Του Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ
Με την ένσαρκο οικονομία του Κυρίου Ιησού Χριστού επιτεύχθηκε η απομάκρυνση του ανθρώπου από το κακό και η επιστροφή του στο αγαθό, με την θέλησή του. Επειδή η απομάκρυνση από τον Θεό έγινε θεληματικά, θεληματικά έπρεπε και ήταν δίκαιο να γίνει και η επάνοδος. Διαφορετικά, η αναγκαστική προσαγωγή του ανθρώπου στο αγαθό θα ήταν μία πράξη στερητική της ελευθερίας του. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί ένας τρόπος ώστε και το αυτεξούσιο να μην παραβιασθεί, αλλά και η επάνοδος προς το αγαθό να μην παρεμποδισθεί κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης (P.G. 46, 524).
Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, στον α΄ λόγο του «Περί της εν Χριστώ ζωής» αναφέρει για τον τρόπο αυτό:
«Δεν κινηθήκαμε ούτε ανεβήκαμε εμείς προς τον Θεόν, αλλά εκείνος ξεκίνησε και κατέβηκε προς εμάς. Δεν ζητήσαμε, αλλά ζητηθήκαμε· δεν αναζήτησε το πρόβατο τον ποιμένα, κι η δραχμή τον κάτοχο, αλλά αυτός έσκυψε στη γη και βρήκε το νόμισμα και έφθασε στον τόπο, όπου περιπλανιόταν το πρόβατο, το πήρε στους ώμους του κι έθεσε τέρμα στην περιπλάνηση» (P.G. 150, 504).
Βέβαια, αναγνωρίζει και ο ίδιος ότι ήταν αδύνατο στους ανθρώπους να ζήσουν κοντά στον Θεό, αν δεν πέθαιναν ως προς τις αμαρτίες. Αλλά εκείνος που μπορεί να εξαφανίσει την αμαρτία είναι μόνο ο Θεός. Γιατί αυτό,ναί μεν όφειλαν να το κάνουν οι άνθρωποι, που είχαν την υποχρέωση να επαναλάβουν τον αγώνα, αφού είχαν νικηθεί θεληματικά, αλλά δεν μπορούσαν ούτε να το πλησιάσουν, επειδή είχαν ήδη γίνει δούλοι της αμαρτίας κατά το «ω ήττηταί τις τούτω και δεδούλωται» (Πέτρου Β΄ β΄, 19). Αλλά πώς θα μπορούσαν να γίνουν ανώτεροι από την αμαρτία τη στιγμή που ήταν δούλοι της; Οπότε ισχύει ο λόγος του Κυρίου ότι : «ουδέ δούλος υπέρ τον κύριον αυτού» (Ματθαίου ι΄, 24).
«Γίνεται τοίνυν και Θεός μεν οικειούται τον υπέρ των ανθρώπων αγώνα, άνθρωπος γαρ άνθρωπος νικά την αμαρτίαν, καθαρός ων αμαρτίας απάσης Θεός γαρ ην» (PG 150, 512-513). Και με αυτόν τον τρόπο απαλλάσσεται η ανθρώπινη φύση από το όνειδος και στεφανώνεται με τον στέφανο της νίκης, αφού ηττήθηκε η αμαρτία.
Σύμφωνα με αυτά, η σωτηρία μας είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της βουλήσεως του Θεού που εκδηλώνεται με τη Θεία Χάρη, και της θελήσεως του ανθρώπου που ανταποκρίνεται με την πίστη στον Θεό και την αποκήρυξη και άρνηση των έργων της αμαρτίας.
Ο θάνατος του Χριστού – η ζωή που δεν μας ανήκει.
Ο απόστολος Παύλος προχωρεί περαιτέρω, αναλογιζόμενος το μέγεθος της αγάπης του Χριστού προς εμάς, αλλά και της δυναμικής του θανάτου Του (Προς Κορινθίους Β΄, ε΄, 14-15).
Μας διακατέχει η αγάπη του Χριστού αφού ξεκινάμε με την πεποίθηση πως ένας πέθανε για χάρη όλων, γεγονός πράγμα, που σημαίνει πως όλοι πέθαναν. Πέθανε για χάρη όλων και αυτό σημαίνει ότι όσοι ζουν δεν μπορούν να ζουν για τον εαυτό τους, αλλά για εκείνον που πέθανε κι αναστήθηκε γι᾿ αυτούς.
Η ένσαρκος οικονομία, κατά την οποία ο αεί ων εκ του αεί όντος υπέρ αιτίαν και λόγον, ο μονογενής και αγαπητός και ομοούσιος εκείνος Υιός, ο ων εν τοις κόλποις του Πατρός, ο Προαιώνιος εκείνος Λόγος, δι᾿ ου τα πάντα εγένετο και ο εκ Θεού αληθινός Θεός, επ’ εσχάτων των χρόνων καταδέχθηκε να γίνει άνθρωπος, να φανερωθεί επί της γης και να συναναστραφεί με τους ανθρώπους, πραγματοποιήθηκε από την ιδική Του αγάπη για όλο το ανθρώπινο γένος, όπως αποφαίνεται ο ευαγγελιστής Ιωάννης: « Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν» (Ιωάννου γ΄, 16).
Περαιτέρω, ο απόστολος Παύλος διευρύνει και διαφωτίζει την αγάπη του Θεού λέγοντας: «Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε» (Προς Ρωμαίους ε΄, 8). Ο απόστολος Πέτρος εξαίρει τη δύναμη της θυσίας του Κυρίου, που γίνεται ακόμη πιο ιερή και πολύτιμη χάρη στην αγιότητα του θυσιασθέντος Υιού του Θεού (Α΄ Πέτρου α΄, 18-19)
Αναλογιζόμαστε το μέγεθος της αγάπης του Χριστού και της σοφίας του Θεού αφού «εις υπέρ πάντων απέθανεν άρα οι πάντες απέθανον» (Προς Κορινθίους Β΄ ε΄, 14) και μπορούμε να συνοψίσουμε όλη τη διδασκαλία ως εξής:
α΄. Ο Αδάμ κατέστησε όλο το ανθρώπινο γένος υπεύθυνο για την αμαρτία του. Υπήγαγε τον εαυτό του και τους απογόνους του στο «θανάτωαποθανείσθε» (Γενέσεως β΄, 17).
β΄. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός υπέστη θεληματικά τις συνέπειες, δηλαδή τον θάνατο, χωρίς να είναι αμαρτωλός, για να δοθεί η άφεση.
γ΄. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, με την Ανάστασή Του, ζωοποίησε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.
δ΄. Κατά τον απόστολο Παύλο, η θυσία του Κυρίου Ιησού Χριστού συνεπάγεται ότι η ζωή δεν μας ανήκει: «Δεν ανήκετε στον εαυτό σας, σας αγόρασε ο Θεός και πλήρωσε το τίμημα. Το Θεό λοιπόν να δοξάζετε με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία ανήκουν σ᾿ αυτόν» (Προς Κορινθίους Α΄ στ΄, 19-20).
Επειδή ο Θεός Πατέρας γνωρίζει την ασθένεια και αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως να πολεμήσει κατά της αμαρτίας και να νικήσει, για να λάβει ως στέφανο την υιοθεσία από τον Θεό Πατέρα, χορηγεί σε κάθε άνθρωπο το Άγιο Πνεύμα για να τον θεραπεύσει, να τον ενισχύσει, να τον φωτίσει και να τον στηρίξει σ’ αυτή την πάλη, ώστε να αναδειχθεί νικητής και, ως εκ τούτου, να λάβει δικαιωματικά τον στέφανο της δικαιοσύνης.