύματα, ακόμη και προ της ελεύσεως του Χριστού, στην Παλαιά Διαθήκη. Κυρίως όμως κατά την έλευση του Μεσσία, στην Καινή Διαθήκη, αλλά και κατά τους αποστολικούς χρόνους, όπως βλέπουμε στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Το θαύμα, συνυφασμένο με τη ζωή της Εκκλησίας, συνεχίζεται μέχρι σήμερα, κυρίως μέσα στα συναξάρια και τους βίους των αγίων, είτε κατά τη βιοτή τους στον κόσμο είτε και μετά την κοίμησή τους, ως πολιτών της Βασιλείας των Ουρανών. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν να διηγηθούν τουλάχιστον ένα θαύμα στη ζωή τους, αλλά και πολλοί άλλοι που αμφισβητούν την ύπαρξή τους.
Το θαύμα, συνυφασμένο με τη ζωή της Εκκλησίας, συνεχίζεται μέχρι σήμερα, κυρίως μέσα στα συναξάρια και τους βίους των αγίων, είτε κατά τη βιοτή τους στον κόσμο είτε και μετά την κοίμησή τους,
Θα κλείσουμε με τις προϋποθέσεις που, κατά τη γνώμη μας, χρειάζονται για να επιτελεστεί ένα θαύμα: Να μην γκρινιάζουμε ή να αγανακτούμε για την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει. Η βαθιά πίστη του ανθρώπου μέσω της προσευχητικής και ικετευτικής επιμονής του οδηγεί στην πηγή της ιάσεως, τον Θεό. Να επικαλούμαστε το έλεος του Θεού, διά πρεσβειών της Παναγίας και των αγίων. Όλα αυτά με διάθεση μετανοίας και, κυρίως, δοξολογίας του ονόματος του Θεού, όταν το θαύμα πραγματοποιηθεί, αλλά ακόμη και αν τελικά δεν γίνει…! Άλλωστε, τα περισσότερα θαύματα ήδη έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχουν γίνει αντιληπτά από εμάς ή τα θεωρήσαμε αυτονόητα…!